ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ αυτού του παλιού νησιού νυχτώνει νωρίς. Οι ελιές, από το μικρό μπαλκόνι που βλέπει στον κόλπο, δίνουν τη δική τους χορευτική παράσταση στο κοινό που είναι τα μάτια μου. Λίγο πριν από το σούρουπο διασταυρώνουν τα βλέμματα. Τα φύλλα πλησιάζουν το ένα το άλλο, ριγούν στην ένωση, σχεδόν φιλιούνται, μετά απομακρύνονται. Τα ερωτικά χάδια είναι διάσημα και στα δέντρα. Ο άνεμος που φυσάει πάντα, ενθαρρύνει τις προσπάθειές τους.
Είναι φθινόπωρο, η θάλασσα το καταλαβαίνει και αντιστέκεται. Θέλει να κρατήσει ακόμα το καλοκαίρι στα χέρια της, καθαρό και σιδερωμένο, όπως κρεμάει μια γυναίκα το σώμα της από τον λαιμό για να βγει έξω, διαμορφώνοντας τον κόσμο. Πάνω στα παραθυρόφυλλα και στις πόρτες των σπιτιών έχει σκάσει ο ουρανός. Ο Θεός έχει βάλει τη στολή του και βομβαρδίζει. Μπλε μπογιές παντού. Στα μπαλκόνια, στα μάτια, στις ψυχές. Στις αμμουδιές των ανθρώπων νυχτώνει νωρίς.
Ο αέρας μυρίζει χαμό. Η απώλεια έχει εδώ ένα είδος μονιμότητας, σκαρφαλώνει πάνω στις αναμνήσεις. Γρατσουνάει με τα νύχια της το δέντρο. Το δέντρο είμαι εγώ. Λένε πως όταν χάνεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο, όταν σε εγκαταλείπει η ιδέα ενός ανθρώπου, χάνεις μαζί και τον μισό σου εαυτό. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα υπάρχει με τον άλλο σου εαυτό, αυτόν που δεν χάνεις. Που μένει να αντιστέκεται, μέσα σου, αφοσιωμένος πόνος. Μισός. Ζούμε δυο ζωές. Δεν αντιλαμβανόμαστε καμία. Μετά, πεθαίνουμε.
Ενδιαμέσως, περνάμε μια κρίση που δεν μπορούμε να κρίνουμε. Περνάμε. Μια κρίση. Μοιάζουμε με την Αριστερά - αν και πλέον δεν μας ανήκει. Ή μας ανήκει, χωρίς να ανήκουμε εμείς σε αυτήν.
Στην ταβέρνα του Βέλγου, στην ακροθαλασιά, το ακορντεόν συνεχίζει να θριαμβεύει. Καλπάζει μέσα στη νύχτα και την κάνει δερμάτινη. Μα το δικό σου αμάρτημα, του κόσμου όλα τα δάχτυλα. Εσύ μέτρησες ποτέ τα δάχτυλά σου; Ο καιρός είναι ηλικιωμένος, για να καθήσει χρειάζεται προσπάθεια. Κάποιος διπλώνει το σώμα του στο ζεϊμπέκικο, η μουσική παραπονιέται για τα σανίδια. Μου γλείφει το πρόσωπο σαν πιστό σκυλί. Δεν έχω τι να της δώσω, είμαι κι εγώ στην ίδια μοίρα.
Η ζωή είναι πόνος. Το λέει ο Βούδας. Και ο Μητσάκης, που δεν τον νοιάζει για τα δαχτυλίδια. Γιατί είναι ντεκόρ.
Το αληθινό μένει πάντα μόνο του.