Κινηματογράφος "Παλλάς", Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008
ΤΟ ΒΡΑΔΥ της Παρασκευής, γύρω στις 9, ο πεζόδρομος της Βουκουρεστίου, έξω απ΄ το «Παλλάς», είχε γεμίσει με πρόσωπα που πάνω τους ήταν αποτυπωμένη η νοσταλγία και η αγωνία μιας εποχής που έφυγε, ξεχνώντας να χαιρετήσει. Το κουαρτέτο που στα τέλη του 50, άφηνε την μουσική σκηνή της Αμερικής με ανοιχτό στόμα, με την αρτίστικη ματιά του στον τρόπο που ονειρευόταν την εξέλιξη της σύγχρονης τζαζ (Ornette Coleman – alto sax, Don Cherry – trumpet, Charlie Haden – bass, Billy Higgins – drums) δεν ήταν φυσικά εκεί, όμως η ισχνή φιγούρα του 78χρονου Τεξανού σαξοφωνίστα Ορνέτ Κόλεμαν, περίμενε υπομονετικά για να μας πάρει απ΄ το χέρι, και με καύσιμο τη μουσική, να μας περάσει απέναντι σε απάτητους πλανήτες.
Μπαίνοντας βιαστικά - ως συνήθως - συνάντησα στην είσοδο του κινηματογράφου, τον διευθυντή του περιοδικού «Διαβάζω», Γιάννη Μπασκόζο, που ήταν εκεί για να δει κι αυτός από κοντά τον τελευταίο επιζώντα θρύλο της τζαζ. Χαιρετηθήκαμε με το χαμόγελο των παιδιών που συμφωνούν στη τάξη για τη ζαβολιά που θα κάνουν. Το πρόσωπό μας φωτίστηκε – από αναμονή. Λίγο πιο κάτω ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς και ο Γιάννης Λουζιώτης της «Αλεξάνδρειας», συμπλήρωναν με τον ιδεωδέστερο τρόπο αυτή τη μυστική συμφωνία των Γιάννηδων, αυτό το αυτοσχεδιαστικό τρίο που ήρθε εκεί, ανώνυμα, για να διαλυθεί ήσυχα μέσα στη μουσική. «Να προλάβουμε τουλάχιστον να τον δούμε», μου είπε ο πρώτος Γιάννης κι εγώ προχώρησα προς τις σκάλες του εξώστη, συμφωνώντας. Εκεί συνάντησα τον Χάρη, που με περίμενε από τις αρχές του 70, ήπια ένα καπουτσίνο που θύμιζε ληγμένο γάλα, και περάσαμε μέσα: Εγώ, ο Χάρης, οι Γιάννηδες, οι δεκαετίες. Παλιά, με τον Χάρη, παίζαμε μόνοι μας το παιχνίδι του μουσικού μαραθώνιου – οι άλλοι είχαν μείνει αρκετά πίσω – όταν η Σοφία περίμενε έξω απ’ το δωμάτιο. Σε κάποια χιλιόμετρα προπορευόμουν εγώ, σε κάποια άλλα ο Χάρης. Η εναλλαγή στη κορυφή της κούρσας είχε ενδιαφέρον, αλλά και ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα: Ακόμα να τερματίσουμε.
Ο άνθρωπος που έπαιξε με όλους τους μεγάλους (ακόμα και με ροκ μουσικούς, όπως ο Gerry Garcia των Grateful Dead και ο Frank Zappa), σαν ηχηρή απόδειξη της μόνης αλήθειας που πίστεψε στην καριέρα του - αυτήν της ελευθερίας - αφού περπάτησε με δυσκολία τη μικρή σκηνή του «Παλλάς», κάθισε αργά στο σκαμπό, μπροστά στο αναλόγιο, ακουμπώντας απαλά το στόμα του στο άλτο. Πίσω του, ένας ντράμερ, ένας κιθαρίστας και ένας μπασίστας, θα αγωνίζονταν, επί δύο ώρες, αλαφιασμένοι, να τον παρακολουθήσουν με την άκρη του ματιού τους, να εξελίσσει τον όρο «Μουσική σήμερα».
Πώς γίνεται κάτι τέτοιας δουλεμένης μορφής, τέτοιας ρυθμικής κίνησης, τέτοιας μελωδικής έκτασης, να ηχεί τόσο απελπιστικά μακρινό και free; Πώς γίνεται να υπάρχει τέτοιος υποδόριος σεβασμός σε ιδιώματα, σε σταθμούς, σε αρχέτυπα, που συγχρόνως διαλύονται κυριολεκτικά από ένα ζευγάρι γέρικα πνευμόνια, για να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες τους ο νέος ήχος;
Ο μίστερ Κόλεμαν προφανώς γνωρίζει καλά. Το πρώτο σαξόφωνο που αγόρασε στα 13 του, του το έμαθε. Ο Τσάρλι Πάρκερ που ήθελε να ξεπεράσει, επίσης.
Στο encore, άφησε κάτω το άλτο, όπως οι πολεμιστές το όπλο τους, πήρε ένα βιολί που του άλλαξε τα φώτα, καίγοντας στις χορδές του ένα 15λεπτο θρίαμβο συναισθημάτων όλων των αποχρώσεων, χαιρέτησε τον κόσμο, που τον αποθέωσε, μαζί με τους μουσικούς του, και αποχώρησε με ένα τόσο άτολμο και ασταθές βήμα, που θύμιζε βέβαια 80χρονο, αλλά δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο τον νεαρό επαναστάτη που είχε καταλάβει τη σκηνή του «Παλλάς» για να διαιωνίσει το βασίλειό του.
Η μουσική είχε βρει ξανά τα χαμένα της βήματα. Κι εγώ, τον δρόμο για το καλοκαίρι που είχε παρκάρει παράνομα σε μια πάροδο της Σταδίου. Και καιροφυλακτούσε.
Νέος κύκλος, νέα αρχή, νέα σχέδια. Καλό ακούγεται. Μακάρι να είναι, κιόλας.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 14/07/2008
ΤΟ ΒΡΑΔΥ της Παρασκευής, γύρω στις 9, ο πεζόδρομος της Βουκουρεστίου, έξω απ΄ το «Παλλάς», είχε γεμίσει με πρόσωπα που πάνω τους ήταν αποτυπωμένη η νοσταλγία και η αγωνία μιας εποχής που έφυγε, ξεχνώντας να χαιρετήσει. Το κουαρτέτο που στα τέλη του 50, άφηνε την μουσική σκηνή της Αμερικής με ανοιχτό στόμα, με την αρτίστικη ματιά του στον τρόπο που ονειρευόταν την εξέλιξη της σύγχρονης τζαζ (Ornette Coleman – alto sax, Don Cherry – trumpet, Charlie Haden – bass, Billy Higgins – drums) δεν ήταν φυσικά εκεί, όμως η ισχνή φιγούρα του 78χρονου Τεξανού σαξοφωνίστα Ορνέτ Κόλεμαν, περίμενε υπομονετικά για να μας πάρει απ΄ το χέρι, και με καύσιμο τη μουσική, να μας περάσει απέναντι σε απάτητους πλανήτες.
Μπαίνοντας βιαστικά - ως συνήθως - συνάντησα στην είσοδο του κινηματογράφου, τον διευθυντή του περιοδικού «Διαβάζω», Γιάννη Μπασκόζο, που ήταν εκεί για να δει κι αυτός από κοντά τον τελευταίο επιζώντα θρύλο της τζαζ. Χαιρετηθήκαμε με το χαμόγελο των παιδιών που συμφωνούν στη τάξη για τη ζαβολιά που θα κάνουν. Το πρόσωπό μας φωτίστηκε – από αναμονή. Λίγο πιο κάτω ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς και ο Γιάννης Λουζιώτης της «Αλεξάνδρειας», συμπλήρωναν με τον ιδεωδέστερο τρόπο αυτή τη μυστική συμφωνία των Γιάννηδων, αυτό το αυτοσχεδιαστικό τρίο που ήρθε εκεί, ανώνυμα, για να διαλυθεί ήσυχα μέσα στη μουσική. «Να προλάβουμε τουλάχιστον να τον δούμε», μου είπε ο πρώτος Γιάννης κι εγώ προχώρησα προς τις σκάλες του εξώστη, συμφωνώντας. Εκεί συνάντησα τον Χάρη, που με περίμενε από τις αρχές του 70, ήπια ένα καπουτσίνο που θύμιζε ληγμένο γάλα, και περάσαμε μέσα: Εγώ, ο Χάρης, οι Γιάννηδες, οι δεκαετίες. Παλιά, με τον Χάρη, παίζαμε μόνοι μας το παιχνίδι του μουσικού μαραθώνιου – οι άλλοι είχαν μείνει αρκετά πίσω – όταν η Σοφία περίμενε έξω απ’ το δωμάτιο. Σε κάποια χιλιόμετρα προπορευόμουν εγώ, σε κάποια άλλα ο Χάρης. Η εναλλαγή στη κορυφή της κούρσας είχε ενδιαφέρον, αλλά και ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα: Ακόμα να τερματίσουμε.
Ο άνθρωπος που έπαιξε με όλους τους μεγάλους (ακόμα και με ροκ μουσικούς, όπως ο Gerry Garcia των Grateful Dead και ο Frank Zappa), σαν ηχηρή απόδειξη της μόνης αλήθειας που πίστεψε στην καριέρα του - αυτήν της ελευθερίας - αφού περπάτησε με δυσκολία τη μικρή σκηνή του «Παλλάς», κάθισε αργά στο σκαμπό, μπροστά στο αναλόγιο, ακουμπώντας απαλά το στόμα του στο άλτο. Πίσω του, ένας ντράμερ, ένας κιθαρίστας και ένας μπασίστας, θα αγωνίζονταν, επί δύο ώρες, αλαφιασμένοι, να τον παρακολουθήσουν με την άκρη του ματιού τους, να εξελίσσει τον όρο «Μουσική σήμερα».
Πώς γίνεται κάτι τέτοιας δουλεμένης μορφής, τέτοιας ρυθμικής κίνησης, τέτοιας μελωδικής έκτασης, να ηχεί τόσο απελπιστικά μακρινό και free; Πώς γίνεται να υπάρχει τέτοιος υποδόριος σεβασμός σε ιδιώματα, σε σταθμούς, σε αρχέτυπα, που συγχρόνως διαλύονται κυριολεκτικά από ένα ζευγάρι γέρικα πνευμόνια, για να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες τους ο νέος ήχος;
Ο μίστερ Κόλεμαν προφανώς γνωρίζει καλά. Το πρώτο σαξόφωνο που αγόρασε στα 13 του, του το έμαθε. Ο Τσάρλι Πάρκερ που ήθελε να ξεπεράσει, επίσης.
Στο encore, άφησε κάτω το άλτο, όπως οι πολεμιστές το όπλο τους, πήρε ένα βιολί που του άλλαξε τα φώτα, καίγοντας στις χορδές του ένα 15λεπτο θρίαμβο συναισθημάτων όλων των αποχρώσεων, χαιρέτησε τον κόσμο, που τον αποθέωσε, μαζί με τους μουσικούς του, και αποχώρησε με ένα τόσο άτολμο και ασταθές βήμα, που θύμιζε βέβαια 80χρονο, αλλά δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο τον νεαρό επαναστάτη που είχε καταλάβει τη σκηνή του «Παλλάς» για να διαιωνίσει το βασίλειό του.
Η μουσική είχε βρει ξανά τα χαμένα της βήματα. Κι εγώ, τον δρόμο για το καλοκαίρι που είχε παρκάρει παράνομα σε μια πάροδο της Σταδίου. Και καιροφυλακτούσε.
Νέος κύκλος, νέα αρχή, νέα σχέδια. Καλό ακούγεται. Μακάρι να είναι, κιόλας.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 14/07/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου