Κοιτάζω ψηλά, ένα φεγγάρι παίρνει ρεύμα για να φωτίζει συνέχεια, ανάβει τα πρόσωπα των νεκρών που περνούν. Η βροχή τα σβήνει. Κοροϊδεύει τη νύχτα. Πέφτει σε κάθετες, διαφανείς λωρίδες. Θέλω να φυλάξω μερικές στη τσέπη μου, αλλά λειώνουν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ποτέ;
Πάνω στη παλάμη μου έχει μείνει τώρα ένα ρυάκι. Το φυσάω με όλη μου την αναπνοή, το ζεσταίνω, προσπαθώ να το διατηρήσω στη ζωή.
Αυτό κυλάει. Και χάνεται.
Το τζουκ μποξ της νύχτας παίζει τραγούδια που έχουν σχέση με τη βροχή: November rain, Have you ever seen the rain, Rain and tears. Λάμπουν όπως το νερό πάνω στα αυλάκια του βινυλίου.
Ανοίγω τα χέρια μου για να υποδεχτώ τον στρατό των γραμμών που επελαύνουν, τους διαφανείς νάνους με την υγρασία στα μάτια που αυτοκτονούν ένας ένας. Τους αγκαλιάζω, περιορίζω την πτώση τους. Τα τραγούδια τελειώνουν.
Ξαφνικά, έχω χιλιάδες νεκρούς που κολλάνε στο μπλουζάκι μου, γλείφουν τα χείλη μου ζητώντας βοήθεια. Πέφτουν, δεν θα ξανασηκωθούν ποτέ.
Φιλάω τη βροχή για τελευταία φορά, πεθαίνει μέσα στα χέρια μου. Νε με κιτ πα. Σκηνές αποχαιρετισμού. Πότε θα’ ρθεις να πάρεις τη βροχή από πάνω μου; Το σώμα μου γέρασε δίχτυα. Κολυμπάω στην υγρασία του, σε αυτό που υπήρχε πριν γίνω σώμα. Πρόκειται για δυστύχημα των σταγόνων, οι λαμαρίνες τους έχουν στραπατσαριστεί. Από δω κι από κει, περισσεύεις εσύ. Εγώ, ακρωτηριασμένος. Διαμπερής.
Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι. Καταστράφηκαν από τότε που ήμουν παιδί.
(απόσπασμα από το βιβλίο ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΕΚΔ. ΟΞΥ, 2011)
2 σχόλια:
Ξεκίνησα θέλοντας να σου αφήσω ένα σχόλιο. Διάβαζα ξανά και ξανά το κείμενο της ανάρτησης αλλά κι ολόκληρο το κείμενο από το βιβλίο.
Κόλλησαν τα μάτια μου στο χαρτί. Μετά στην οθόνη. Ένας ολόκληρος στρατός από βροχή γέμισε τα μάτια μου, την οθόνη, το βιβλίο.
Είναι πολύ όμορφο αυτό που λες, Μαρία. Και πολύ αληθινά ανθρώπινο.
Σ' ευχαριστώ πραγματικά.
Δημοσίευση σχολίου