Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΜΑΖΙ ΠΟΤΕ



Συνέβη συγκλονισμένος να δει το έβδομο πρόσωπο του θανάτου πάνω στις κουρτίνες του υπνοδωματίου τυλιγμένο με γάζες παλιάς τέχνης. Ένα μεγαλειώδες κενό, όπως η πτώση που οι ψυχές ανατέλλουν αγκαλιασμένες σ’ ένα ποτέ.

Εκατέβη το τέλος και συμπλήρωσε την κενή θέση ανάμεσά τους. Το πήραν αγκαλιά και άρχισαν όρθιοι να χαϊδεύουν με έναν οίστρο και ξαφνικά από τα ξέφτια των χαδιών γεννήθηκε ένα άλλο τέλος, σαν οριστικό και έρημα τα σώματα έφυγαν προς τα επάνω.

Θα ήθελε να κρατήσει αυτή την ανάποδη πτώση που ανέβαινε. Όλο ανέβαινε σαν απροστάτευτη φωτογραφία στα μάτια του. Θα ήθελε να καούν και ο αέρας που έλειπε φωτιά. Τα καλώδια μύριζαν λάδι. Άκουσε το πολύτιμο κλάμα της να της σκίζει την κοιλιά και από μέσα έβγαιναν αγορασμένοι πεζοναύτες και περικύκλωσαν τη λεκάνη που ένωνε τους δυο μηρούς και έλεγαν όχι άλλο εδώ.

Η επιδερμίδα, ένας δαιμονισμένος άγγελος φούσκωνε ως τα απάτητα και άντεχε. Ανατρίχιαζε που αισθανόταν το όριό της. Ζούμε το όριό μας, είπε.

Το όριο του ανθρώπου είναι το όριο της πτώσης του. Κάθε άνθρωπος είναι μια εκδοχή πόνου. Από εκεί βγαίνουν αόρατοι οι δολοφόνοι με ασπρόμαυρα πρόσωπα και σηκωμένους γιακάδες. Από κει, από το αδιαπέραστο αυτό βάθος, εγεννήθη η έρημος των ανθρώπων.

Ακούμπησαν κάθε γυαλιστερό τους όργανο, συναντώντας τη νέα αναπνοή. Έσβησαν τα χνώτα τους κάποτε. Από μέσα. Ηρέμησαν, και σαν σκουριασμένα έσπασαν τη λύπη στα δυο.

Έμειναν δυο πεθαμένα μέρη: Το μέρος που δεν ήταν αυτή σε αυτόν και το μέρος που δεν ήταν αυτός σε αυτήν.

Μια χωρισμένη γη ούρλιαζε για την ένωση.


(απόσπασμα από το βιβλίο ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ. Οξύ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: