Μπαίνοντας, αυτό που αντίκρισα ήταν της ψυχής. Βαθύ, με μυρωδιά ιωδίου. Ο σκοτεινός μαγνήτης της τόξευε τα συμμετρικά όπλα του εναντίον μου. Ήταν βαλσαμωμένα πάνω στους ανοιχτούς προορισμούς του προσώπου σου.
Αίφνης, μου επετράπη η κίνηση. Μου ανετέθη το μέλλον. Περπάτησα πάνω στη χαρά για να συναντήσω τη λύπη. Το μπλε της άλλαζε συχνά σε κόκκινο· όποτε μέσα της κόχλαζε η χαρά.
Είχα δηλώσει τον θάνατο στο διαβατήριό μου. Προστατευόμενο μέλος.
Αργότερα, είδα τον ορίζοντα να γέρνει πάνω απ’ την πλατεία. Βούλιαξε σα καράβι. Μετά τα μάτια σου – ένα άσπρο πανί. Πίσω τους χόρευαν οι φιγούρες. Τα ανήλικα όνειρα. Οι άγουρες, αχόρταστες γεύσεις.
Κύλησε λίγο φως. Έσταξε στο πάτωμα. Σαν Κυριακή της παιδικής ηλικίας. Το μάζεψα. Η Μαυρομιχάλη κυμάτισε για ελάχιστα δευτερόλεπτα κάτω απ’ το νερό κι έπειτα εξαφανίστηκε. Βυθίστηκε στον εαυτό της.
Το πριν σα να μην ήταν. Σα να μην έγινε ποτέ.
1 σχόλιο:
Επιστροφή. Όλα.
Δημοσίευση σχολίου