Λοιπόν, ονειρεύτηκα πως είδα τους ιππότες να έρχονται
φορώντας την πανοπλία τους, λέγοντας κάτι για μια βασίλισσα.
Υπήρχαν χωρικοί που τραγουδούσαν, τυμπανιστές που
χτύπαγαν τα τύμπανά τους, και ο τοξότης που χώρισε στη μέση το δέντρο.
Σαλπίσματα, και φύσαγαν προς την κατεύθυνση του ήλιου που επέπλεε στον αέρα.
Κοιτάξτε την Μητέρα Φύση καθώς τρέχει στην δεκαετία του
εβδομήντα.
Ήμουν ξαπλωμένος σ’ ένα φλεγόμενο υπόγειο με την
πανσέληνο μέσα στα μάτια μου. Ήλπιζα για την αντικατάσταση όταν ο ήλιος θα έσκαγε
μέσα από τον ουρανό. Μια μπάντα παιάνιζε μέσα στο κεφάλι μου κι ένιωθα να
πετάω.
Σκεφτόμουν αυτό που κάποιος φίλος μου είχε πει,
ελπίζοντας πως ήταν ψέμα.
Λοιπόν ονειρεύτηκα πως είδα τα ασημένια διαστημόπλοια να
πετούν στην κίτρινη αχλή του ήλιου. Υπήρχαν παιδιά που έκλαιγαν και χρώματα που
πέταγαν γύρω απ’ τους εκλεκτούς.
Όλασ’ ένα όνειρο,
όλα μέσα στ’ όνειρο. Άρχισαν να φορτίζουν τα όπλα τους. Έριχναν τον ασημένιο
σπόρο της Μητέρας Φύσης σ’ ένα νέο σπίτι στον ήλιο.
Ρίχνοντας της Μητέρας Φύσης τον ασημένιο σπόρο σ’ ένα νέο
σπίτι στον ήλιο.