Αναβιώνοντας τη μορφή της χαμένης μητέρας
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα
«ΕΞΑΝΤΑΣ»
ΣΕΛ. 232, ΕΥΡΩ 12
Ηρωας στο τελευταίο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη είναι η μνήμη. Μια μνήμη ιαματική, δονούμενη σαν παλμογράφος: ο αφηγητής «θυμάται» κάθε μέρα μ' έναν τρόπο εξαιρετικά απλό και άμεσο. Επικαλείται τη μαρτυρία της στωικά, για να σημειώσει τα γεγονότα που συνέβησαν την τελευταία 12ετία, προκειμένου να καταρτίσει ένα ιδιότυπο δελτίο ειδήσεων και να το χαρίσει στη χαμένη μητέρα του. Είναι μια πράξη καταγραφής των στιγμών που χάθηκαν, μια πράξη μεγαλοσύνης και γενναιότητας προς τιμήν της απουσίας.
Χάριν αυτής της απουσίας -που ο Ρολάν Μπαρτ ονομάζει «αβάσταχτη παρουσία»- ο Αλεξάκης συνθέτει τη μακροσκελέστερη επιστολή της ζωής του, παγιδευμένος σε δύο ουσιαστικά χρόνους: στο χρόνο της απουσίας και στο χρόνο της απουσίας-παρουσίας, όταν δίνει σάρκα και οστά σε έναν νεκρό.
Παρά τον ερωτισμό που ελλοχεύει σε όλο το κείμενο, το λατρευτικό αντικείμενο του αφηγητή -η νεκρή μητέρα- παρουσιάζεται σαν υπαρξιακός αιφνιδιασμός, σε μια κάθε άλλο παρά οιδιπόδεια εκδοχή της: είναι η φωνή που διεγείρει το υποσυνείδητο του συγγραφέα και του επιτρέπει να ιστορήσει. Η συνειρμική στήριξη που χρειάζεται ένας συγγραφέας έρχεται μέσα από αυτήν τη φαντασιακή παρουσία που δεσπόζει στην αφήγηση. Γύρω της πλέκονται εξομολογητικές ενδοσκοπήσεις, σημαντικά γεγονότα, αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες, ακατάστατες παρατηρήσεις και κριτικές ματιές.
Ο Αλεξάκης είναι ένας ανήσυχος δάσκαλος που αφηγείται τη ζωή του με έναν ευλύγιστο και ταυτοχρόνως αγωνιώδη τρόπο· σαν να παίζει πινγκ-πονγκ. Μπορεί και «θυμάται» τη γλώσσα κάθε μέρα, για να παραφράσω λίγο τον εξαιρετικό τίτλο του -δάνειο κάποιου ηλικιωμένου Ινδού ποιητή στο Λουξεμβούργο για το άδοξο τέλος μιας ερωτικής σχέσης του. Σκυμμένος στην αλληλογραφία της μητέρας του ανασύρει εικόνες του παρελθόντος, συναρμολογεί διαστήματα, ταξινομεί ημερομηνίες και τελικά αφουγκράζεται την ίδια του τη ζωή για μία και μοναδική ανάγκη: αυτήν της απελπισμένης επικοινωνίας με κάποιον κοντινό σου που νιώθεις πως σε καταλαβαίνει.
Παρίσι - Αθήνα
Μοιράζοντας τη ζωή του για ολόκληρες δεκαετίες ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, ο Αλεξάκης κατάφερε να απαιτήσει από δύο γλώσσες ταυτόχρονα τις λέξεις εκείνες που συλλαβίζουν οι εραστές στις ιδιαίτερες στιγμές τους. Μπόρεσε να τις καταστήσει ερωτικές του παρτενέρ, να εμπνεύσει τις αγωνίες τους, να προβλέψει τις ανάσες και τις συγκοπές που χρειάζονται, χωρίς να παραπονιέται καμία από τις δύο για ολιγωρία ή απιστία, χωρίς η μία να ζηλεύει την άλλη για τη θέση της στην καρδιά του. Είτε στην Αναγνωστοπούλου είτε στην οδό Ζιζ υπήρξε αδιάλλακτος με τις λέξεις -η λύση στο ασυμπλήρωτο σταυρόλεξο της μητέρας του. Δεν δέχτηκε κανένα συμβιβασμό.
Στο «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» ο συγγραφέας ταξιδεύει στις αναμνήσεις του, όχι απαραίτητα για να τις διαλευκάνει, αλλά ίσως για να τις προσφέρει σε ένα εξαιρετικό δείπνο, σαν επιδόρπιο. Οι συνδαιτυμόνες του -η μητέρα, αλλά και ο ίδιος ο αναγνώστης- απολαμβάνουν από την αρχή τη θαλπωρή του τραταρίσματος.
Μπορούμε να φανταστούμε τη λιτή αίθουσα με το διακριτικό φωτισμό και στο βάθος το τραπέζι στρωμένο: είναι ένα δείπνο διαλόγου, ένα δείπνο απολογισμού, σερβιρισμένο από ένα σίγουρο και σταθερό χέρι. Μια απόπειρα προσέγγισης δύο προσώπων που έχουν να ιδωθούν χρόνια και έχουν να πουν πολλά.
Ο Αλεξάκης χορδίζει καλά το όργανό του πριν καθήσει στο τραπέζι, για να είναι όσο οξύς και λυτρωτικός γίνεται. Στην τραγωδία που θα στήσει θέλει ο ίδιος να κρατά το σκήπτρο της κάθαρσης. Θα προσπαθήσει να θυμηθεί γεγονότα -αυτός ο βασανιστικά και αναπόφευκτα παρών-, για να τα παραθέσει με χρονολογική σειρά στον απόντα. Μέσα απ' αυτά θα καταγράψει τη δική του πορεία στο χρόνο, θα επανεξετάσει τη θέση του απέναντί τους και θα αναρωτηθεί για το στίγμα που άφησαν.
Το βάσανο της γραφής
Ο Αλεξάκης, όπως οι περισσότεροι αυθιστορούμενοι συγγραφείς, γράφει, χρόνια τώρα, το ίδιο βιβλίο, το οποίο διορθώνει και ξαναδιορθώνει, αλλάζοντάς του τίτλους και κεφάλαια. Οπως ο Ουίτμαν με τα «Φύλλα χλόης» και ο Πεσόα με «Το βιβλίο της ανησυχίας».
Υπηρετεί το προσωπικό του όραμα μέσα από τη διαδικασία της γραφής. Με τις λέξεις κατοχυρώνει τη μοναξιά του. Ο ίδιος έχει πει -και είναι εντυπωσιακό να το βιώνεις- ότι όταν γράφει, ξεχνάει να φάει ή να κοιμηθεί. Εχει επίσης πει ότι τελειώνοντας κάποιο βιβλίο του και ξαναβγαίνοντας στον κόσμο, εκπλήσσεται όταν καταλαβαίνει ότι η ζωή συνεχιζόταν και κατά το διάστημα της «υποχρεωτικής» απουσίας του, ότι τα γεγονότα συνέχιζαν να συμβαίνουν και χωρίς αυτόν.
Η πρόταση αυτή περικλείει, εκτός της ολοκληρωτικής αφοσίωσης, και ένα διαπιστευτήριο αθωότητας. Η σκηνή στο πλοίο, όπου ο Αλεξάκης κρύβεται κάτω από το τραπέζι του σαλονιού για να τρομάξει το έκπληκτο γκαρσόνι, ή η σκηνή στο προαύλιο του νοσοκομείου, που κυνηγιέται με ένα σκυλί ενώ ο γιατρός τον περιμένει για εγχείρηση, είναι ενδεικτικές του πνεύματος ενός συγγραφέα που προσπαθεί να ενηλικιώσει το παιδί μέσα του, παραμένοντας συγχρόνως παιδί.
Ο Αλεξάκης «κρύβεται» στο έργο του όπως ακριβώς κάνει και η περσόνα του στο πλοίο, για να προφυλαχτεί από τη διακριτική απουσία που λεηλατεί τον προσωπικό του χώρο. Οπως κυνηγιέται με το σκυλί, κυνηγιέται και με το όνειρό του: αποφεύγοντας τα σοβαρά, βρίσκει τρόπο να τα διεκπεραιώνει, διακωμωδώντας τα. Στρέφεται προς τα μέσα για να εξωτερικεύσει την ατομικότητά του, για να φανερώσει τα αισθηματικά του γνωρίσματα. Γράφει όπως ζωγραφίζει και ζωγραφίζει όπως γράφει: Βιωματικά. Με το φλέγμα του δημιουργού που, εξομολογούμενος τη ζωή του, καταπραΰνει τα τραύματά του.
Η λογοτεχνία είναι βέβαια μεγάλο βάσανο. Σαν τη γυναίκα των ονείρων σου: απαιτεί όλο σου το χρόνο, ένα αποκλειστικό δόσιμο χωρίς τέλος, που ενίοτε γίνεται σαράκι και σε τρώει σιγά σιγά. Ο Αλεξάκης γνωρίζει καλά τη σημειολογία της. Ο λόγος του είναι «μια μνήμη που επανέρχεται». Ορμητικός, θυμίζει τον αέρα της Τήνου τα καλοκαίρια. Δείχνει να δυναμώνει με τα χρόνια, ακουμπώντας στην ωριμότητά του. Σαν να παίζει φυσαρμόνικα.
Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα
«ΕΞΑΝΤΑΣ»
ΣΕΛ. 232, ΕΥΡΩ 12
Ηρωας στο τελευταίο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη είναι η μνήμη. Μια μνήμη ιαματική, δονούμενη σαν παλμογράφος: ο αφηγητής «θυμάται» κάθε μέρα μ' έναν τρόπο εξαιρετικά απλό και άμεσο. Επικαλείται τη μαρτυρία της στωικά, για να σημειώσει τα γεγονότα που συνέβησαν την τελευταία 12ετία, προκειμένου να καταρτίσει ένα ιδιότυπο δελτίο ειδήσεων και να το χαρίσει στη χαμένη μητέρα του. Είναι μια πράξη καταγραφής των στιγμών που χάθηκαν, μια πράξη μεγαλοσύνης και γενναιότητας προς τιμήν της απουσίας.
Χάριν αυτής της απουσίας -που ο Ρολάν Μπαρτ ονομάζει «αβάσταχτη παρουσία»- ο Αλεξάκης συνθέτει τη μακροσκελέστερη επιστολή της ζωής του, παγιδευμένος σε δύο ουσιαστικά χρόνους: στο χρόνο της απουσίας και στο χρόνο της απουσίας-παρουσίας, όταν δίνει σάρκα και οστά σε έναν νεκρό.
Παρά τον ερωτισμό που ελλοχεύει σε όλο το κείμενο, το λατρευτικό αντικείμενο του αφηγητή -η νεκρή μητέρα- παρουσιάζεται σαν υπαρξιακός αιφνιδιασμός, σε μια κάθε άλλο παρά οιδιπόδεια εκδοχή της: είναι η φωνή που διεγείρει το υποσυνείδητο του συγγραφέα και του επιτρέπει να ιστορήσει. Η συνειρμική στήριξη που χρειάζεται ένας συγγραφέας έρχεται μέσα από αυτήν τη φαντασιακή παρουσία που δεσπόζει στην αφήγηση. Γύρω της πλέκονται εξομολογητικές ενδοσκοπήσεις, σημαντικά γεγονότα, αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες, ακατάστατες παρατηρήσεις και κριτικές ματιές.
Ο Αλεξάκης είναι ένας ανήσυχος δάσκαλος που αφηγείται τη ζωή του με έναν ευλύγιστο και ταυτοχρόνως αγωνιώδη τρόπο· σαν να παίζει πινγκ-πονγκ. Μπορεί και «θυμάται» τη γλώσσα κάθε μέρα, για να παραφράσω λίγο τον εξαιρετικό τίτλο του -δάνειο κάποιου ηλικιωμένου Ινδού ποιητή στο Λουξεμβούργο για το άδοξο τέλος μιας ερωτικής σχέσης του. Σκυμμένος στην αλληλογραφία της μητέρας του ανασύρει εικόνες του παρελθόντος, συναρμολογεί διαστήματα, ταξινομεί ημερομηνίες και τελικά αφουγκράζεται την ίδια του τη ζωή για μία και μοναδική ανάγκη: αυτήν της απελπισμένης επικοινωνίας με κάποιον κοντινό σου που νιώθεις πως σε καταλαβαίνει.
Παρίσι - Αθήνα
Μοιράζοντας τη ζωή του για ολόκληρες δεκαετίες ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, ο Αλεξάκης κατάφερε να απαιτήσει από δύο γλώσσες ταυτόχρονα τις λέξεις εκείνες που συλλαβίζουν οι εραστές στις ιδιαίτερες στιγμές τους. Μπόρεσε να τις καταστήσει ερωτικές του παρτενέρ, να εμπνεύσει τις αγωνίες τους, να προβλέψει τις ανάσες και τις συγκοπές που χρειάζονται, χωρίς να παραπονιέται καμία από τις δύο για ολιγωρία ή απιστία, χωρίς η μία να ζηλεύει την άλλη για τη θέση της στην καρδιά του. Είτε στην Αναγνωστοπούλου είτε στην οδό Ζιζ υπήρξε αδιάλλακτος με τις λέξεις -η λύση στο ασυμπλήρωτο σταυρόλεξο της μητέρας του. Δεν δέχτηκε κανένα συμβιβασμό.
Στο «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» ο συγγραφέας ταξιδεύει στις αναμνήσεις του, όχι απαραίτητα για να τις διαλευκάνει, αλλά ίσως για να τις προσφέρει σε ένα εξαιρετικό δείπνο, σαν επιδόρπιο. Οι συνδαιτυμόνες του -η μητέρα, αλλά και ο ίδιος ο αναγνώστης- απολαμβάνουν από την αρχή τη θαλπωρή του τραταρίσματος.
Μπορούμε να φανταστούμε τη λιτή αίθουσα με το διακριτικό φωτισμό και στο βάθος το τραπέζι στρωμένο: είναι ένα δείπνο διαλόγου, ένα δείπνο απολογισμού, σερβιρισμένο από ένα σίγουρο και σταθερό χέρι. Μια απόπειρα προσέγγισης δύο προσώπων που έχουν να ιδωθούν χρόνια και έχουν να πουν πολλά.
Ο Αλεξάκης χορδίζει καλά το όργανό του πριν καθήσει στο τραπέζι, για να είναι όσο οξύς και λυτρωτικός γίνεται. Στην τραγωδία που θα στήσει θέλει ο ίδιος να κρατά το σκήπτρο της κάθαρσης. Θα προσπαθήσει να θυμηθεί γεγονότα -αυτός ο βασανιστικά και αναπόφευκτα παρών-, για να τα παραθέσει με χρονολογική σειρά στον απόντα. Μέσα απ' αυτά θα καταγράψει τη δική του πορεία στο χρόνο, θα επανεξετάσει τη θέση του απέναντί τους και θα αναρωτηθεί για το στίγμα που άφησαν.
Το βάσανο της γραφής
Ο Αλεξάκης, όπως οι περισσότεροι αυθιστορούμενοι συγγραφείς, γράφει, χρόνια τώρα, το ίδιο βιβλίο, το οποίο διορθώνει και ξαναδιορθώνει, αλλάζοντάς του τίτλους και κεφάλαια. Οπως ο Ουίτμαν με τα «Φύλλα χλόης» και ο Πεσόα με «Το βιβλίο της ανησυχίας».
Υπηρετεί το προσωπικό του όραμα μέσα από τη διαδικασία της γραφής. Με τις λέξεις κατοχυρώνει τη μοναξιά του. Ο ίδιος έχει πει -και είναι εντυπωσιακό να το βιώνεις- ότι όταν γράφει, ξεχνάει να φάει ή να κοιμηθεί. Εχει επίσης πει ότι τελειώνοντας κάποιο βιβλίο του και ξαναβγαίνοντας στον κόσμο, εκπλήσσεται όταν καταλαβαίνει ότι η ζωή συνεχιζόταν και κατά το διάστημα της «υποχρεωτικής» απουσίας του, ότι τα γεγονότα συνέχιζαν να συμβαίνουν και χωρίς αυτόν.
Η πρόταση αυτή περικλείει, εκτός της ολοκληρωτικής αφοσίωσης, και ένα διαπιστευτήριο αθωότητας. Η σκηνή στο πλοίο, όπου ο Αλεξάκης κρύβεται κάτω από το τραπέζι του σαλονιού για να τρομάξει το έκπληκτο γκαρσόνι, ή η σκηνή στο προαύλιο του νοσοκομείου, που κυνηγιέται με ένα σκυλί ενώ ο γιατρός τον περιμένει για εγχείρηση, είναι ενδεικτικές του πνεύματος ενός συγγραφέα που προσπαθεί να ενηλικιώσει το παιδί μέσα του, παραμένοντας συγχρόνως παιδί.
Ο Αλεξάκης «κρύβεται» στο έργο του όπως ακριβώς κάνει και η περσόνα του στο πλοίο, για να προφυλαχτεί από τη διακριτική απουσία που λεηλατεί τον προσωπικό του χώρο. Οπως κυνηγιέται με το σκυλί, κυνηγιέται και με το όνειρό του: αποφεύγοντας τα σοβαρά, βρίσκει τρόπο να τα διεκπεραιώνει, διακωμωδώντας τα. Στρέφεται προς τα μέσα για να εξωτερικεύσει την ατομικότητά του, για να φανερώσει τα αισθηματικά του γνωρίσματα. Γράφει όπως ζωγραφίζει και ζωγραφίζει όπως γράφει: Βιωματικά. Με το φλέγμα του δημιουργού που, εξομολογούμενος τη ζωή του, καταπραΰνει τα τραύματά του.
Η λογοτεχνία είναι βέβαια μεγάλο βάσανο. Σαν τη γυναίκα των ονείρων σου: απαιτεί όλο σου το χρόνο, ένα αποκλειστικό δόσιμο χωρίς τέλος, που ενίοτε γίνεται σαράκι και σε τρώει σιγά σιγά. Ο Αλεξάκης γνωρίζει καλά τη σημειολογία της. Ο λόγος του είναι «μια μνήμη που επανέρχεται». Ορμητικός, θυμίζει τον αέρα της Τήνου τα καλοκαίρια. Δείχνει να δυναμώνει με τα χρόνια, ακουμπώντας στην ωριμότητά του. Σαν να παίζει φυσαρμόνικα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ - 14/04/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου