(η ομιλία του Γιώργου Μπλάνα στον "Ιανό", στις 15 Ιανουαρίου 2008, στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου, Οι άλλοι που είμαι, Μεταίχμιο, Αθήνα 2007)
Όταν πέφτει κανείς στο πηγάδι της ετερότητας -γιατί αυτό σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, να γοητεύεται από τους δαίμονες που κατοικούν μέσα στη γλώσσα- αναπτύσσει μιαν εφιαλτική σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους. Μια σχέση ηδονικής ένδειας και πικρού, κατάπικρου πλούτου. Δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς άλαλος -απολαμβάνοντας τον εαυτό σου- και πότε θα ξεχειλίζεις από λέξεις - ζηλεύοντας εκείνους τους άλλους που θα τις καρπωθούν.
Γράφεις και βουβαίνεσαι μπροστά στο λαλίστατο γραπτό. Σωπαίνεις και το γραπτό ορθώνεται πάντα μπροστά σου ως μοναδική αξία της σιωπής. Αν βάλω το χέρι στην καρδιά, είναι απόλυτα βέβαιο, πως μετά από 20 χρόνια περιφοράς στην λογοτεχνική μας κόλαση -και πάνω από τριάντα στον παράδεισο της ποίησης- θα πω ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αξίζουν μερικές λέξεις πάνω σ’ ένα χαρτί είναι η δύναμή τους να μας επιτρέπουν να είμαστε άλλοι.
Ο κόσμος μας, ώσπου ν’ αφανιστεί, θα είναι ένας κόσμος της ταυτότητας. Και ο άνθρωπος ένα πλάσμα επίμονα κατοπτρικό, πάντα ετεροπροσδιοριζόμενο. Εξ ου και όλες οι συγκρούσεις: Αλήθεια-Ψεύδος, Λογική-Συναίσθημα, Πραγματικότητα-Φαντασία. Το πρώτο και τελευταίο οχυρό της ποίησης, πριν την τρέλα, τη μεγάλη συμπαντική τρέλα τού ματαίου: η μορφή, το είδος, η ολότητα. Το πρώτο και ριζικότερο πρόταγμα της ποίησης: η διάρρηξη κάθε μορφής, κάθε είδους, κάθε ολότητας.
«Όταν ονειρεύομαι, καταργείται η γεωγραφία. Καθώς περιεργάζομαι τις αισθήσεις των τοπίων, μικρά ρινίσματα σελήνης κυλούν απ’ τα μάτια μου. Συναιρούμαι σε γλώσσες, μια ρουφηξιά ακόμα και τα έγκατα της γης θα περάσουν οριστικά μέσα μου.
Γεννάω μονόφθαλμα έθνη που προσεύχονται στα πόδια μου, ερήμην της Ιστορίας».
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα λέξεις πάνω στο χαρτί του Σταύρου Σταυρόπουλου, έστω και όχι όσο άγρια σίγουρες για τον εαυτό τους παρουσιάζονται στο τελευταίο βιβλίο του, είχα την αίσθηση ενός ανθρώπου που ενδιαφερόταν περισσότερο για το παιχνίδι του κειμένου και λιγότερο για το είδος εκείνο της εύτακτης συμπεριφοράς που συνηθίσαμε να ονομάζουμε σύνθεση. Δεν ενδιαφερόταν καν για το τι λογής κείμενο έγραφε. Ενδιαφερόταν μόνο γι’ αυτό που μπορεί να κάνει ένα κείμενο στον ίδιο και στους αναγνώστες του. Πέρα από την περιοχή της κατευθυνόμενης ρητορικής.
Κάποτε κάποτε, σκεφτόμουν πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να γράφει τόσο καίρια πράγματα με τόση ατημελησία. Ώσπου υποπτεύθηκα πως αυτή η ατημελησία ήταν η δική του στρατηγική. Ποια στρατηγική; Η διατήρηση της απουσίας, του κενού, της οδυνηρής ζήτησης. Όχι η παρηγοριά ή η επένδυση του χαμένου χρόνου και τόπου με λόγια, αλλά η αναπαράσταση του ανέφικτου, προκειμένου να μην απολεσθεί – δηλ. μια άλλη διαλεκτική του πόθου.
«Όταν γράφω οι άγγελοι επιστρέφουν και τα κλωνάρια των τοίχων λάμπουν από την εξουθενωτική υπεροχή των ρόδων. Οι λέξεις με παρατείνουν».
Ή:
«Είναι ακόμα Απρίλιος, όπως στο ημερολόγιο του Ελύτη, όπως σε κείνο το παλιό τραγούδι των Deep Purple, μόνο που τα βράδια - αυτά τα αθέατα νυχτερινά καπρίτσια της άνοιξης - ο ουρανός ξεκολλάει λίγο στην άκρη και τα σύννεφα βρέχουν μια ασημένια βροχή σε όλες τις γλώσσες του κόσμου».
Τι είναι όμως οι λέξεις; Ο μακρύς κατάλογος των μεταφορών, με τον οποίον τελειώνει το βιβλίο του ο Σταυρόπουλος, μας διαβεβαιώνει πως οι λέξεις είναι τα πλάσματα που έχουν τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζονται, μόνο αποδίδοντας στον εαυτό τους έναν σωρό άλλα πράγματα. Άρα ο πραγματικός πόθος του δημιουργού του κειμένου είναι η παράταση του πόθου του, η τιμωρία του, χιλιάδες φορές εκείνος.
«Οι πόλεις των ανθρώπων μας βλέπουν από παντού. Είμαστε όλοι απλωμένα ασπρόρουχα στην εκδίκηση του ορίζοντα. Αυτή είναι η τιμωρία μας: Χιλιάδες φορές εμείς».
Ιδού, λοιπόν, μια φωνή -ποιητική, πεζογραφική, δεν έχει και πολύ σημασία- που είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο για να απολαύσει τη γραφή ως αναγνώστης της γραφής του. Γι’ αυτό ίσως είναι τόσο γοητευτική. Τόσο ιδιαίτερη.
Πρώτο τέχνασμα του Σταυρόπουλου στο παιχνίδι του κειμένου: κάτι κοινό δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο κοινό ώστε να το προσπεράσουμε. Μετά, ήδη ο αναγνώστης -ο αναγνώστης με σάρκα και κόκαλα- έχει μπει στη διαδικασία της αναπόλησης των δικών του ελλείψεων. Πρέπει να εγκαταλείψει το βιβλίο. Και διαγράφοντας το τόξο του βιβλίου που κλείνει, ανοίγει το βιβλίο. Δεύτερο τέχνασμα του Σταυρόπουλου: το κείμενο είναι το άλλο του, το μη κείμενο. Και ο συγγραφέας, ο αναγνώστης που είναι πια ο συγγραφέας. Οδοιπόροι και οι δύο ενός κοινού τόπου που ιδρύθηκε με την πρωταρχική ιδέα συγγραφέα.
«Μου μένουν ακόμα λίγα μελαχρινά απογεύματα να κρεμάσω στη πλάτη μου, μερικά ιερά σώματα να μεταλάβω, μέχρι να με πνίξουν στο τέλος τα δακρυγόνα και να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη γραμματική των δακρύων».
Ο Σταυρόπουλος έχει πια σχηματίσει τον χαρακτήρα του σαν συγγραφέας, τον οποίον μπορεί και μεταδίδει σε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Διαχειρίζεται με θαυμαστό τρόπο το ενιαίο του πρόσωπο, μένοντας αφοσιωμένος σε αυτό που πραγματικά υπηρετεί: τη μορφή. Μ’ αυτήν μπορεί και παίζει μαζί μας, το ερεβώδες παιχνίδι της ματαιότητας, μέσα και έξω απ’ τα βιβλία του, σε ένα σύμπαν στο οποίο παραμένουμε όλοι τραγικά μετανάστες έως ότου μας αρνηθεί την παραμονή.
Αυτό είναι, νομίζω, και η πρωταρχική σημασία της αληθινής γραφής.
Γιώργος Μπλάνας
Όταν πέφτει κανείς στο πηγάδι της ετερότητας -γιατί αυτό σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, να γοητεύεται από τους δαίμονες που κατοικούν μέσα στη γλώσσα- αναπτύσσει μιαν εφιαλτική σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους. Μια σχέση ηδονικής ένδειας και πικρού, κατάπικρου πλούτου. Δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς άλαλος -απολαμβάνοντας τον εαυτό σου- και πότε θα ξεχειλίζεις από λέξεις - ζηλεύοντας εκείνους τους άλλους που θα τις καρπωθούν.
Γράφεις και βουβαίνεσαι μπροστά στο λαλίστατο γραπτό. Σωπαίνεις και το γραπτό ορθώνεται πάντα μπροστά σου ως μοναδική αξία της σιωπής. Αν βάλω το χέρι στην καρδιά, είναι απόλυτα βέβαιο, πως μετά από 20 χρόνια περιφοράς στην λογοτεχνική μας κόλαση -και πάνω από τριάντα στον παράδεισο της ποίησης- θα πω ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αξίζουν μερικές λέξεις πάνω σ’ ένα χαρτί είναι η δύναμή τους να μας επιτρέπουν να είμαστε άλλοι.
Ο κόσμος μας, ώσπου ν’ αφανιστεί, θα είναι ένας κόσμος της ταυτότητας. Και ο άνθρωπος ένα πλάσμα επίμονα κατοπτρικό, πάντα ετεροπροσδιοριζόμενο. Εξ ου και όλες οι συγκρούσεις: Αλήθεια-Ψεύδος, Λογική-Συναίσθημα, Πραγματικότητα-Φαντασία. Το πρώτο και τελευταίο οχυρό της ποίησης, πριν την τρέλα, τη μεγάλη συμπαντική τρέλα τού ματαίου: η μορφή, το είδος, η ολότητα. Το πρώτο και ριζικότερο πρόταγμα της ποίησης: η διάρρηξη κάθε μορφής, κάθε είδους, κάθε ολότητας.
«Όταν ονειρεύομαι, καταργείται η γεωγραφία. Καθώς περιεργάζομαι τις αισθήσεις των τοπίων, μικρά ρινίσματα σελήνης κυλούν απ’ τα μάτια μου. Συναιρούμαι σε γλώσσες, μια ρουφηξιά ακόμα και τα έγκατα της γης θα περάσουν οριστικά μέσα μου.
Γεννάω μονόφθαλμα έθνη που προσεύχονται στα πόδια μου, ερήμην της Ιστορίας».
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα λέξεις πάνω στο χαρτί του Σταύρου Σταυρόπουλου, έστω και όχι όσο άγρια σίγουρες για τον εαυτό τους παρουσιάζονται στο τελευταίο βιβλίο του, είχα την αίσθηση ενός ανθρώπου που ενδιαφερόταν περισσότερο για το παιχνίδι του κειμένου και λιγότερο για το είδος εκείνο της εύτακτης συμπεριφοράς που συνηθίσαμε να ονομάζουμε σύνθεση. Δεν ενδιαφερόταν καν για το τι λογής κείμενο έγραφε. Ενδιαφερόταν μόνο γι’ αυτό που μπορεί να κάνει ένα κείμενο στον ίδιο και στους αναγνώστες του. Πέρα από την περιοχή της κατευθυνόμενης ρητορικής.
Κάποτε κάποτε, σκεφτόμουν πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να γράφει τόσο καίρια πράγματα με τόση ατημελησία. Ώσπου υποπτεύθηκα πως αυτή η ατημελησία ήταν η δική του στρατηγική. Ποια στρατηγική; Η διατήρηση της απουσίας, του κενού, της οδυνηρής ζήτησης. Όχι η παρηγοριά ή η επένδυση του χαμένου χρόνου και τόπου με λόγια, αλλά η αναπαράσταση του ανέφικτου, προκειμένου να μην απολεσθεί – δηλ. μια άλλη διαλεκτική του πόθου.
«Όταν γράφω οι άγγελοι επιστρέφουν και τα κλωνάρια των τοίχων λάμπουν από την εξουθενωτική υπεροχή των ρόδων. Οι λέξεις με παρατείνουν».
Ή:
«Είναι ακόμα Απρίλιος, όπως στο ημερολόγιο του Ελύτη, όπως σε κείνο το παλιό τραγούδι των Deep Purple, μόνο που τα βράδια - αυτά τα αθέατα νυχτερινά καπρίτσια της άνοιξης - ο ουρανός ξεκολλάει λίγο στην άκρη και τα σύννεφα βρέχουν μια ασημένια βροχή σε όλες τις γλώσσες του κόσμου».
Τι είναι όμως οι λέξεις; Ο μακρύς κατάλογος των μεταφορών, με τον οποίον τελειώνει το βιβλίο του ο Σταυρόπουλος, μας διαβεβαιώνει πως οι λέξεις είναι τα πλάσματα που έχουν τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζονται, μόνο αποδίδοντας στον εαυτό τους έναν σωρό άλλα πράγματα. Άρα ο πραγματικός πόθος του δημιουργού του κειμένου είναι η παράταση του πόθου του, η τιμωρία του, χιλιάδες φορές εκείνος.
«Οι πόλεις των ανθρώπων μας βλέπουν από παντού. Είμαστε όλοι απλωμένα ασπρόρουχα στην εκδίκηση του ορίζοντα. Αυτή είναι η τιμωρία μας: Χιλιάδες φορές εμείς».
Ιδού, λοιπόν, μια φωνή -ποιητική, πεζογραφική, δεν έχει και πολύ σημασία- που είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο για να απολαύσει τη γραφή ως αναγνώστης της γραφής του. Γι’ αυτό ίσως είναι τόσο γοητευτική. Τόσο ιδιαίτερη.
Πρώτο τέχνασμα του Σταυρόπουλου στο παιχνίδι του κειμένου: κάτι κοινό δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο κοινό ώστε να το προσπεράσουμε. Μετά, ήδη ο αναγνώστης -ο αναγνώστης με σάρκα και κόκαλα- έχει μπει στη διαδικασία της αναπόλησης των δικών του ελλείψεων. Πρέπει να εγκαταλείψει το βιβλίο. Και διαγράφοντας το τόξο του βιβλίου που κλείνει, ανοίγει το βιβλίο. Δεύτερο τέχνασμα του Σταυρόπουλου: το κείμενο είναι το άλλο του, το μη κείμενο. Και ο συγγραφέας, ο αναγνώστης που είναι πια ο συγγραφέας. Οδοιπόροι και οι δύο ενός κοινού τόπου που ιδρύθηκε με την πρωταρχική ιδέα συγγραφέα.
«Μου μένουν ακόμα λίγα μελαχρινά απογεύματα να κρεμάσω στη πλάτη μου, μερικά ιερά σώματα να μεταλάβω, μέχρι να με πνίξουν στο τέλος τα δακρυγόνα και να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη γραμματική των δακρύων».
Ο Σταυρόπουλος έχει πια σχηματίσει τον χαρακτήρα του σαν συγγραφέας, τον οποίον μπορεί και μεταδίδει σε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Διαχειρίζεται με θαυμαστό τρόπο το ενιαίο του πρόσωπο, μένοντας αφοσιωμένος σε αυτό που πραγματικά υπηρετεί: τη μορφή. Μ’ αυτήν μπορεί και παίζει μαζί μας, το ερεβώδες παιχνίδι της ματαιότητας, μέσα και έξω απ’ τα βιβλία του, σε ένα σύμπαν στο οποίο παραμένουμε όλοι τραγικά μετανάστες έως ότου μας αρνηθεί την παραμονή.
Αυτό είναι, νομίζω, και η πρωταρχική σημασία της αληθινής γραφής.
Γιώργος Μπλάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου