(ΑΣ ΓΕΛΑΣΩ)
Μπαίνοντας στις εκδόσεις της Εστίας, ένα παραδοσιακό νεοκλασικό στην Ευριπίδου, ο Μυριβήλης, ο Τερζάκης και ο Βενέζης, μου κάνουν σωματικό έλεγχο. Κάθονται σε ένα τραπέζι, στο Ζάππειο, και πίνουν μειλίχια το ουζάκι τους. Η φωτογραφία είναι του 1933, πρέπει να είναι απόγευμα. Με κοιτάζουν με αποτροπιασμό, σα να φταίω εγώ που η εποχή μας δεν συνεχίζει το έργο τους. Δίπλα τους υπάρχει μια καρέκλα κενή, θα περιμένουν τον Καραγάτση. Αυτόν περιμένω κι εγώ, ήρθα να πάρω τον Γιούγκερμαν.
Η Κατερίνα, η υπεύθυνη προώθησης των εκδόσεων, μου ζητάει το φύλλο της εφημερίδας για τον Σελίν. Χαμογελάει με δυσκολία. Έχει το επώνυμο ενός διάσημου δημιουργού ερωτικών κόμιξ. Είναι πολύ στενά, κάποιος με σπρώχνει για να μπει, δεν χωράμε, εκείνη την εποχή οι άνθρωποι θα πρέπει να ήταν πολύ αδύνατοι. Λέω την τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει ο Καραγάτσης πριν πεθάνει, στο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του, το «10»: «Ας γελάσω». Την επαναλαμβάνω αργά από μέσα μου, σα να θέλω να την πιστέψω, σα να θέλω να πείσω τον εαυτό μου να το κάνει. Ακούω τις συλλαβές να ζορίζονται. Δεν μπορώ.
Έξω η ζωή συνεχίζεται – χωρίς να μας ρωτάει- αλλά όλο στρίβει γωνία. Της αρέσει να μας μπερδεύει. Σαν μια αστραφτερή Σεβρολέτ που ανοίγεται στον αυτοκινητόδρομο με σηκωμένα τα φτερά της. Κουράστηκα να την ακολουθώ με τα μάτια μου. Όσο πάει και ξεμακραίνει. Οι μικροπωλητές την κυνηγάνε ακόμα. Άνθρωποι του μόχθου έχουν απλώσει την πραμάτεια τους, έχουν στήσει το πολύχρωμο τσαντίρι τους, εκεί που κάποτε περνούσε το πρώτο τραμ. Σήμερα είναι θάλαμος αερίων. Τα καυσαέρια που εκπέμπουν οι άνθρωποι θα έπρεπε να απασχολήσουν σοβαρά τους περιβαλλοντολόγους του μέλλοντος. Τα εκλύουν τα σώματά τους καθώς περπατούν. Λυπάμαι αυτό που βλέπω. Τόσοι πεθαμένοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας που αισθάνομαι ότι συνομιλώ με πνεύματα, με ψυχές. Έχω ανοιχτή γραμμή με το υπερπέραν.
Είχα ακούσει ότι τα παλιά χρόνια, τότε που η Αθήνα, ως νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της, οι κρεοπώλες της Σταδίου, που ήταν ακόμα χωματόδρομος, έσφαζαν τα ζωντανά τους μέσα στο μαγαζί, για να πουλήσουν κρέας στους περαστικούς. Τα τμήματα του σφαγμένου ζώου που έμεναν απούλητα, τα πέταγαν στο δρόμο. Ενάμισι αιώνα μετά, η μακάβρια αυτή συνήθεια δεν έχει εκλείψει. Ο ένας τρώει τον άλλον, δεν χρειάζονται πια οι κρεοπώλες. Oι δρόμοι είναι γεμάτοι απ’ τα κομμάτια μας. Τα απορριμματοφόρα του δήμου έχουν πολύ δουλειά. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου.
Προσπαθώ ακόμα να γελάσω, να κάνω τις εποχές να πλησιάσουν. Θλιμμένος κλόουν. Πώς τα κατάφερνε άραγε ο Καραγάτσης; Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι οι άνθρωποι όταν λένε «σ’ αγαπώ», αγαπάνε τον εαυτό τους και όχι αυτόν στον οποίον απευθύνουν την κουβέντα. Είναι μια ιδιότυπη μορφή Αττικής σύνταξης – εκτός Τριανταφυλλίδη. Ο Λάο Τσε, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της Κίνας, σύγχρονος του Κομφούκιου, υποστήριζε πριν 2.500 χρόνια πως το σκληρό και το δυνατό θα κατατροπωθούν για να θριαμβεύσει το τρυφερό και το αδύναμο. Περιμένω ακόμα.
Θα κρεμάσω τα λόγια σου στο λαιμό μου για να φωτίζουν τον δρόμο μου. Τα σκοτεινά τμήματα στο οδόστρωμα που πρέπει να αποφεύγω. Θα τα δέσω μ’ ένα μικρό, κόκκινο σπάγκο για να θυμάμαι. Ο Καραγάτσης είναι πια γραμματόσημο. Η τρυφερότητα τελικά δεν θα θριαμβεύσει. Ο Λάο Τσε ήταν υπερβολικά αισιόδοξος.
Κοιτάζω τον Γιούγκερμαν στη σακούλα. Είναι χάρτινος, αλλά έχει σκάσει στα γέλια.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου, Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008)
Μπαίνοντας στις εκδόσεις της Εστίας, ένα παραδοσιακό νεοκλασικό στην Ευριπίδου, ο Μυριβήλης, ο Τερζάκης και ο Βενέζης, μου κάνουν σωματικό έλεγχο. Κάθονται σε ένα τραπέζι, στο Ζάππειο, και πίνουν μειλίχια το ουζάκι τους. Η φωτογραφία είναι του 1933, πρέπει να είναι απόγευμα. Με κοιτάζουν με αποτροπιασμό, σα να φταίω εγώ που η εποχή μας δεν συνεχίζει το έργο τους. Δίπλα τους υπάρχει μια καρέκλα κενή, θα περιμένουν τον Καραγάτση. Αυτόν περιμένω κι εγώ, ήρθα να πάρω τον Γιούγκερμαν.
Η Κατερίνα, η υπεύθυνη προώθησης των εκδόσεων, μου ζητάει το φύλλο της εφημερίδας για τον Σελίν. Χαμογελάει με δυσκολία. Έχει το επώνυμο ενός διάσημου δημιουργού ερωτικών κόμιξ. Είναι πολύ στενά, κάποιος με σπρώχνει για να μπει, δεν χωράμε, εκείνη την εποχή οι άνθρωποι θα πρέπει να ήταν πολύ αδύνατοι. Λέω την τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει ο Καραγάτσης πριν πεθάνει, στο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του, το «10»: «Ας γελάσω». Την επαναλαμβάνω αργά από μέσα μου, σα να θέλω να την πιστέψω, σα να θέλω να πείσω τον εαυτό μου να το κάνει. Ακούω τις συλλαβές να ζορίζονται. Δεν μπορώ.
Έξω η ζωή συνεχίζεται – χωρίς να μας ρωτάει- αλλά όλο στρίβει γωνία. Της αρέσει να μας μπερδεύει. Σαν μια αστραφτερή Σεβρολέτ που ανοίγεται στον αυτοκινητόδρομο με σηκωμένα τα φτερά της. Κουράστηκα να την ακολουθώ με τα μάτια μου. Όσο πάει και ξεμακραίνει. Οι μικροπωλητές την κυνηγάνε ακόμα. Άνθρωποι του μόχθου έχουν απλώσει την πραμάτεια τους, έχουν στήσει το πολύχρωμο τσαντίρι τους, εκεί που κάποτε περνούσε το πρώτο τραμ. Σήμερα είναι θάλαμος αερίων. Τα καυσαέρια που εκπέμπουν οι άνθρωποι θα έπρεπε να απασχολήσουν σοβαρά τους περιβαλλοντολόγους του μέλλοντος. Τα εκλύουν τα σώματά τους καθώς περπατούν. Λυπάμαι αυτό που βλέπω. Τόσοι πεθαμένοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας που αισθάνομαι ότι συνομιλώ με πνεύματα, με ψυχές. Έχω ανοιχτή γραμμή με το υπερπέραν.
Είχα ακούσει ότι τα παλιά χρόνια, τότε που η Αθήνα, ως νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της, οι κρεοπώλες της Σταδίου, που ήταν ακόμα χωματόδρομος, έσφαζαν τα ζωντανά τους μέσα στο μαγαζί, για να πουλήσουν κρέας στους περαστικούς. Τα τμήματα του σφαγμένου ζώου που έμεναν απούλητα, τα πέταγαν στο δρόμο. Ενάμισι αιώνα μετά, η μακάβρια αυτή συνήθεια δεν έχει εκλείψει. Ο ένας τρώει τον άλλον, δεν χρειάζονται πια οι κρεοπώλες. Oι δρόμοι είναι γεμάτοι απ’ τα κομμάτια μας. Τα απορριμματοφόρα του δήμου έχουν πολύ δουλειά. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου.
Προσπαθώ ακόμα να γελάσω, να κάνω τις εποχές να πλησιάσουν. Θλιμμένος κλόουν. Πώς τα κατάφερνε άραγε ο Καραγάτσης; Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι οι άνθρωποι όταν λένε «σ’ αγαπώ», αγαπάνε τον εαυτό τους και όχι αυτόν στον οποίον απευθύνουν την κουβέντα. Είναι μια ιδιότυπη μορφή Αττικής σύνταξης – εκτός Τριανταφυλλίδη. Ο Λάο Τσε, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της Κίνας, σύγχρονος του Κομφούκιου, υποστήριζε πριν 2.500 χρόνια πως το σκληρό και το δυνατό θα κατατροπωθούν για να θριαμβεύσει το τρυφερό και το αδύναμο. Περιμένω ακόμα.
Θα κρεμάσω τα λόγια σου στο λαιμό μου για να φωτίζουν τον δρόμο μου. Τα σκοτεινά τμήματα στο οδόστρωμα που πρέπει να αποφεύγω. Θα τα δέσω μ’ ένα μικρό, κόκκινο σπάγκο για να θυμάμαι. Ο Καραγάτσης είναι πια γραμματόσημο. Η τρυφερότητα τελικά δεν θα θριαμβεύσει. Ο Λάο Τσε ήταν υπερβολικά αισιόδοξος.
Κοιτάζω τον Γιούγκερμαν στη σακούλα. Είναι χάρτινος, αλλά έχει σκάσει στα γέλια.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου, Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008)
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Στο πλοίο για τη Μήλο, με πιθανότητα ομίχλης. Μυρίζει αγιόκλημα. Βγαίνει απ’ τα φουγάρα. Πέντε-έξι σημαντικοί γκέστς: Κάφκα, Μπέκετ, Κέρουακ, Νίκος Νικολαίδης, Γιώργος Χειμωνάς, Κατερίνα Γώγου. Μερικά σύννεφα. Πάνε να αφήσουν τα καλοκαίρια να κολλήσουν πάνω τους. Εκείνος εκεί ο μισός-άνθρωπος, μισός-μπύρα, ο Μπουκόβσκι δεν είναι; Κάθεται παράμερα, είναι άλλωστε ο συγγραφέας. Περνά, περνά ο θάνατος κι εκείνοι τον ξεγελάνε. Με την τρομπέτα του Μάιλς Ντέιβις, με τα στιχάκια του Ντύλαν. Με σημαιάκια απαγορευτικά που εννοούν ότι μεγαλώσαμε. Με απουσίες που αποδεικνύουν αχρησιμοποίητα γεύματα. Στα αμπάρια του πλοίου κρύβεται πληγωμένος ο Σάββας Ξηρός. Ένα τραγούδι του Leonard Cohen έχει σκάσει στα χέρια του - η κρίση της Αριστεράς είναι αναπόφευκτη. Το «Dance me to the end of love» πρόδωσε έναν ακόμα. Κάτω απ’ το τραπέζι του σαλονιού είναι κρυμμένος ο Αλεξάκης, θέλει να τους τρομάξει όλους. Δεν γνωρίζει ότι του έχω πάρει τη φυσαρμόνικα.
Εσύ δεν ξέρω που είσαι. Πού είσαι;
Και η ιστορία ετοιμάζεται να απλωθεί. Σα σαύρα που ακολουθεί τα σημάδια της - διαδρομή προς τα πίσω. Σε έξι βασικά χρώματα, εκτός ουρανού. Με βόλτες σε σελίδες βιβλίων, προσώπων, γεγονότων. Με έρωτες, μουσικές, διαψεύσεις. Κείμενα χρόνια. Που κρυφοκοιτάζουν από την κλειδαρότρυπα το παρόν. Που βγάζουν ανυπόμονα το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό για να πάρουν ανάσα. Που κόβουν δρόμο μέσα από καλαμιές για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος. Ανυπόμονες λέξεις. Λέξεις παιδιά.
Το μυθιστόρημα είναι προ των πυλών. Έρχεται, για να αφήσει το μυθιστόρημα εκτός ιστορίας. Έρχεται, με τις επιγονατίδες του, για να αναχαιτίσει την ιστορία. Να απαθανατίσει το θάνατο. Ξανά.
Μετά έφυγαν όλοι. Το πλοίο σιγά σιγά άδειασε. I was feeling kind of seasick. Πέρασε το γκαρσόνι, μάζεψε τις πεταμένες λέξεις, που κοίταγαν η μια την άλλη, με τη σκούπα, σα ψίχουλα, και τις έριξε στη σακούλα. Άναψα ένα τσιγάρο στα βιαστικά και αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά μιας Ινδιάνας- εκτός πλατό. Υπό τους ήχους του «Getting in tune» των Who. Ήταν η τελευταία που ταξίδεψε με το πλοίο της γραμμής για κει που βρισκόταν πάντα η θάλασσα.
The rest is silence.
Εσύ δεν ξέρω που είσαι. Πού είσαι;
Και η ιστορία ετοιμάζεται να απλωθεί. Σα σαύρα που ακολουθεί τα σημάδια της - διαδρομή προς τα πίσω. Σε έξι βασικά χρώματα, εκτός ουρανού. Με βόλτες σε σελίδες βιβλίων, προσώπων, γεγονότων. Με έρωτες, μουσικές, διαψεύσεις. Κείμενα χρόνια. Που κρυφοκοιτάζουν από την κλειδαρότρυπα το παρόν. Που βγάζουν ανυπόμονα το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό για να πάρουν ανάσα. Που κόβουν δρόμο μέσα από καλαμιές για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος. Ανυπόμονες λέξεις. Λέξεις παιδιά.
Το μυθιστόρημα είναι προ των πυλών. Έρχεται, για να αφήσει το μυθιστόρημα εκτός ιστορίας. Έρχεται, με τις επιγονατίδες του, για να αναχαιτίσει την ιστορία. Να απαθανατίσει το θάνατο. Ξανά.
Μετά έφυγαν όλοι. Το πλοίο σιγά σιγά άδειασε. I was feeling kind of seasick. Πέρασε το γκαρσόνι, μάζεψε τις πεταμένες λέξεις, που κοίταγαν η μια την άλλη, με τη σκούπα, σα ψίχουλα, και τις έριξε στη σακούλα. Άναψα ένα τσιγάρο στα βιαστικά και αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά μιας Ινδιάνας- εκτός πλατό. Υπό τους ήχους του «Getting in tune» των Who. Ήταν η τελευταία που ταξίδεψε με το πλοίο της γραμμής για κει που βρισκόταν πάντα η θάλασσα.
The rest is silence.
Τα 74 κείμενα του βιβλίου αυτού έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κατά το διάστημα 2002-2008. Αποτελούν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο ένα ιδιότυπο ημερολόγιο όλων όσων απασχόλησαν τον συγγραφέα τους αυτά τα τελευταία χρόνια· κάτι σαν κώδικας χρωμάτων της προσωπικής του επικαιρότητας.
1 σχόλιο:
Γεια σας,
Μήπως ξέρετε πότε θα γίνει επανέκδοση του βιβλίου σας; Θα ήθελα να το αποκτήσω και είναι εξαντλημένο.
Ευχαριστώ
Αλίκη
Δημοσίευση σχολίου