Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ: PARTIR, C'EST MOURRIR UN PEU


Φωτεινή Τσαλίκογλου

Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς

Τα παράξενα της μητρικής αγάπης

εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 243, 20,90 ευρώ


Μαργαρίτα Καραπάνου

Η ζωή είναι αγρίως απίθανη

εκδόσεις Ωκεανίδα, σ. 422, 18 ευρώ


«Λες να μας είδε ο Θεός;» ρωτάει. «Μήπως επιτέλους καυλώσει;...»

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ, «Ναι», εκδόσεις Ωκεανίδα, 1999


Ο ΘΕΟΣ ήτανε κουρασμένος και βαρέθηκε να ασχολείται συνέχεια με τα μανιοκαταθλιπτικά παιχνίδια της Μαργαρίτας Καραπάνου. Είχε, μάλλον, σοβαρότερες δουλειές να κάνει. Αναψε ένα πουράκι που μύριζε λιβάνι, άνοιξε τις κουρτίνες του υπνοδωματίου, την έγδυσε, και εκεί ψηλά, προς τέρψιν των διερχομένων αγγέλων, την πήρε. Η τελευταία σεξουαλική πράξη της Μαργαρίτας ήταν ο θάνατος. Μια επαφή ριγέ, τερατώδης, όπως ήταν, άλλωστε, όλες οι επαφές της ζωής της.

Εφυγε, λοιπόν, οριστικά η Κασσάνδρα. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και βγήκε. Και έμειναν οι λύκοι, να φυλάνε το άδειο μαντρί με τα νεκρά πρόβατα. Η Μαργαρίτα ήταν τα νεκρά πρόβατα. Λίγο πριν από την Εντατική του Γενικού Κρατικού, στις αρχές Δεκεμβρίου -σαν να το ξερε- έδωσε στη δημοσιότητα τα ημερολόγιά της, την περίοδο 1959-1979 (Η ζωή είναι αγρίως απίθανη, εκδ. Ωκεανίδα, 2008), αλλά και τις επιστολές της μητέρας της, Μαργαρίτας Λυμπεράκη, προς αυτήν, το διάστημα 1962-1974 (Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς - Τα παράξενα της μητρικής αγάπης, εκδ. Καστανιώτη, 2008), με την ακούραστη συνδρομή δύο επιστήθιων φίλων: του Βασίλη Κιμούλη και της Φωτεινής Τσαλίκογλου.

Ηθελε να ξορκίσει αυτή την «αγρίως απίθανη» σχέση -αφού ούτε ο θάνατος της «μαμάς», πριν από περίπου επτά χρόνια, της επέτρεψε να το κάνει- συμπληρώνοντας στο παζλ το κομματάκι που έλειπε. Μάλιστα, το ότι επέλεξε τον Καστανιώτη και όχι την Ωκεανίδα, που ήταν το «σπίτι» της, για την έκδοση των επιστολών της μητέρας της, είναι ένα ακόμα δείγμα αιώνιου σεβασμού προς τη μαμά, αφού ο Καστανιώτης ήταν ο εκδότης που εμπιστευόταν η Λυμπεράκη.

Η Μαργαρίτα μαδούσε τη μαργαρίτα της για να βρει το ζει - δεν ζει, όχι το μ' αγαπά - δεν μ' αγαπά. Τελικά το βρήκε. Το τελευταίο φυλλαράκι είπε δεν ζει. «Πεθαμένη» δεκαετίες πριν, απλώς άφησε τη μοίρα να τελειώσει ό,τι απέμεινε. Δεν είχαν μείνει πολλά: Ενα άρρωστο σώμα, ένα «άρρωστο» μυαλό που άναψε κάποτε όλα του τα πυροτεχνήματα για να φωτίσει τη νύχτα, μια άρρωστη, κουρασμένη ψυχή, που δεν έμαθε άλλο απ' το να πονά και να γράφει. Το όμορφο πρόσωπό της είχε σχεδόν παραμορφωθεί. Ο Μπακουνάκης έγραψε στο «Βήμα» της 3ης Δεκεμβρίου ότι τα τελευταία της βιβλία «διακατέχονται από αγχωτική αποσπασματικότητα ή ακόμη από παραληρηματική αφηγηματικότητα». Ομως το πρόβλημά μας είναι το είδος της λογοτεχνίας της και όχι η ίδια η λογοτεχνία. Λες και ήταν ανάγκη εκτός από το «κουτί» που θα φιλοξενούσε το σώμα της, να βρούμε ένα κουτί για να βάλουμε και τις λέξεις της.

Ενα μυαλό τόσο φωτεινό όσο αυτό του Σαρτρ, του Ιονέσκο ή του Καμύ, που μπαινόβγαιναν σπίτι της για να επισκεφτούν τη συγγραφέα μητέρα της, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, αντιμετωπίστηκε από την κριτική με τη συνήθη κριτική διάθεση. Νομίζω ότι όταν γράφεις για συγγραφείς σαν τη Μαργαρίτα Καραπάνου, το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις, είναι να ξεχάσεις την κριτική σου ικανότητα και να αφεθείς-άκριτα σχεδόν- στην ικανότητα της ψυχής σου.

Αν οι ημερολογιακές εγγραφές τού Η ζωή είναι αγρίως απίθανη (Ωκεανίδα, 2008) ξεκινούν από τότε που η Μαργαρίτα ήταν 13 χρόνων (1959), εμφανίζοντας τη διαδρομή ενός μικρού κοριτσιού που απλώς γεννήθηκε μεγάλο, μιας ιδιοφυούς έφηβης που, ανάμεσα στους έρωτες, που ήταν λογικό να την απασχολούν, και την αγωνία των σχολικών εξετάσεων, παρήγαγε σκέψεις και πέρναγε φράσεις στο χαρτί που θα μπορούσαν, εξίσου λογικά, να αποτελούν και πρωτεϊκό υλικό για σεμινάρια δημιουργικής γραφής, το Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς (Καστανιώτης, 2008), με μια πληρέστατη 40σέλιδη εισαγωγή της Τσαλίκογλου, είναι η απελπισμένη αλληλογραφία δύο ερωτευμένων. Στα δώδεκα χρόνια που κρατάει αυτή η επιστολογραφία, η μαμά Λυμπεράκη βρίσκεται στο Παρίσι, «επισκευάζοντας τα ψάθινα καπέλα της», και η κόρη Μαργαρίτα πηγαινοέρχεται. Από την ευφορία στην κατάθλιψη, από το Παρίσι στην Αθήνα και στην Υδρα, από τα σινεμά στις κλινικές. Το ομορφότερο μέρος στον κόσμο παραμένει όμως για τη Μαργαρίτα μια άλλη Μαργαρίτα - η μητέρα της. Οι μόνες σταθερές παρουσίες στη ζωή της το διάστημα αυτό είναι η γιαγιά και ο σκύλος της, ο Βούδας.

Η οδύνη της έλλειψης και της απουσίας, του δεν είσαι εδώ μαζί μου, του δεν σε έχω, τροφοδοτεί το πάθος που μεγαλώνει απ' την απόσταση, «μαγεύει» αυτή τη σχέση, κάνει τον έρωτα αβάσταχτο, ικέτη, παραπληγικό, να κυκλοφορεί ανάμεσα στα γεγονότα και τα γράμματα, να υπαινίσσεται, να ουρλιάζει, να εξομολογείται. Ι put a spell on you, cause you're mine φωνάζουν και οι δύο. Αυτό που ο Κάφκα αποκαλεί «συνομιλία φαντασμάτων», γίνεται εδώ η έσχατη λύση, η μοναδική παρηγοριά δυο γυναικών που το μόνο που έχουν είναι η μία την άλλη. Αλλά, αυτό ακριβώς, είναι και το μόνο που δεν έχουν. Δυο γυναικών με την ανώτατη μορφή συγγένειας, που θαυμάζουν η μία την άλλη, αλλά και πάσχουν, μέχρι θανάτου, η μία απ' την απουσία της άλλης. Μοιραία, τα όρια μεταξύ αγάπης και μίσους εκπίπτουν, η επιθυμία παραλύει τα άκρα, το μυαλό εκρήγνυται.

-«Μαμά, σ' αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι θα με φας».

-«Και να σε φάω, ερωτική πράξη είναι, μη φοβάσαι».

-«Μα, θέλω τόσο πολύ έναν άντρα, μαμά, και μου τους έχεις πάρει όλους».

-«Ηταν όλοι δικοί μου, μωρό μου, αλλά μην το πεις σε κανένα».

-«Μαμά, μαμά, πες μου αν κάνω έρωτα θα σου μοιάσω;»

Σιγά σιγά μεγαλώνει μέσα στο βιασμένο σώμα της Μαργαρίτας η Κασσάνδρα, σε μια εκτυφλωτική εγκυμοσύνη διαρκείας που κρατάει όλη της τη ζωή. Η μητέρα λείπει και ο πατέρας, ένας ευαίσθητος και τρυφερός δικηγόρος που γράφει ποιήματα, έχει «απαγορευτικό», είναι εσαεί αποκλεισμένος, υπάρχει μόνον ως παλιά, κιτρινισμένη φωτογραφία, ακίνητη, υποφωτισμένη, χθεσινή.

«Τον λάτρευα και κάθε Σαββάτο περίμενα να έρθει να με πάρει. Φορούσα το μαγιό μου και είχα το καλαθάκι με τα σάντουιτς. Τον περίμενα στο παράθυρο αλλά δεν ερχόταν ποτέ. Τον λάτρευα, ένιωθα όμως τη μαμά και τη γιαγιά που δεν τον θέλανε και δεν θέλανε να τον αγαπώ. Ενα φράγμα ένιωθα. Δεν μ' αφήσανε να έχω σχέση μαζί του. Μου 'λειψε πολύ. Δεν ερχόταν να με δει κι εγώ περίμενα στο παράθυρο, θυμάμαι, τα Σάββατα, μέχρι να νυχτώσει, ίσως έρθει έλεγα μέσα μου, ίσως το απόγευμα, ίσως το βράδυ. Δεν ερχόταν όμως ποτέ».

Η Μαργαρίτα δεν ήταν μόνη όλο αυτό τον καιρό. Την επισκέπτονταν τακτικά οι ήρωες των βιβλίων που διάβαζε, οι «χάρτινοι» φίλοι της: ο Προυστ, ο Ζιντ, ο Ζενέ, ο Τζόις, ο Κάφκα, ο Φόκνερ, η Μποβουάρ ήταν καθημερινά στο κρεβάτι της. Συζητούσε μαζί τους, έκανε έρωτα μαζί τους, ζούσε μαζί τους. Αφού δεν γινόταν να ζήσει με τη μητέρα της και δεν την άφηναν να ζήσει με τον πατέρα της. Η Καραπάνου έκανε λογοτεχνία τη ζωή της με τα πιο απλά υλικά, τα μικρότερα φυλλαράκια, τις αθωότερες προτάσεις - που είναι και οι δυσκολότερες. Και την έφτασε σ' ένα στάδιο όπου κανείς δεν μπορεί να κάνει πίσω. Είναι εκεί που βλέπεις από μακριά τα φώτα να σε στραβώνουν και καταλαβαίνεις ότι έχεις διανύσει τη διαδρομή και πλησιάζεις -μόνος, αλλά πλησιάζεις- στο μέρος εκείνο όπου έχουν κατασκηνώσει τα όνειρά σου.

Τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς διαβάζοντας τα ημερολόγια και τις επιστολές ενός «αιώνιου» κοριτσιού που ζούσε μέσα στα σαγόνια της αρρώστιας και ήθελε να την ξεπεράσει με τις λέξεις, γιατί εν αρχή ην ο λόγος, νυν και αεί; Τι μπορείς να πεις για μια γυναίκα-παιδί, μια τεράστια συγγραφέα που αντιλαμβάνεται την παιδική της ηλικία ως ένα καθημερινό έγκλημα; Οτι η ζωή είναι αγρίως απίθανη; Οτι σημασία έχει ν' αγαπάς; Μήπως ότι όταν δεν έχουμε αυτό που αγαπάμε, πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε αυτό που έχουμε;

Κάποια ισοβίτισσα στη Νέα Υόρκη, που βρήκε την «Κασσάνδρα...» στη βιβλιοθήκη της φυλακής της και τη διάβασε, έγραψε στην Καραπάνου: «Πέρασα κι εγώ τα ίδια με σας. Εγώ κατέληξα στη φυλακή, εσείς γίνατε συγγραφέας». Ηταν η ίδια φυλακή. Αυτή της καταδίκου, με αυτήν του συγγραφέα. Η Μαργαρίτα το ήξερε καλά. Και η μία και η άλλη. Το είχαν συνομολογήσει.

-«Μαμά, έχασα την ουρά μου», είπε η μικρή Μαργαρίτα, και πήγε κλαίγοντας να τη βρει.

-«Γιατί κλαις, Μαργαρίτα», είπε ο Θεός.

-«Είναι οι συλλαβές», είπε η Μαργαρίτα. «Πονάω, όταν κόβω τις λέξεις στη μέση».

-«Θα συνηθίσεις», είπε ο Θεός. «Με τον καιρό, θα συνηθίσεις»



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=25581

Δεν υπάρχουν σχόλια: