Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

ΩΚΕΑΝΟΣ


Η ΠΟΛΗ κλέβει τα χαρακτηριστικά μας. Αφήνουν το πρόσωπο και γίνονται παγκάκια, αγαπημένες γωνιές, σκουριασμένα χαμόγελα, πολυσύχναστοι δρόμοι, σπάνια ηλιοβασιλέματα, τυπωμένες σελίδες, βροχερές πλατείες, γέλια που τελειώνουν σε δάκρυα, δάκρυα που για να ξαναγίνουν γέλια χρειάζεται να περάσουν από οντισιόν. Κυκλοφορούμε βλέποντας το πρόσωπό μας απέναντι. Σαν φτηνό διαφημιστικό χωρίς πολλές δυνατότητες. Παρέμβασης. Φλυαρίας.

Μια λέξη φτάνει για να περιγράψεις ένα συναίσθημα. Με δυο-τρεις, έχεις και την εικόνα του. Πάνω από δέκα, γίνεται διάλεξη. Καβγάς με τον εαυτό σου. Σήμερα δεν υπάρχει χρόνος για περιγραφές. Δεν απόμεινε χρόνος στον πεζό λόγο. Η πεζογραφία αργεί. Και ο σημερινός κόσμος βιάζεται. Μόνο και μόνο από έλλειψη χρόνου, όσοι γράφουν, θα έπρεπε να γράφουν ποίηση. Δεν έχω γράψει παρά προλόγους. Βιάζομαι.

Μοσχάτο της δεκαετίας του '70. Βρέχει. Το νερό στο σπίτι έχει φτάσει έως τα γόνατα. Στο κέντρο του σαλονιού επιπλέει η ρουστίκ τραπεζαρία. Μοιάζει με πίνακα του Νταλί. Τότε δεν είχαμε πολλές λέξεις. Ηταν λίγες και βιαστικές. Οπως τα όνειρά μας. Σε μια μικρή πόλη ανθρώπων που όποτε δεν πλημμύριζε, έβγαζε τις αυλές της στον ήλιο να λιαστούν. Ανάμεσα σε δυο ποτάμια που μύριζαν σοκολάτα. Και νυχτολούλουδο. Από το εργοστάσιο της ΙΟΝ. Και τα βραδινά φιλιά που σκόρπιζαν την άνοιξη πάνω απ' την πόλη. Πιστεύαμε ότι μόνον η σιωπή μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Η νύχτα έχει προχωρήσει. Μας ακολουθεί. Τα βήματά της είναι προσεκτικά πάνω στην ξύλινη σκάλα. Σχεδόν σέρνεται - σακάτης Ιούνης. Σε δύο μέρες εκλογές. Τα χέρια μου μπορεί να σε ξεχάσουν -είναι αμαρτωλά-, το μυαλό μου όμως θα συνεχίσει να σε χαϊδεύει, να ερωτεύεται εκείνη τη μικρή ελίτσα στο κέντρο του σαγονιού, το ταφταδένιο φόρεμα που φορούσες στο πλοίο - το μυαλό δεν ξεχνά, το σώμα τα καταφέρνει. Μπορεί. Είχες ένα ωκεάνιο σώμα. Καφέ, σκούρο. Σαν να σκούριασε ξαφνικά όλος ο Ινδικός ωκεανός πάνω σου. Κολυμπούσα και σκούραινα. Εκανα χρόνια να δω στεριά.

Αν ποτέ ξημερώσει, θέλω να σε δω να στέκεις στο κεφαλόσκαλο. Βαμμένη, να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Με μια ανίατη γύμνια να ποτίζει τα μάτια μου.

*Ν. Καββαδίας, Τραβέρσο, εκδ. Κέδρος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=51400

Δεν υπάρχουν σχόλια: