Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΕΝΘΟΣ ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ




Ο ποιητής έχει μοναδικό σκοπό να οικοδομήσει έναν κόσμο έξω από χώρο και χρόνο, όπου όλα παρέχονται ως τετελεσμένη ολότητα, το πράγμα χωρίς περιβάλλον και το γεγονός χωρίς πριν ή μετά, και η ιδιαιτερότητα της ποιητικής σημασίας θα έγκειτο στο ότι είναι υπαρξιακή, περιπαθής. Στον αντίποδα της καθημερινής γλώσσας, που νοεί τα πράγματα ως καθαρές σχέσεις, η ποίηση δεν αναφέρεται στην ενσωματωμένη εμπειρία, αλλά στην ωμή και αφελή εμπειρία.

                                                                                         Jean Cohen[1]

Στην Πράξη εξαφάνισης που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη, μια ποιητική συλλογή όπου το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο «Επίλογος» ενώ το τελευταίο τιτλοφορείται «Πρόλογος», ο Σταύρος Σταυρόπουλος, καταλύοντας συχνά τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες της γλώσσας προκειμένου να επανεφεύρει εξ αρχής το νόημα, παγιδεύεται μέσα στον αέναο κύκλο των πρωταρχικών δυνάμεων του σύμπαντος, της ζωής και του θανάτου, του καλού και του κακού, στο πλαίσιο ενός ερωτικού διαλόγου με μια απουσία περισσότερο παρά με μια παρουσία, αναμετρώμενος με την αδυνατότητα ή την απολυτότητα της μεταμόρφωσης του αγαπημένου σώματος σε μια ποιητική μούσα.
«Αλλά φοβόταν τη ζωή», γράφει ο Σταυρόπουλος στο τέλος του μικρού κειμένου με το οποίο προλογίζει τα ποιήματά του. «Γιατί η ζωή της έπαιρνε όσο θάνατο είχε απομείνει και τον λιγόστευε. Γιατί έχασε τόσο άδικα το θάνατο μέσα απ’ τα χέρια της».
«Το όνομα μπορεί να πάει παντού, το σώμα όχι», παραθέτει ο ποιητής στην αρχή της συλλογής του από την Ελένη του Ευριπίδη. Και εάν η λέξη είναι ο θάνατος του πράγματος, όπως έλεγε ο Λακάν, ο Σταυρόπουλος μετατρέπει την ίδια την οδύνη αυτού του πένθους σε δημιουργό αιτία της συγγραφικής διαδικασίας όσο και της ανάλογης ζωογόνησης του ιδεώδους του ερωτικού πόθου. Στην επιφάνεια του καθρέφτη των στίχων του, ο ποιητής τεμαχίζει το είδωλό του ως έγχρονου υποκειμένου, συνημμένο στο ερώμενο σώμα, για να του επιστραφεί ως ολοκληρωμένο, ιδανικό ποιητικό του Εγώ.

«Αρκεί μόνο, μέσα σε μια αστραπή, να δω τον άλλον να ’χει πάρει την όψη ενός αδρανούς, ταριχευμένου, θα ’λεγα, αντικειμένου, για να με κάνει να μεταθέσω τον πόθο μου από αυτό το εκμηδενισμένο αντικείμενο στον πόθο μου τον ίδιο», γράφει ο Ρολάν Μπαρτ στα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου. «Ποθώ τον πόθο μου – το αγαπημένο πλάσμα δεν είναι πια το έρεισμά του. Μεθώ στην ιδέα μιας τόσο σπουδαίας υπόθεσης, που αφήνει μίλια πίσω της το πρόσωπο που κατέστησα πρόσχημα γι’ αυτήν».[2]

Μέσα από τους στίχους του, ο Σταυρόπουλος στήνει το σκηνικό της εξαφάνισης τόσο του αντικειμένου του πόθου όσο και της συμβολοποίησης, ή και ιεροποίησης, της ζωϊκής, ζωτικής επιθυμίας, με τρόπο που να καθιστά πρωταγωνιστή την αναπαράσταση της εμπειρικής παθολογικής κατάστασης του ανθρώπου, όπως έγραφε ο Γκαίτε για τον ρόλο της ποίησης εν γένει.[3] «Υπάρχω ερήμην μου / Χωρίς λέξεις ωραίες» διαβάζουμε στη σελίδα 18. «Μόνο για να σε πω / Με όλα τα ονόματα / Που προδίδεις // Κανένα δεν στέριωσε // Κανένα δεν βρέθηκε / Αντάξιο ενός αληθινού ζώου / Να σε καρφώσει πάνω στα γράμματα / Να σε κάνει ανεξίτηλα δίκαιη / Μπροστά στο χαρτί / Μελάνι / Που έχασε τη ζωή της / Σε δυο διαφορετικές τραγωδίες».
Ή αλλού: «Και οι άγραφες ακόμα λέξεις / Των βιβλίων μας / Άλλαζαν κάθε τόσο πλευρό // Προσπαθώντας να βολευτούν / Στο κρεβάτι μας».

«Εφόσον τα πάντα ουσιαστικά είναι υποκειμενικά», γράφει ο Πεσόα, «ένα δημιούργημα του σύμπαντος είναι, καθαυτό, το ίδιο το σύμπαν, κάθε άνθρωπος είναι ουσιαστικά δημιουργός. Πρέπει μάλιστα να ξέρει ότι είναι δημιουργός, και να ξέρει να δείχνει ότι το ξέρει. Αν η φράση αυτή είναι βαθυστόχαστη, τότε είναι αυτό που ονομάζουμε ποίηση».[4] Και στην Πράξη εξαφάνισης, ο ποιητής ακυρώνεται ως δημιουργικό υποκείμενο για να αναδυθεί ως Δημιουργός του ίδιου του ποιητικού αιτίου ως απόλυτης κοσμογονικής αρχής, μέσα από τις δυνάμεις του φωτός και του σκότους.

Σε παρόμοιο πλαίσιο, ο Σταυρόπουλος χρησιμοποιεί συχνά τη συμβολική του νερού καθόλη την έκταση της ποιητικής του συλλογής, ενώ ένα κομμάτι της τιτλοφορείται «Η εποχή της βροχής». Την αναφορά, γενικότερα, στο υγρό στοιχείο – ένα στοιχείο που συμπληρώνει την κοσμογονική επίδραση της φωτιάς – τη συναντάμε συχνά στην προσωκρατική φιλοσοφία, και κυρίως στον Θαλή, που πίστευε ότι το ύδωρ είναι η αρχή των πάντων. Η αρχαία μυθολογία, από την άλλη, έχει πολλούς και ωραίους μύθους σχετικά με λίμνες και ποτάμια. Σε έναν τόπο όπου κυριαρχεί το υγρό στοιχείο, όπου νερά τρέχουν, κυλούν και γονιμοποιούν τη γη, τα ποτάμια, τα πέλαγα και οι θάλασσες γίνονται θεοί, συνδέοντας το ιερό με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Μια τέτοια έννοια θείας επιφάνειας διατήρησε διαχρονικά η συμβολική του υγρού στοιχείου, που συνδέθηκε επιπλέον και με μια απόκρυφη μυστική ενόραση, αφού το υγρό στοιχείο είναι (στη φυσική του φαινομενικότητα) εκείνο που συνδέει το χθόνιο με το υποχθόνιο, ενώ ο ποταμός έγινε μυθολογικά το πέρασμα από το εγκόσμιο στο επέκεινα, και η θάλασσα, θεολογικά, το σημείο όπου συγκλίνουν όλα τα ποτάμια (όλοι οι «δρόμοι της ζωής»). Ήδη, η ηρακλείτεια μεταφορά του ποταμού εξεικονίζει την ασυνέπεια και την ασυνάφεια που χαρακτηρίζουν τη σχέση ανθρώπου και ιστορίας, καθώς και το ασύμπτωτο του φαίνεσθαι με το είναι. Όλα αλλάζουν παραμένοντας τα ίδια, και όλα διατηρούν την ταυτότητά τους μεταβαλλόμενα απεριόριστα. Η εικόνα του υγρού στοιχείου ως η απόλυτη ασυμμετρία μορφής και περιεχομένου ανακαλεί στην πραγματικότητα το ζήτημα της «μεταμόρφωσης» μέσα στο χρόνο, το ανερμήνευτο του πλέγματος που παράγει τις οντολογικές σημασιοδοτήσεις.

Κλείνω με δύο αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή του Σταυρόπουλου, ενδεικτικά της οργασμικά και οργανικά σπειροειδούς κίνησης τού αντεστραμμένου του χρόνου: «Όλα είναι ερημιά ερημιά ερημιά ερημιά μου είπε / Φορούσε άσπρη στολή βιβλίου / Και κατευθυνόταν ολοταχώς / Προς την παιδική μου ηλικία // Με αυτό τον τρόπο τελείωσε». «Ήταν ένας αυτός / Και μία αυτός / Πάλι ένας / Απλώς η ζωή τον τιμώρησε / Και του άφησε τα μάτια της // Οι ταινίες πρέπει να τελειώνουν είπε / Έστω και στα τυφλά».[5]

[info: για την ποιητική συλλογή «Πράξη εξαφάνισης» του Σταύρου Σταυρόπουλου, εκδ. Σμίλη]

[1] Από το Le haut language. Théorie de la poétique. Παρίσι: Flammarion, 1966. Παρατίθεται στο Maurice Delcroix, Fernand Hallyn, Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, μτφρ. Ι.Ν. Βασιλαράκης, Αθήνα: Gutenberg, 2000, σελ. 57.
[2] Ρολάν Μπαρτ, Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, μτφρ. Βασίλης Παπαβασιλείου, Αθήνα: εκδ. Ράππα, σελ. 45.
[3] Σίλλερ – Γκαίτε, Αλληλογραφία, μτφρ. Θανάσης Λάμπρου, Αθήνα: Κριτική, 2001, σελ. 235.
[4] Fernando Pessoa, Λογοτεχνικά δοκίμια, μτφρ. Μαρία Ζ. Παπαδοπούλου, Αθήνα: Printa, 2006, σελ. 124.
[5] Σ.σ. 41,45.

Ειρήνη Σταματοπούλου
περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες "Ο Αναγνώστης" 
11 Φεβρουαρίου 2017

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ




Δεν υπάρχουν σχόλια: