ΤOTE. Τα άφησα όλα να συμβούν. Έγιναν όλα κάτω από τα μάτια μου, τότε. Που τίποτε πια δεν γινόταν και κανείς, πουθενά, ποτέ, κανείς δεν ερχόταν, κανείς δεν έφευγε, γιατί είναι μετά. Τότε γύρισα τη σελίδα του κόσμου μέσα μου και έκανε ένα θόρυβο. Σα να γκρεμιζόταν ο χρόνος. Χρόνος υπάρχει μόνο πριν και μετά τα πράγματα. Στη διάρκειά τους γκρεμίζεται - εισβάλει μέσα η μουσική, σα ρυάκι.
Μια παρτίδα από φως συνεχίζει να φυσάει πάνω στα γερμένα σώματα των ανθρώπων: σαν μιγαδικός αριθμός. Για να γίνει πραγματική πρέπει το φανταστικό της να είναι ίσο με το μηδέν. Η εξίσωση δεν μπορεί να επιλυθεί, έγιναν όλα χθες. Όλα έγιναν όπως έγιναν επειδή δεν έγινε τίποτε, επειδή δεν υπάρχει κάτι να γίνει χθες, έγιναν όλα σα να μην έγιναν, σ’ αυτή την κατάσταση ό,τι κι αν γίνει είναι σαν να μην έγινε ποτέ.
Ένα παιδί με άλλα μαλλιά στέκει βουβό μπροστά στα χαλάσματα. Έχει βγει από το εξώφυλλο ενός δίσκου και με κοιτάζει. Άλλη κατάσταση, άλλη ζωή. Ακούγονται τα ντραμς σαν επιτάφιος - συνοδεία πνευστών. Τι κάνεις εκεί; Πεθαίνω. Ο μαύρος μπλουζίστας που λεγόταν Άλμπερτ Κίνγκ έσυρε δυο βήματα μπροστά, έκανε μια υπόκλιση που ήταν τελετουργία. Έβγαλε το στρατιωτικό του πηλίκιο και μου είπε: Θα παίξω τα μπλουζ για σένα.
Μετά ακούστηκε κάτι σαν ποδοβολητό – ήταν οι ψυχές των ανθρώπων που απομακρύνονταν. Έβγαιναν σε κοπάδια, αλλά έφεγγαν, και τις στόλιζε ένα φως τελευταίο. Καμία κιθάρα, κανένα στεφάνι εκεί. Ο άνεμος σκόρπιζε τις πεταμένες λέξεις, τις έκανε πέτρα, χωμάτινη σκόνη, άρωμα φυσαρμόνικας. Και ρίζωσαν.
Έχει κρύο εδώ, δεν μπορώ να βρω την ομπρέλα μου. Τα πόδια μου έγιναν βατραχοπέδιλα. Είναι τόσο εκπληκτικά λίγος ο δρόμος, σαν το διάστημα που σέρνεται η βελόνα όταν το βινύλιο έχει τελειώσει. Ο κόσμος είναι μια βελόνα που σέρνεται. Μια άνευ σημασίας αυλακιά, μετά το τέλος της μουσικής. Σκρατς, σκρατς.
Και άρχισαν. Συνέβησαν πρώτα με μια σειρά ενδεικτική: λίγα κομμάτια θάλασσα, δυο-τρεις παράγκες από ανθεκτικό γκρι, κάποια εγκαταλειμμένα πορτραίτα – κυρίως μουσικών. Εκεί που αποδημούσαν τα ακροατήρια, πίσω από τον χαλασμένο ίσκιο των ανθρώπων, μια βιογραφία ξεφύτρωνε από το τέλος. Ήταν η βιογραφία της φωνής σου.
Θυμήθηκα πώς χορεύαμε με το μαχαίρι στο λαιμό και λικνιζόταν η μουσική πάνω στη λεπίδα σαν τρεις διαστάσεις, σαν μπαμπάκι πάνω στο κομμένο τμήμα του δέρματος κι ερχόταν ένα μπλε φως από μακριά, σαν προβολέας για τη συναυλία του έρωτα. Εκεί δεν υπάρχει ανκόρ, ή όλα ή τίποτα. Δηλαδή, τίποτα. Μόνο μπαμπάκι.
Σε ρώτησα πώς πεθαίνουν οι θάνατοι και μου είπες από ζωή. Γιατί από ζωή τρέφονται.
Σταύρος Σταυρόπουλος
(από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ που ετοιμάζεται)
http://efimeriesoneirou.blogspot.gr/2012/09/blog-post_17.html
2 σχόλια:
Διαβάζω διαρκώς το κείμενό σου. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου. Γέμισαν αριθμούς, ομπρέλες, βινύλια.
Αλλά κυρίως γέμισαν ζωή.Θανατηφόρα.
Οι ομπρέλες. για να μην χρειάζονται τα βατραχοπέδιλα. Οι αριθμοί, για να θυμόμαστε. Και τα βινύλια, για να σβήνουν. Να σβήνουν ζωές. Πεθαμένες. Μηχανές απολέπισης. Απολύπησης. Απολείπειν.
Σ' ευχαριστώ, Μαριλού.
Δημοσίευση σχολίου