Όποιος γράφει δεν είναι ποτέ αρκετά μόνος, γι αυτό και δεν είναι ποτέ αρκετή
η ησυχία που τον περιβάλλει· ακόμα και η νύχτα, δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα.
- ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ στη ΦΕΛΙΤΣΕ ΜΠΑΟΥΕΡ
ΟΡΚΙΣΤΗΚΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΡΑΨΩ ονόματα και θα το κάνω. Όχι για να προστατεύσω τον εαυτό μου – ούτως ή άλλως δεν ανήκω στα χαϊδεμένα παιδιά της «εξέδρας» - αλλά για να τηρήσω τη δεοντολογία. Αισθάνομαι όμως ότι πρέπει να πω κάποια πράγματα. Σ’ αυτό το χώρο υπάρχουν πολλά που ενοχλούν πολλούς και αποσιωπούνται· λες και υπάρχει μια αόρατη συμφωνία – συμφωνία τιμής, θα την έλεγαν οι μαφιόζοι – να μη θιγούν πρόσωπα και πράγματα «ιερά». Γνωρίζουμε όσους δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε αυτούς που αξίζει να γνωρίζουμε. Ο χώρος του βιβλίου έγινε λάιφ στάιλ εκπομπή.
Καταντήσαμε να ονομάζουμε συγγραφέα κάποιον που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό του και γράφει αποκλειστικά μυθιστορήματα – άντε, και κάνα διήγημα, με την γνωστή συνταγή και μια χιλιοειπωμένη ιστοριούλα. Όλα τα υπόλοιπα είδη αφηγηματικού λόγου τα εξορίσαμε. Τα στείλαμε για εξακρίβωση. Γιατί; Επειδή δεν πουλάνε. Ποιος ρυθμίζει τις τύχες ενός προϊόντος στην αγορά; Οι παραγωγοί του, δηλ. οι εκδότες. Μπορούν αυτό να το κάνουν μόνοι τους; Όχι, χρειάζονται και τους κριτικούς. Και εδώ ξεκινάει το γαϊτανάκι της μεγάλης παρεξήγησης.
Στον ειδικό τύπο υπάρχει περίσσευμα στόμφου, περίσσευμα αυταρέσκειας, περίσσευμα αποτυχημένης δημιουργίας. Πλαστικό χιούμορ. Πολλές διαπροσωπικές σχέσεις. Διαψευσμένα όνειρα, μέτριοι κύκλοι ζωής. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η κριτική βοηθάει. Εγώ πιστεύω ότι παραπλανά –ίσως χωρίς να το θέλει. Οδηγεί κάπου και αυτό το κάπου μπορεί να είναι το πουθενά: Ένα πουθενά που κοιτάζεται αυτάρεσκα στον καθρέφτη και καμαρώνει τις μεγαλόσχημες λέξεις του· σαν τις γυναίκες που ενθουσιάζονται με τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους. Υπάρχουν σπουδαίοι κριτικοί, αλλά είναι λίγοι. Η πλειοψηφία είναι αυτή που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Που χρησιμοποιεί το ορίτζιναλ για να παράγει το ιμιτασιόν. Και σε αυτήν, δυστυχώς, ανήκουν οι μέτριοι, οι εμπαθείς, οι βλεφαρίδες. Η αποτίμηση ενός έργου κινδυνεύει να γίνει απομίμηση στα χέρια τους. Δεν λέω ότι δεν χρειάζεται αποτίμηση. Αλλά να γίνεται στο σπίτι μας, στο μυαλό μας, στις συνειδήσεις μας. Η επί αμοιβή αποτίμηση μιας δημιουργικής προσπάθειας εμπεριέχει κινδύνους. Ιδίως, όταν προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες μεταξύ του γράφοντος, του εκδότη και των διαφημιστικών υποχρεώσεων που προκύπτουν ενδιάμεσα.
Πως θα γίνει όμως γνωστό ένα έργο; Με ποιο τρόπο μπορεί να φτάσει στο κοινό;
Πολλοί κριτικοί γνωρίζουν μόνον όσους είναι εύκολο να εξηγήσουν. Ό, τι δεν καταλαβαίνουν, ό, τι δεν μπορούν να κατατάξουν ειδολογικά, το αποσιωπούν. Και βαπτίζονται «έγκυροι». Πολλοί συγγραφείς – για να πάρουμε και το σινάφι μας -, από μια στρεβλή άποψη περί δημοσιότητας, επιλέγουν την θεματολογία τους και κυρίως την μορφή που θα έχει το έργο τους από τις περιορισμένες απαιτήσεις ενός ανεκπαίδευτου κοινού. Και βαπτίζονται «ευπώλητοι». Και πολλοί εκδότες, εκδίδουν συλλήβδην μυθιστορήματα λαμβάνοντας υπ όψιν μόνον δυο παραμέτρους: Το γεγονός ότι πρόκειται για μυθιστόρημα και το όνομα του συγγραφέα. Και βαπτίζονται «μεγάλοι». Καμία διάθεση για νεωτερικότητα, κανένας άνεμος ανανέωσης. Από πουθενά. Μόνη προϋπόθεση η ευκολία – όλων των πλευρών. Μην αναφέρουμε τους παρατρεχάμενους, τα παπαγαλάκια, τους αγγελιαφόρους ειδικών αποστολών. Μ’ αυτά όλα φτάσαμε αισίως το 2007 τους 10.000 τίτλους. Αριθμός που τρομάζει για την ευκολία του εγχειρήματος.
Αν ζούσε σήμερα ο Φλωμπέρ, με την δυστροπία που τον διέκρινε στο τελικό κείμενο, θα παρέδιδε, νομίζω, ένα βιβλίο κάθε επτά χρόνια. Και αν. Μπορούμε να φανταστούμε – με τις ανάλογες χρονικές και τοπικές αναγωγές – τον Λώρενς Ντάρελ να συμμετέχει σε εβδομαδιαία σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Τον Φερνάντο Πεσσόα να δίνει το παρών σε κοινωνική εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος; Τον Χένρι Τζέημς να διαπραγματεύεται σε κοκτέηλ πάρτι επιχειρηματικού παράγοντα την έκδοση του καινούργιου του βιβλίου; Τον Μορίς Μπλανσό να εμφανίζεται σε τηλεοπτικό πάνελ;
Οι απαντήσεις είναι προφανείς. Οι λέξεις είναι σοβαρότερη υπόθεση από την δημόσια εικόνα αυτού που τολμά να τις χαράξει στο χαρτί. Αυτές είναι η δημόσια εικόνα του. Από αυτές κρίνεται. Σε αυτές οφείλει ό, τι οφείλει. Ο Μπόρχες έλεγε συχνά ότι η ύπαρξη των λέξεων ήταν το κεντρικό γεγονός της ζωής του. Υπάρχει σήμερα παρόμοιος σεβασμός;
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 18/12/2007
η ησυχία που τον περιβάλλει· ακόμα και η νύχτα, δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα.
- ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ στη ΦΕΛΙΤΣΕ ΜΠΑΟΥΕΡ
ΟΡΚΙΣΤΗΚΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΡΑΨΩ ονόματα και θα το κάνω. Όχι για να προστατεύσω τον εαυτό μου – ούτως ή άλλως δεν ανήκω στα χαϊδεμένα παιδιά της «εξέδρας» - αλλά για να τηρήσω τη δεοντολογία. Αισθάνομαι όμως ότι πρέπει να πω κάποια πράγματα. Σ’ αυτό το χώρο υπάρχουν πολλά που ενοχλούν πολλούς και αποσιωπούνται· λες και υπάρχει μια αόρατη συμφωνία – συμφωνία τιμής, θα την έλεγαν οι μαφιόζοι – να μη θιγούν πρόσωπα και πράγματα «ιερά». Γνωρίζουμε όσους δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε αυτούς που αξίζει να γνωρίζουμε. Ο χώρος του βιβλίου έγινε λάιφ στάιλ εκπομπή.
Καταντήσαμε να ονομάζουμε συγγραφέα κάποιον που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό του και γράφει αποκλειστικά μυθιστορήματα – άντε, και κάνα διήγημα, με την γνωστή συνταγή και μια χιλιοειπωμένη ιστοριούλα. Όλα τα υπόλοιπα είδη αφηγηματικού λόγου τα εξορίσαμε. Τα στείλαμε για εξακρίβωση. Γιατί; Επειδή δεν πουλάνε. Ποιος ρυθμίζει τις τύχες ενός προϊόντος στην αγορά; Οι παραγωγοί του, δηλ. οι εκδότες. Μπορούν αυτό να το κάνουν μόνοι τους; Όχι, χρειάζονται και τους κριτικούς. Και εδώ ξεκινάει το γαϊτανάκι της μεγάλης παρεξήγησης.
Στον ειδικό τύπο υπάρχει περίσσευμα στόμφου, περίσσευμα αυταρέσκειας, περίσσευμα αποτυχημένης δημιουργίας. Πλαστικό χιούμορ. Πολλές διαπροσωπικές σχέσεις. Διαψευσμένα όνειρα, μέτριοι κύκλοι ζωής. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η κριτική βοηθάει. Εγώ πιστεύω ότι παραπλανά –ίσως χωρίς να το θέλει. Οδηγεί κάπου και αυτό το κάπου μπορεί να είναι το πουθενά: Ένα πουθενά που κοιτάζεται αυτάρεσκα στον καθρέφτη και καμαρώνει τις μεγαλόσχημες λέξεις του· σαν τις γυναίκες που ενθουσιάζονται με τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους. Υπάρχουν σπουδαίοι κριτικοί, αλλά είναι λίγοι. Η πλειοψηφία είναι αυτή που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Που χρησιμοποιεί το ορίτζιναλ για να παράγει το ιμιτασιόν. Και σε αυτήν, δυστυχώς, ανήκουν οι μέτριοι, οι εμπαθείς, οι βλεφαρίδες. Η αποτίμηση ενός έργου κινδυνεύει να γίνει απομίμηση στα χέρια τους. Δεν λέω ότι δεν χρειάζεται αποτίμηση. Αλλά να γίνεται στο σπίτι μας, στο μυαλό μας, στις συνειδήσεις μας. Η επί αμοιβή αποτίμηση μιας δημιουργικής προσπάθειας εμπεριέχει κινδύνους. Ιδίως, όταν προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες μεταξύ του γράφοντος, του εκδότη και των διαφημιστικών υποχρεώσεων που προκύπτουν ενδιάμεσα.
Πως θα γίνει όμως γνωστό ένα έργο; Με ποιο τρόπο μπορεί να φτάσει στο κοινό;
Πολλοί κριτικοί γνωρίζουν μόνον όσους είναι εύκολο να εξηγήσουν. Ό, τι δεν καταλαβαίνουν, ό, τι δεν μπορούν να κατατάξουν ειδολογικά, το αποσιωπούν. Και βαπτίζονται «έγκυροι». Πολλοί συγγραφείς – για να πάρουμε και το σινάφι μας -, από μια στρεβλή άποψη περί δημοσιότητας, επιλέγουν την θεματολογία τους και κυρίως την μορφή που θα έχει το έργο τους από τις περιορισμένες απαιτήσεις ενός ανεκπαίδευτου κοινού. Και βαπτίζονται «ευπώλητοι». Και πολλοί εκδότες, εκδίδουν συλλήβδην μυθιστορήματα λαμβάνοντας υπ όψιν μόνον δυο παραμέτρους: Το γεγονός ότι πρόκειται για μυθιστόρημα και το όνομα του συγγραφέα. Και βαπτίζονται «μεγάλοι». Καμία διάθεση για νεωτερικότητα, κανένας άνεμος ανανέωσης. Από πουθενά. Μόνη προϋπόθεση η ευκολία – όλων των πλευρών. Μην αναφέρουμε τους παρατρεχάμενους, τα παπαγαλάκια, τους αγγελιαφόρους ειδικών αποστολών. Μ’ αυτά όλα φτάσαμε αισίως το 2007 τους 10.000 τίτλους. Αριθμός που τρομάζει για την ευκολία του εγχειρήματος.
Αν ζούσε σήμερα ο Φλωμπέρ, με την δυστροπία που τον διέκρινε στο τελικό κείμενο, θα παρέδιδε, νομίζω, ένα βιβλίο κάθε επτά χρόνια. Και αν. Μπορούμε να φανταστούμε – με τις ανάλογες χρονικές και τοπικές αναγωγές – τον Λώρενς Ντάρελ να συμμετέχει σε εβδομαδιαία σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Τον Φερνάντο Πεσσόα να δίνει το παρών σε κοινωνική εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος; Τον Χένρι Τζέημς να διαπραγματεύεται σε κοκτέηλ πάρτι επιχειρηματικού παράγοντα την έκδοση του καινούργιου του βιβλίου; Τον Μορίς Μπλανσό να εμφανίζεται σε τηλεοπτικό πάνελ;
Οι απαντήσεις είναι προφανείς. Οι λέξεις είναι σοβαρότερη υπόθεση από την δημόσια εικόνα αυτού που τολμά να τις χαράξει στο χαρτί. Αυτές είναι η δημόσια εικόνα του. Από αυτές κρίνεται. Σε αυτές οφείλει ό, τι οφείλει. Ο Μπόρχες έλεγε συχνά ότι η ύπαρξη των λέξεων ήταν το κεντρικό γεγονός της ζωής του. Υπάρχει σήμερα παρόμοιος σεβασμός;
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 18/12/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου