Βλέπω τα κτίρια βαλμένα προσεκτικά, σαν πάνω σε ράφι. Εκτίουν την ποινή της σιωπής. Μέσα από την υπερβολικά φορτωμένη βιτρίνα, αναγνωρίζω καθαρά τα ραγίσματα. Μοιάζουν με μέικ απ στο κατεστραμμένο πρόσωπο μιας γηραιάς σταρ. Μόνο η σιωπή υπάρχει σ’ αυτό το μέρος, το γεμάτο με ομιλίες και μουσικές. Άφωνη. Υποτιμημένη. Ανώριμη. Κατέχει εκείνα τα διαμερίσματα της ομορφιάς που ζηλεύω.
Ο κόσμος είναι κλεισμένος απ’ έξω και προσπαθεί με βία να τα ανοίξει. Ανοίγω, έχω το μοναδικό κλειδί. Ένα κοριτσάκι, σαν τελευταία απογραφή του είδους, στέκεται κοντά στο παράθυρο. Φοράει άσπρη, φαρδιά παντελόνα κι ένα ριχτό, άσπρο πουκάμισο. Με ρωτάει συνέχεια για την ηλικία του θανάτου του. Τα μάτια του, μικρές, άσβηστες πέτρες - από πίσω η θάλασσα. Με το παράξενο όνομα Σαντορίνη. Αν βουτήξουμε παρέα, μπορεί να τα καταφέρουμε.
Κάποιος, εδώ και χιλιάδες χρόνια, σφράγισε την νύχτα σ’ ένα μπουκάλι και την άφησε σε κάτι σκοτεινά σκαλιά να μυρίζει. Ό,τι απέμεινε είναι στολισμένο και σαν αρωματική βεντάλια φυσά.
Οι λέξεις έχουν βραχεί. Τα χέρια μου προσπαθούν να γράψουν το αρχαίο γράμμα, η ιστορία δεν τους κάνει τη χάρη.
Αύριο, το απόγευμα θα είναι ατελείωτο, όπως η ζωή. Αυτό μοιάζει με κατάρα. Όταν δεν τρέχει αίμα, απλώς το αναπολείς. Μόνον.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ.Οξύ, 2011)