Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ



ΔΕΝ γινόταν να βγεί έξω. Υπήρχε μόνιμη απαγόρευση. Μία φορά το μήνα, με πολλή προσοχή, πήγαινε μέχρι το σουπερμάρκετ της γωνίας. Είχε εκεί μια γνωστή. Βάδιζε τοίχο τοίχο φορώντας ειδική συσκευή οξυγόνου. Φοβόταν. Η μόλυνση είχε προχωρήσει. Το κλίμα είχε καταστραφεί. Αν τον έβλεπε η περίπολος, θα τον είχε εκτελέσει.

Κάθε βδομάδα μοιράζονταν στα σπίτια τα δισκία επιβίωσης. Κάτι ανοιχτόχρωμα μπλε χάπια, στο χρώμα της θάλασσας, στήριζαν το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι μαύρες στολές με τα ψηλά τακούνια τα άφηναν κάτω απ' το χαλί της εξώπορτας. Οι νεκροί, χιλιάδες. Επρεπε να φτάσει έως τη θάλασσα. Του είχαν πει ότι υπήρχε. Κανείς δεν την είχε δει. Δεν είχαν μπορέσει.

Ακουσε ξανά την περίπολο. Μάζευαν κάποιους νεκρούς. Κάποιους που είχαν επιχειρήσει να δραπετεύσουν. Είχε χαράξει στους τοίχους τους χάρτες της πόλης. Τη διαδρομή που θα ακολουθούσε. Το σημείο όπου θα έπρεπε να βρισκόταν η θάλασσα ήταν κυκλωμένο με κόκκινο μαρκαδόρο. Υπήρχαν βελάκια που οδηγούσαν εκεί. Είναι καιρός να είναι καιρός. Ηταν η ώρα. Είχε έρθει.

Οι γαλότσες του βούλιαξαν στη λάσπη. Πέρασε κοντά απ' το αρχηγείο ντυμένος θάμνος. Είδε την αρχηγό απ' το θολό τζάμι. Γυναίκα. Ολες ήταν γυναίκες. Το είδος του είχε εξαφανιστεί. Δεν χρησίμευε ούτε για αναπαραγωγή. Τα λίγα παιδιά που είχαν απομείνει τα έστελναν σε αποστολές αυτοκτονίας. Ηταν ιδιόκτητα.

Ο αέρας τελείωνε. Υπήρχαν χάπια αναπνοής, αλλά δυσεύρετα. Είχε μπορέσει να εξασφαλίσει δύο. Με τη βοήθεια της φίλης στο σουπερμάρκετ. Κατάπιε το δεύτερο και προχώρησε προς το δάσος. Κάποιο αεροπλάνο καιγόταν. Εφτασε στα ερείπια της εκκλησίας στον λόφο. Στο σύνορο της πόλης. Από κάτω απλωνόταν η θάλασσα. Την έβλεπε. Ατέλειωτη. Επικηρυγμένη. Ενιωθε την ευεργεσία του ιωδίου. Τον θρίαμβο του μπλε. Τον κίνδυνο της αιωνιότητας.

Ξεκούρασε λίγο τα μάτια του στην εικόνα της και άρχισε να κατεβαίνει. Απόβραδο Ιουλίου και μια διαβολεμένη υγρασία τού τρύπησε τα κόκαλα. Η θάλασσα ήταν κοντά. Μπροστά του. Αυτό που έβλεπε ήταν αυτό που ονειρευόταν. Στάθηκε όρθιος στην αμμουδιά και προσπάθησε να καθήσει. Δεν γινόταν, ήταν παράλληλη με το σώμα του.

Οταν πέταξε το ρολόι του στο νερό, εκείνο έκανε γκελ στη ζωγραφισμένη θάλασσα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=70923

Δεν υπάρχουν σχόλια: