( η ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ στο βιβλιοπωλείο ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΡΑΗΣ στο Χαλάνδρι στις 02.02.2006 )
Το βιβλίο αυτό είναι μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία – αυτήν του προηγούμενου βιβλίου μου Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Στα βιβλία, όπως και στη ζωή, χρειάζεται πάντα να υπάρχει μια ιστορία να την αφηγηθείς γιατί μέσα από αυτήν θυμάσαι τον εαυτό σου καλύτερα. Χωρίς ιστορία είσαι ξεγραμμένος.
Θεωρώ ότι τις μεγάλες και σημαντικές ιστορίες ο άνθρωπος τις ξαναζεί, αφού είναι σχεδόν προορισμένος για αυτές. Μπορεί και να τις παραγγέλνει κατά ένα τρόπο ή κατά ένα άλλο να είναι απών την στιγμή που συμβαίνουν και να μην τις αντιλαμβάνεται.
Όταν ξεκίνησα να γράφω το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα η ιδέα ήταν περίπου αυτή: να κάνω ένα βιβλίο ελλειπτικό, ανοιχτό, άμεσο, ώστε την όποια πλοκή του να μπορούσε να την ορίζει ο ίδιος ο αναγνώστης. Ήθελα οι ήρωες μου να είναι «κρυφοί», να μην εμφανίζονται στις σελίδες του. Αυτά, σαν αφηγηματική πρόθεση.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα βιβλία μου δεν είναι «κανονικά», δεν είναι μυθιστορήματα, τα χαρακτηρίζουν αφηγήματα και μάλιστα «εναλλακτικά», επειδή δεν υπάρχουν ήρωες, μυστήριο, πλοκή, η γνωστή κυρίαρχη συνταγή του αρχή – μέση – τέλος. Μα, υπάρχουν, απλώς δεν είναι «εμφανή». Θέλω να πω, φυσικά και υπάρχει αρχή – μέση – τέλος, απλώς ίσως ακολουθείται άλλη σειρά! Φυσικά και υπάρχουν ήρωες, μπορεί όμως να μην είναι απαραίτητα πρόσωπα. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να είναι εποχές, εικόνες ή και τραγούδια ακόμα. Τα τραγούδια ήταν σίγουρα οι ήρωες στο προηγούμενο βιβλίο μου.
Δίδεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να τα αναζητήσει όλα αυτά, να πλάσει τους δικούς του χαρακτήρες με βάση τα ερεθίσματα που του παρέχονται. Η συμμετοχή του σε ένα αναβαθμισμένο επίπεδο είναι απαραίτητη, του προσφέρει ελευθερία σκέψης, του απλώνει την φαντασία και τελικά καθορίζει και την σχέση του με τον συγγραφέα ως ισότιμη, μια και για μένα αυτό είναι το ζητούμενο.
Οι συγγραφείς δεν είναι παρά καθημερινά πρόσωπα που απλώς έχουν τη διάθεση ή την ανάγκη να πουν κάποια πράγματα σε κάποιους άλλους. Ο τρόπος που το κάνουν διαφέρει, και αυτή η διαφορά είναι που προσδιορίζει, σύμφωνα με τους «κριτικούς» και τα αφηγηματικά είδη.
Όσα συμβαίνουν σε αυτό το βιβλίο δεν είναι όλη η ιστορία, είναι μόνο κάποια στιγμιότυπα. Μικρές λεπτομέρειες που σε προκαλούν ξαφνικά να τις αξιοποιήσεις. Η πραγματική ιστορία συμβαίνει εκτός των σελίδων του και είναι ο τρόπος που ο καθένας μας ξεχωριστά αντιλαμβάνεται τα γεγονότα. Το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα αφήνει κενό χώρο, αρνείται να τον συμπληρώσει και να τον καταθέσει ως περαιωμένο, αφού έτσι θεωρεί ότι αποκλείει τον ενεργό ρόλο του αναγνώστη.
Έχει να κάνει πολύ με την απουσία ενός σημαντικού προσώπου, ενός σημαντικού γεγονότος, μιας σημαντικής στιγμής, αυτής της κρίσιμης και καθοριστικής στιγμής που άλλαξε, με μαγικό τρόπο, όλες τις άλλες. Έχει να κάνει πολύ με την επικοινωνία και την ανάγκη μας να ξεφορτωθούμε κάποια «συναισθηματικά βάρη» που μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε παρακάτω. Έχει να κάνει πολύ με την απώλεια, έναν εικονικό θάνατο, - πόσα αγαπημένα πράγματα έχουμε χάσει, γνωρίζοντας ότι δεν θα τα ξαναβρούμε;
Το ίδιο το βιβλίο είναι ένας μικρός θάνατος, μια ανυπολόγιστη απώλεια. Από την στιγμή που το γράφεις το χάνεις οριστικά. Είναι σαν ένα ωραίο γυναικείο πρόσωπο που ξαφνικά και πολύ γρήγορα είδες στο δρόμο περνώντας με το λεωφορείο. Δεν θα το ξαναδείς. Οι λέξεις που τοποθετείς στο χαρτί είναι μια προσπάθεια να συνδεθείς απευθείας με τα βαθύτερα τοπία της ύπαρξης σου, μια κατεξοχήν πράξη αυτογνωσίας που σκοπεύει να αποκαταστήσει τις ισορροπίες σου με το κοινωνικό περιβάλλον. Αν έχεις βρει τις ισορροπίες σου δεν χρειάζεσαι τις λέξεις για να στις υποδείξουν. Δεν έχεις κανένα λόγο να είσαι συγγραφέας.
Οι άνθρωποι που γράφουν δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη ευκολία με τις λέξεις. Αντίθετα, έχουν κάποια δυσκολία, στην αγωνία τους να τις βρουν και να εκθέσουν δημόσια κομμάτια του εαυτού τους. Η διάθεση εξομολόγησης που δείχνουν δεν είναι απλή, είναι επώδυνη σαν τοκετός, και αυτή για μένα θα έπρεπε να είναι η ουσιαστική συνεισφορά τους στο άνοιγμα ενός διαλόγου με το κοινό τους.
Στο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα αυτός ο διάλογος είναι εμφανής. Δεν θα χαρακτηρίσω το επίπεδο διεξαγωγής του, αυτό θα το κάνουν άλλοι, «ειδικότεροι». Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι υπάρχει. Αυτός ο διάλογος είναι η πρωταρχική ουσία της γραφής και ο σημαντικότερος λόγος που το βιβλίο αυτό γράφτηκε.
Η ερωτική σχέση που περιγράφεται εδώ, τα θραύσματά της ακριβέστερα, είναι μια σχέση οδύνης και σαν τέτοια πρέπει να ειδωθεί. Το ανώδυνο, το φαινομενικά απλό, δεν προσέλκυσε ποτέ το ενδιαφέρον του συγγραφέα. Είναι μια σχέση που η αρχή της εκτίθεται στο προηγούμενο βιβλίο μου Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου και εδώ συνεχίζεται ως ενεργή απουσία που καθορίζει και προσδιορίζει τις εξελίξεις. Είναι μια αβάσταχτη παρουσία αυτή η απουσία, μια πάλη ανάμεσα σε έναν ευάλωτο Ενεστώτα και έναν αδυσώπητο Παρατατικό που δεν έχει τέλος. Κάποια στιγμή ο Παρατατικός εξομοιώνεται με πραγματικό Ενεστώτα, ενθρονίζεται κυρίαρχος στο παρόν, και αυτό το παιχνίδι είναι ο έρωτας που συνεχίζεται με άλλο πρόσωπο και τελικά θριαμβεύει σε βάρος ενός ιδιωτικού χρόνου.
Ο έρωτας δεν είναι κάτι που μπορείς να αφηγηθείς μόνο με λέξεις. Μπορείς να περιγράψεις την οδύνη του, την απουσία του εγώ, την πλάτη του καθώς φεύγει, αλλά πώς να αποτυπώσεις την αρμονία των δονήσεων που προκαλεί, πώς να ανακαλύψεις την ίδια του την ουσία; Χρειάζεσαι χρώματα, ρυθμούς, αναπνοές που να κόβονται. Είναι ένα πολύ ακραίο συναίσθημα για να αναζητήσεις, έστω προσωρινά, καταφύγιο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το ζήσεις. Στο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα ο έρωτας προσωποποιεί ένα ακόμα ιδανικό, αυτό που κάνει τις επιθυμίες μας να παραμένουν πεισματικά ζωντανές.
Υπάρχει ένα ακόμα βασικό κλειδί που ξεκλειδώνει κάποιες μυστικές πόρτες του βιβλίου και αυτό το κλειδί αφορά στην απεύθυνση που αλλάζει ρόλους και ιδιότητες διαρκώς, παραμένοντας πάντα στην θηλυκή της υπόσταση: Η γενιά, Η εποχή, Η γυναίκα.
Υπάρχουν σημεία που οι ρόλοι γίνονται δυσδιάκριτοι, δεν γνωρίζεις καν αν αυτός ο ιδιότυπος διάλογος είναι μεταξύ του αφηγητή και μιας γυναίκας ή του αφηγητή και της γενιάς του. Θεωρώ και εδώ ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι που «χαιδεύει» την φαντασία και δίνει βήμα στον αναγνώστη να καταθέσει - κι αυτός με τη σειρά του - την δική του ξεχωριστή εκδοχή, που μπορεί να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα ή και πιο ενδιαφέρουσα ακόμα από την συγκεκριμένη οπτική του συγγραφέα.
Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στην μουσική πλευρά του Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα. Τα βιβλία έχουν πάντα την δική τους ξεχωριστή μουσική, είτε αναφέρονται σε αυτήν με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, είτε όχι. Έχω αρκετές φορές πει ότι το ροκ λειτούργησε σαν καταλύτης στην εφηβεία μου, συνδέοντας γεγονότα και στόχους και σε ένα μεγάλο βαθμό καθόρισε την ενηλικίωση μου και την στάση μου απέναντι στα πράγματα. Είναι φυσικό κάτι που αγαπάς να μεταφέρεται και στο κείμενό σου.
Νομίζω ότι αυτά τα λίγα είναι αρκετά. Δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο.
Σας ευχαριστώ πολύ
Σταύρος Σταυρόπουλος
Το βιβλίο αυτό είναι μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία – αυτήν του προηγούμενου βιβλίου μου Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Στα βιβλία, όπως και στη ζωή, χρειάζεται πάντα να υπάρχει μια ιστορία να την αφηγηθείς γιατί μέσα από αυτήν θυμάσαι τον εαυτό σου καλύτερα. Χωρίς ιστορία είσαι ξεγραμμένος.
Θεωρώ ότι τις μεγάλες και σημαντικές ιστορίες ο άνθρωπος τις ξαναζεί, αφού είναι σχεδόν προορισμένος για αυτές. Μπορεί και να τις παραγγέλνει κατά ένα τρόπο ή κατά ένα άλλο να είναι απών την στιγμή που συμβαίνουν και να μην τις αντιλαμβάνεται.
Όταν ξεκίνησα να γράφω το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα η ιδέα ήταν περίπου αυτή: να κάνω ένα βιβλίο ελλειπτικό, ανοιχτό, άμεσο, ώστε την όποια πλοκή του να μπορούσε να την ορίζει ο ίδιος ο αναγνώστης. Ήθελα οι ήρωες μου να είναι «κρυφοί», να μην εμφανίζονται στις σελίδες του. Αυτά, σαν αφηγηματική πρόθεση.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα βιβλία μου δεν είναι «κανονικά», δεν είναι μυθιστορήματα, τα χαρακτηρίζουν αφηγήματα και μάλιστα «εναλλακτικά», επειδή δεν υπάρχουν ήρωες, μυστήριο, πλοκή, η γνωστή κυρίαρχη συνταγή του αρχή – μέση – τέλος. Μα, υπάρχουν, απλώς δεν είναι «εμφανή». Θέλω να πω, φυσικά και υπάρχει αρχή – μέση – τέλος, απλώς ίσως ακολουθείται άλλη σειρά! Φυσικά και υπάρχουν ήρωες, μπορεί όμως να μην είναι απαραίτητα πρόσωπα. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να είναι εποχές, εικόνες ή και τραγούδια ακόμα. Τα τραγούδια ήταν σίγουρα οι ήρωες στο προηγούμενο βιβλίο μου.
Δίδεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να τα αναζητήσει όλα αυτά, να πλάσει τους δικούς του χαρακτήρες με βάση τα ερεθίσματα που του παρέχονται. Η συμμετοχή του σε ένα αναβαθμισμένο επίπεδο είναι απαραίτητη, του προσφέρει ελευθερία σκέψης, του απλώνει την φαντασία και τελικά καθορίζει και την σχέση του με τον συγγραφέα ως ισότιμη, μια και για μένα αυτό είναι το ζητούμενο.
Οι συγγραφείς δεν είναι παρά καθημερινά πρόσωπα που απλώς έχουν τη διάθεση ή την ανάγκη να πουν κάποια πράγματα σε κάποιους άλλους. Ο τρόπος που το κάνουν διαφέρει, και αυτή η διαφορά είναι που προσδιορίζει, σύμφωνα με τους «κριτικούς» και τα αφηγηματικά είδη.
Όσα συμβαίνουν σε αυτό το βιβλίο δεν είναι όλη η ιστορία, είναι μόνο κάποια στιγμιότυπα. Μικρές λεπτομέρειες που σε προκαλούν ξαφνικά να τις αξιοποιήσεις. Η πραγματική ιστορία συμβαίνει εκτός των σελίδων του και είναι ο τρόπος που ο καθένας μας ξεχωριστά αντιλαμβάνεται τα γεγονότα. Το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα αφήνει κενό χώρο, αρνείται να τον συμπληρώσει και να τον καταθέσει ως περαιωμένο, αφού έτσι θεωρεί ότι αποκλείει τον ενεργό ρόλο του αναγνώστη.
Έχει να κάνει πολύ με την απουσία ενός σημαντικού προσώπου, ενός σημαντικού γεγονότος, μιας σημαντικής στιγμής, αυτής της κρίσιμης και καθοριστικής στιγμής που άλλαξε, με μαγικό τρόπο, όλες τις άλλες. Έχει να κάνει πολύ με την επικοινωνία και την ανάγκη μας να ξεφορτωθούμε κάποια «συναισθηματικά βάρη» που μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε παρακάτω. Έχει να κάνει πολύ με την απώλεια, έναν εικονικό θάνατο, - πόσα αγαπημένα πράγματα έχουμε χάσει, γνωρίζοντας ότι δεν θα τα ξαναβρούμε;
Το ίδιο το βιβλίο είναι ένας μικρός θάνατος, μια ανυπολόγιστη απώλεια. Από την στιγμή που το γράφεις το χάνεις οριστικά. Είναι σαν ένα ωραίο γυναικείο πρόσωπο που ξαφνικά και πολύ γρήγορα είδες στο δρόμο περνώντας με το λεωφορείο. Δεν θα το ξαναδείς. Οι λέξεις που τοποθετείς στο χαρτί είναι μια προσπάθεια να συνδεθείς απευθείας με τα βαθύτερα τοπία της ύπαρξης σου, μια κατεξοχήν πράξη αυτογνωσίας που σκοπεύει να αποκαταστήσει τις ισορροπίες σου με το κοινωνικό περιβάλλον. Αν έχεις βρει τις ισορροπίες σου δεν χρειάζεσαι τις λέξεις για να στις υποδείξουν. Δεν έχεις κανένα λόγο να είσαι συγγραφέας.
Οι άνθρωποι που γράφουν δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη ευκολία με τις λέξεις. Αντίθετα, έχουν κάποια δυσκολία, στην αγωνία τους να τις βρουν και να εκθέσουν δημόσια κομμάτια του εαυτού τους. Η διάθεση εξομολόγησης που δείχνουν δεν είναι απλή, είναι επώδυνη σαν τοκετός, και αυτή για μένα θα έπρεπε να είναι η ουσιαστική συνεισφορά τους στο άνοιγμα ενός διαλόγου με το κοινό τους.
Στο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα αυτός ο διάλογος είναι εμφανής. Δεν θα χαρακτηρίσω το επίπεδο διεξαγωγής του, αυτό θα το κάνουν άλλοι, «ειδικότεροι». Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι υπάρχει. Αυτός ο διάλογος είναι η πρωταρχική ουσία της γραφής και ο σημαντικότερος λόγος που το βιβλίο αυτό γράφτηκε.
Η ερωτική σχέση που περιγράφεται εδώ, τα θραύσματά της ακριβέστερα, είναι μια σχέση οδύνης και σαν τέτοια πρέπει να ειδωθεί. Το ανώδυνο, το φαινομενικά απλό, δεν προσέλκυσε ποτέ το ενδιαφέρον του συγγραφέα. Είναι μια σχέση που η αρχή της εκτίθεται στο προηγούμενο βιβλίο μου Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου και εδώ συνεχίζεται ως ενεργή απουσία που καθορίζει και προσδιορίζει τις εξελίξεις. Είναι μια αβάσταχτη παρουσία αυτή η απουσία, μια πάλη ανάμεσα σε έναν ευάλωτο Ενεστώτα και έναν αδυσώπητο Παρατατικό που δεν έχει τέλος. Κάποια στιγμή ο Παρατατικός εξομοιώνεται με πραγματικό Ενεστώτα, ενθρονίζεται κυρίαρχος στο παρόν, και αυτό το παιχνίδι είναι ο έρωτας που συνεχίζεται με άλλο πρόσωπο και τελικά θριαμβεύει σε βάρος ενός ιδιωτικού χρόνου.
Ο έρωτας δεν είναι κάτι που μπορείς να αφηγηθείς μόνο με λέξεις. Μπορείς να περιγράψεις την οδύνη του, την απουσία του εγώ, την πλάτη του καθώς φεύγει, αλλά πώς να αποτυπώσεις την αρμονία των δονήσεων που προκαλεί, πώς να ανακαλύψεις την ίδια του την ουσία; Χρειάζεσαι χρώματα, ρυθμούς, αναπνοές που να κόβονται. Είναι ένα πολύ ακραίο συναίσθημα για να αναζητήσεις, έστω προσωρινά, καταφύγιο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το ζήσεις. Στο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα ο έρωτας προσωποποιεί ένα ακόμα ιδανικό, αυτό που κάνει τις επιθυμίες μας να παραμένουν πεισματικά ζωντανές.
Υπάρχει ένα ακόμα βασικό κλειδί που ξεκλειδώνει κάποιες μυστικές πόρτες του βιβλίου και αυτό το κλειδί αφορά στην απεύθυνση που αλλάζει ρόλους και ιδιότητες διαρκώς, παραμένοντας πάντα στην θηλυκή της υπόσταση: Η γενιά, Η εποχή, Η γυναίκα.
Υπάρχουν σημεία που οι ρόλοι γίνονται δυσδιάκριτοι, δεν γνωρίζεις καν αν αυτός ο ιδιότυπος διάλογος είναι μεταξύ του αφηγητή και μιας γυναίκας ή του αφηγητή και της γενιάς του. Θεωρώ και εδώ ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι που «χαιδεύει» την φαντασία και δίνει βήμα στον αναγνώστη να καταθέσει - κι αυτός με τη σειρά του - την δική του ξεχωριστή εκδοχή, που μπορεί να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα ή και πιο ενδιαφέρουσα ακόμα από την συγκεκριμένη οπτική του συγγραφέα.
Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στην μουσική πλευρά του Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα. Τα βιβλία έχουν πάντα την δική τους ξεχωριστή μουσική, είτε αναφέρονται σε αυτήν με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, είτε όχι. Έχω αρκετές φορές πει ότι το ροκ λειτούργησε σαν καταλύτης στην εφηβεία μου, συνδέοντας γεγονότα και στόχους και σε ένα μεγάλο βαθμό καθόρισε την ενηλικίωση μου και την στάση μου απέναντι στα πράγματα. Είναι φυσικό κάτι που αγαπάς να μεταφέρεται και στο κείμενό σου.
Νομίζω ότι αυτά τα λίγα είναι αρκετά. Δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο.
Σας ευχαριστώ πολύ
Σταύρος Σταυρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου