Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

ΧΡΥΣΑΦΙ




(…)

Εκείνη τη στιγμή ο ήλιος εμφάνισε ένα παιδί. Ήταν ένας γυαλιστερός γλυκύς κόκκινος φόβος και εχώριζε. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος έσπασε την τεράστια μέση της, τέντωσε τα αχόρταγα μέλη της ξέφτια ορθάνοιχτα και κοιτάζουν τον ουρανό. Ένα σαρκώδες τραύμα παγκόσμιο που ήταν αχνίζει και τοποθέτησε το παιδί προσεκτικά, χωρίς να αφήσει δαχτυλιές, σαν κάλυκα μέσα στον ερεθισμένο κόλπο της. Το αποθήκευσε μέσα της μέχρι να λειώσουν. Οι παγωμένοι βουβοί κόσμοι και σαν προστασία. Τυλίχτηκε και το ζέσταινε σαν καινούργιο αυγό. Ρουφούσε τη γέννησή του με ακατάσχετη λαιμαργία και το κατάπινε. Έξω τα πάντα ήταν έξω. Μια απάνθρωπη σελήνη φώτιζε το τοπίο και ήταν γκρι, ανοιχτό κόκκινο που σαν μητέρα το φρόντιζε. Μόνο τα φαντάσματα κάποιων βρεγμένων ανθρώπων έσερναν τις κιθάρες τους κάτω απ’ το νερό με βαριές τιμωρητικές αλυσίδες. Θα έπαιζαν μουσική μπροστά στο άγαλμα ενός Ινδιάνου μάγου. 

Είδα τα καστανόμαυρα μάτια σου, ανυπολόγιστα πραγματικά και επίσημα, αναβόσβησαν σαν φακός κάτω απ’ το νερό.  Έτρεξα προς το μέρος σου με όσα πόδια είχα, με κατοικούν τα πόδια μου να προλάβω τα τέλεια άλματα. Και όλο σβήνεις. Σβήνεις. Ο τραγουδιστής με το γουέστερν καπέλο και την σημαία των Νοτίων πέρασε από μπροστά μου κολυμπώντας μ’ ένα μάλλινο κασκόλ τυλιγμένο γύρω απ’ το λαιμό του. Εσύ σβήνεις.  Έκανε κρύο, ανέβαινε από τις ρίζες της γης και έφτιαχνε μια παγωμένη ελεεινή κρούστα. Και σβήνεις. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος σε μια υπερβολική ένταση – σαν να γεννούσε ανάποδα. Τα φρύδια σηκωμένα, ψηλές περισπωμένες γεμάτες τρόμο. Διέκρινες τις συσπάσεις που έκαναν οι μύες αριστερά και δεξιά του εφηβαίου της. Κάποιος είπε ότι έπρεπε να παραμείνει το συναίσθημα, το άκουσα εις τριπλούν και ερχόταν ένας βρώμικος αντίλαλος ανακατεμένος με νερά λίμνης – ή ήταν χείμαρρος;  θέλω να σε ανέβω, να σε ανέβω, να σε ανέβω πολύ, έλεγε με λυσσασμένη αξιοπρέπεια. Να ανέβω την απουσία σου. Έκανε τόση παγωνιά και προσπαθούσα να ζεσταθώ από την ενέργεια που έβγαζε η προσπάθεια, την πήρα στα χέρια μου και την φύσαγα, φου, φου, φυσούσα με συρμάτινο στόμα, φφφφφου. Σαν παλάτι μεγάλο ασύγκριτο έκανε με πολυελαίους. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος διάβασε τον πολυέλεο ανορθόγραφα με άλφα γιώτα και έγινε εκεί φως, άναψε φως ανελέητο ανάμεσα στις χρυσαφί χαρακιές των χειλιών της, άναψε σαν αναπάντεχο πυροτέχνημα και το παρέλαβα. 

Σαν ανάσταση φάνηκε, τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ’ τα χείλη της να μην σβήσει. Η μικρή βρεγμένη ανάσα της να μην σβήσει ποτέ, σαν γη να μη σβήσει.


(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ που ετοιμάζεται)

 

2 σχόλια:

ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ είπε...

Κάθε φορά που γράφεις, αλλάζουν τα σύνορα των λέξεων. Καταργείται η γεωγραφία των τοπίων. Ο κόσμος αναγεννά κι αναγεννάται.

"Σαν ανάσταση φάνηκε."

Συνέχισε.

Unknown είπε...

Ναι, φάνηκε σαν ανάσταση. Μακάρι και να είναι. Το τέλος του βιβλίου θα μας πει.