ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ έμπαιναν συνέχεια στο φωταγωγημένο σπίτι και ήταν έτσι μικροί, που το σπίτι χωρούσε όλο και περισσότερους. Με το σάλιο που έσταζε, σχεδόν γκρεμισμένοι. Από την άκρη των ματιών υφαίναν ένα κουκούλι. Αυτό το κουκούλι γεννούσε χαλασμένα αντίτυπα. Το μέγεθος ήταν τέτοιο, που ακόμη και η μέσα παρουσία τους ήταν αμφίβολη. Σαν σκουλήκια σερνόνταν.
ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ερπετά, χωρίς γλώσσα. Βουτούσε ο ένας στο στόμα του άλλου για να βρει καταφύγιο. Από εκεί μέσα μιλούσαν πεθαμένα φωνήεντα. Με ελάττωμα γραμματικής.
Μοίραζαν τα χαρτιά μιας κακέκτυπης τράπουλας. Όπως μοιράζει η πόλη χειμώνες τσέπης. Η διάρκειά τους. Εκ γενετής. Ασυγχώρητη.
ΗΤΑΝ ο καιρός που έβρεχε συνέχεια και σημαδεμένοι. Ο αέρας έπαιρνε τα μαλλιά τους και τα πέταγε κάτω. Η παραλία ήταν γεμάτη σκουπίδια. Το σπίτι είχε απαιτήσεις που τους ξεπερνούσαν και δεν γνώριζαν. Κανείς δεν είχε αφουγκραστεί τη φωνή του σπιτιού που σαν βραχνιασμένη και με προσευχές αόρατες ωρυόταν.
ΜΟΝΟ η νύχτα χωρούσε αυτή τη φωνή και μπορούσε. Σκαρφάλωνε στα παραθυρόφυλλα και ως το τέλος να διακρίνει με σιωπή την θλιβερή ομοιομορφία τους. Δεν γινόταν να συμμετάσχει ποτέ στην επιθυμία να γίνει ο κόσμος όμοιος.
Όπως έπεφτε η σκιά της βαριά στους τοίχους, άλλαζαν όλα τα ονόματα σε ένα. Γίνονταν όλοι ένα μικρό όνομα χωρίς συνοδευτικό που σημαίνει. Ένα όνομα ορφανό πολιτισμού.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ θα σκάσει. Που μεταδίδει κενότητα και την ενσαρκώνει και ενδίδει σαν σκλάβος αιώνιος. Η κοιλιά του είναι μπαλωμένη νεκρά κεντήματα. Η ομορφιά έχει μουχλιάσει. Βρέχει συνέχεια ζωντανούς. Με πεθαμένα ονόματα. Οι αρθρώσεις του έχουν εξαντληθεί. Θα φύγει το σπίτι για να ξεσκεπάσει. Μέχρι η νύχτα. Χωρίς προειδοποιήσεις να ανέβει στη πλάτη του και να περπατήσει αργά.
ΕΠΕΙΤΑ μαζεύτηκαν όλοι γύρω από ένα ντενεκέ με σκουπίδια. Και ανακύκλωναν. Και έτρωγαν απ’ αυτό και έβγαζαν από το στόμα κάτι μακρουλές λέξεις σαν μύξα για να αλλάξουν ύψος. Κόντεψε να χαθεί το νήμα, κινδύνευσαν κάποια πράγματα.
Μοίραζαν τα χαρτιά μιας κακέκτυπης τράπουλας. Όπως μοιράζει η πόλη χειμώνες τσέπης. Η διάρκειά τους. Εκ γενετής. Ασυγχώρητη.
ΗΤΑΝ ο καιρός που έβρεχε συνέχεια και σημαδεμένοι. Ο αέρας έπαιρνε τα μαλλιά τους και τα πέταγε κάτω. Η παραλία ήταν γεμάτη σκουπίδια. Το σπίτι είχε απαιτήσεις που τους ξεπερνούσαν και δεν γνώριζαν. Κανείς δεν είχε αφουγκραστεί τη φωνή του σπιτιού που σαν βραχνιασμένη και με προσευχές αόρατες ωρυόταν.
ΜΟΝΟ η νύχτα χωρούσε αυτή τη φωνή και μπορούσε. Σκαρφάλωνε στα παραθυρόφυλλα και ως το τέλος να διακρίνει με σιωπή την θλιβερή ομοιομορφία τους. Δεν γινόταν να συμμετάσχει ποτέ στην επιθυμία να γίνει ο κόσμος όμοιος.
Όπως έπεφτε η σκιά της βαριά στους τοίχους, άλλαζαν όλα τα ονόματα σε ένα. Γίνονταν όλοι ένα μικρό όνομα χωρίς συνοδευτικό που σημαίνει. Ένα όνομα ορφανό πολιτισμού.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ θα σκάσει. Που μεταδίδει κενότητα και την ενσαρκώνει και ενδίδει σαν σκλάβος αιώνιος. Η κοιλιά του είναι μπαλωμένη νεκρά κεντήματα. Η ομορφιά έχει μουχλιάσει. Βρέχει συνέχεια ζωντανούς. Με πεθαμένα ονόματα. Οι αρθρώσεις του έχουν εξαντληθεί. Θα φύγει το σπίτι για να ξεσκεπάσει. Μέχρι η νύχτα. Χωρίς προειδοποιήσεις να ανέβει στη πλάτη του και να περπατήσει αργά.
ΕΠΕΙΤΑ μαζεύτηκαν όλοι γύρω από ένα ντενεκέ με σκουπίδια. Και ανακύκλωναν. Και έτρωγαν απ’ αυτό και έβγαζαν από το στόμα κάτι μακρουλές λέξεις σαν μύξα για να αλλάξουν ύψος. Κόντεψε να χαθεί το νήμα, κινδύνευσαν κάποια πράγματα.
Όμως το σπίτι μεταμόρφωσε τα δωμάτια του. Έκανε επικίνδυνες στροφές σαν παρκέ που γλιστρούσε, και χτύπαγαν ο ένας πάνω στον άλλον, τα άδεια κεφάλια των νάνων ντιν νταν προσπαθώντας να μπουν και όλοι βγήκαν. Σαν εμετός.
ΜΕΤΑ μόνο η νύχτα, μ’ ένα κόκκινο θόρυβο περπάτησε μέσα. Και ξανάρχισε η ιστορία του σπιτιού απ’ τη λήξη του, ξανάρχισαν οι ήχοι να γράφουν αυτό για το οποίο ακούγονταν.
Χαράχτηκε σαν τατουάζ στο σπίτι που χαμογέλασε.
Να κρατάς όλες τις παρελάσεις ανάμεσα στα πόδια σου, είπε.
Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ είναι ανταρσία.
ΜΕΤΑ μόνο η νύχτα, μ’ ένα κόκκινο θόρυβο περπάτησε μέσα. Και ξανάρχισε η ιστορία του σπιτιού απ’ τη λήξη του, ξανάρχισαν οι ήχοι να γράφουν αυτό για το οποίο ακούγονταν.
Χαράχτηκε σαν τατουάζ στο σπίτι που χαμογέλασε.
Να κρατάς όλες τις παρελάσεις ανάμεσα στα πόδια σου, είπε.
Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ είναι ανταρσία.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=238458
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου