Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

ΕΠΕΙΔΗ ΤΕΛΟΣ




ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ακούστηκε. Εκατόν ένα, εκατόν δύο. Επεφτε πάνω σ' έναν τσίγκο και με ακανόνιστο θόρυβο, σαν βροχή. Ανέβαινε. Αλλά με μια απόφαση.
Ηταν ένα χαρτί και έλεγε «ήρθε ο καιρός να χωρίσουν μέχρι θανάτου ο νους του ανθρώπου από το νου του κόσμου» (1). Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αν και ουδέτερου γένους, είχε μια θηλαστική ομορφιά που έτρεφε. Από το αυτί της κρεμόταν ένα τηλέφωνο. Σαν πελώριο σκουλαρίκι ήταν και βάραινε και απ' τα καλώδια έτρεχε ένα παχύρρευστο υγρό, που ήταν κάτι ανάμεσα σε σπέρμα και ομίχλη.

ΕΧΕΙ εγκατασταθεί μια λύπη ανάμεσα σε μένα και τη γυναίκα. Και δεν αφήνει να βλέπω, αλλά είναι η τιμωρία της. Αυτή η λύπη είναι το αποτέλεσμα της γυναίκας. Που συνεχώς βαραίνει και τώρα τα καλώδια σφίγγουν τον λαιμό της και αναπνέει. Οπως λάμπα είναι που σβήνει.
Από το στόμα της βγήκε βαρύς ένας προορισμός. Σαν παραμύθι έγινε εξημερωμένο. Αλλά και σαν εκθαμβωτική όραση. Την αρμέγουν τα μάτια μου. Υπάρχει σάρκα και φωτιά εκεί. Χωρίς θέμα. Το θέμα κάνει τα μάτια να γερνούν.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ που ήταν ο κόσμος ράβεται πάνω στις κινήσεις της και τις σκεπάζει. Φλούδες πέφτουν από το πρόσωπό της. Από κάτω φαίνεται σαν φόδρα η εξειδίκευση. Θεωρείται η πιο εξελιγμένη μορφή και διαλύεται η καρδιά της πίσω απ' τον κόσμο γιατί τον άφησε, και έμεινε ο κόσμος μόνος του, χωρίς είδος, έμεινε ο κόσμος χωρίς αυτό που θεωρητικά ήταν ο κόσμος, δηλαδή η καρδιά του, η γυναίκα που ήταν ο κόσμος χωρίστηκε απ' τον κόσμο με θόρυβο και έμεινε μόνον ο κόσμος. Χωρίς καρδιά.

ΕΙΜΑΙ ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη. Και βλέπω. Αυτή η εργάσιμη γη, σαν πλακούντας. Τη βυζαίνουν άγνωστοι σπόροι. Που πάνε. Ο ουρανός μιλάει ελληνικά. Επιμένει, σαν νεκρή εντολή που ανοίγεται. Θα έρθουν με αέρα και από τη στεριά μεταφέρονται πάνω σε αδένες, χωρίς σπονδυλική στήλη. Τα νέα πλάσματα που φορούν μάσκες οξυγόνου και έχουν πάλι ουρά.
Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αυτή η θηλαστική ομορφιά που είχε κρύψει τον κόσμο στο στήθος της, πέρασε κάτω από την επιφάνεια του νερού και λέει: Δεν θα γυρίσω ποτέ.
Σε αυτόν τον πρώην κατοικημένο κόσμο με τα ελληνικά χρόνια, τα πράγματα θα μιλάνε απέναντι. Να κατορθώσω να ξαναδώ σαν παιδί. Να δω σαν ήλιος τα πράγματα να ματώνουν.

ΠΗΡΕ έπειτα μια ζεματιστή κιθάρα στα χέρια και έγνεψε πάμε. Ο ορίζοντας είχε φορέσει προφυλακτικό. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, χωρίς σκιά, βούλιαξε μέσα στις αρτηρίες της, όπως βουλιάζει μια μπότα στη λάσπη. Ξέχασα να πω ότι αυτή η γυναίκα υπέφερε από έλλειψη σκιάς. Ετσι λερωμένη, αχτένιστη, είχε δυο περίστροφα στα μάτια και μόνο καπνός έβγαινε. Η σφαίρα ήταν στρογγυλή με μια μικρή κόκκινη αιχμή στην κορυφή. Εσταζε.
Την έπιασα και την ακούμπησα στη βιτρίνα.

ΗΤΑΝ απόδειξη. Αυτού που ήταν πριν.
Αυτή η γυναίκα, αχτένιστη.
Χωρίς σκιά.
Με μια μικρή κόκκινη αιχμή στην κορυφή.
Εσταζε.

(1) Γιώργος Χειμωνάς, Ο γάμος

* Η στήλη "Απέναντι" θα αντικαταστήσει τη στήλη "Νύχτα είναι, θα περάσει" που ολοκλήρωσε τον κύκλο της μετά από δυόμιση χρόνια, στην Ελευθεροτυπία του Σαββάτου. Αυτό είναι το πρώτο κείμενο. Θα εμφανίζεται περιοδικά έως τα τέλη Σεπτέμβρη. Μετά, ο χρόνος θα δείξει.


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=291300

1 σχόλιο:

MARIA CHRONIARI είπε...

Καλή αρχή και καλή συνέχεια. Με μια κόκκινη αιχμή να χωρίζει στρατόπεδα.