ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ. Με μια αλύγιστη, υπόδικη ευσυνειδησία. Γερνάω ποιήματα. Στην ίδια μεταξύ διαδρομή. Θα θυμάμαι να επαναλαμβάνω: χαλάσματα. Εν καιρώ πολέμου. Θέλω να φύγω. Πριν με πιει ο καιρός. Δεν έχω πια να αναγγείλω, παρά συμπλοκές.
Μια ζωή, μια πορεία. Χωρίς φώτα. Η πορεία των ανθρώπων. Δεν ήταν η αρχή, αλλά το τέλος. Το ταξίδι του αυτοκράτορα. Στους πάγους, σπασμένο.
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να υπάρχει γιορτή. Δέσε μου τα μάτια. Κάθε εικόνα που βλέπω στειρώνει την ελευθερία μου. Την αισθάνομαι στους ώμους να καίει. Την ακούω. Ανοίγει την πόρτα. Οι μέρες στάζουν αργά προφήτες. Βγάζουν απ' την πρίζα το δέρμα μου. Ασφαλής κατάργηση υλικού. Σε μια άκρη ο Θεός. Καθαρίζει τα νύχια του. Γίναμε πάλι σπίτια αλεξίσφαιρα και πεθαίνουμε περικυκλωμένοι. Γίναμε πάλι βρόμικες αγκαλιές. Καρφωμένοι στα τζάμια.
ΜΟΝΟ να ξαναρχίσει η μουσική. Τίποτε απ' όσα έζησα δεν ήταν. Χωρίς μουσική. Εκείνο το σάπιο καλώδιο, σήκωσέ το απ' το νερό. Σε παρακαλώ. Δεν υπάρχει άλλο. Να φανταστώ. Ξεστρώθηκαν οι ζωές μου. Και βγαίνουν -όλες μαζί. Δεν έχω εμπιστοσύνη στις λέξεις. Τρέμουν. Η εικόνα τους. Ζαρωμένη. Σπασμένα κρύσταλλα. Είμαι λουσμένος νησιά. Στην άκρη ενός κατευθείαν θυμού. Ενός κατακλυσμού από καλοκαίρια. Να επουλώνεις τα μάτια σου. Πάνω μου. Να τα βουτάς στο φάρμακο, να περνούν.
ΕΓΩ κι εγώ. Η ιστορία του εαυτού μου μετακινεί φως. Σελίδα σελίδα. Αυτός που είναι εγώ μοιάζει με βαμβάκι, αναπαυμένο στα σπλάχνα μου. Επιδιώκω να συναντήσω τον άλλο άγγελο. Θα τον γνωρίσω απ' τα καμένα μαλλιά. Αν δεν περάσει, θα τον σχεδιάσω. Θα τον γράψω σε ένα χαρτόνι και θα το κρεμάσω στον ουρανό. Δεσπόζει το αίμα στα πράγματα. Τα ντύνει σε μια πρόστυχη επιφυλλίδα και σαν ρόμπα. Τυλίγει σφιχτά τον λαιμό. Αγκαλιάζει τα γόνατα. Υπάρχει ένα κόκκινο φίδι στο κέντρο του κόσμου. Και σφίγγει. Σαν χοντρό γυναικείο πλοκάμι. Από εκεί μέσα γεννάει μαύρα κελιά.
ΤΟΤΕ έφυγα γιατί δεν γινόταν. Να αντέχω να με ταξιθετούν. Οι ανώδυνοι. Σ' ένα τραυλό, ορθωμένο σκοτάδι. Και να είμαι η αγωνία του. Το μοναδικό αντικλείδι της φρίκης. Ζητώ το θαυμαστικό της ζωής. Υπάρχει σε κάποιο λεξικό, σε κάποια διάλεκτο. Φέρ' το μου. Πήγαινε. Αιμορραγώ γλώσσες.
ΚΑΘΕ εικόνα είναι ένα κλουβί που διασώζει το ασήμαντο. Ενας σπασμένος φακός. Θα δω, μετά τη λύπη. Θα κολλήσω το στόμα μου στο αιδοίο της γης. Και εκεί αναπνέω. Τα όνειρα αλλάζουν αντίο. Το μόνο που κάνουμε είναι να σπαταλάμε κατάγματα, κοιτώντας. Σ' αυτές τις αδειανές καρέκλες μπροστά είναι ο δρόμος μου. Ο δρόμος με κατακλύζει. Κυλάει πάνω μου, σαν καθημερινός ήλιος. Βαμμένος, φουσκώνει. Μυρίζει λαδομπογιά.
Ο ΠΙΟ μεγάλος ίλιγγος είναι αυτός για τον οποίον αξίζει να ζεις.
Η ΖΩΗ είναι δοκιμή. Πρόβα για να ταιριάξεις τα χρώματα.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου