Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΟ FLORAL







Θέλω να βάλω αντηλιακή κρέμα και επειδή εδώ είναι νύχτα δεν μ’ αφήνει κανείς. Κλαίω. Μου έχουν πει ότι αντηλιακό βάζουμε μόνο τη μέρα για να προστατευόμαστε απ’ τον ήλιο, όμως εγώ δεν τους ακούω. Τα εγκαύματα που αφήνουν οι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνα. Το σκοτάδι τους με κάνει και τρέμω. Το βγάζουν απ’ τις τσέπες τους κι εγώ κρυώνω.

Ο ήλιος δεν φταίει. Είναι καλός. Τον αγαπάω γιατί κάνει τις λέξεις να κολυμπούν.

Μ’ αρέσει να βάζω καλάθια, να τρώω παγωτά φράουλα και να παίζω με τη θάλασσα στο δωμάτιό μου. Και όλο μου λένε λογοτεχνία. Φωνάζουν μέσα στα αυτιά μου και κάνουν θόρυβο, σαν μηχανές αεροπλάνων. Όμως, δεν ξέρουν να πετούν.

Νομίζουν ότι όταν μεγαλώσω θα κολλήσω κι εγώ αυτή την αρρώστια που έχουν κι αυτοί και την λένε μετριότητα. Γι αυτό δεν θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να διαβάζω ένα βιβλίο μόνη μου και να λέω αν μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει.

Πολλά βιβλία μ’ αρέσουν γιατί με αφήνουν και βάζω αντηλιακή κρέμα τη νύχτα και έχουν ζωή. Αυτό εδώ το βιβλίο με χαϊδεύει σαν μέλλον και ηρεμώ. Και μου φέρνει τις εικόνες στα πόδια μου.

Ζήτησα απ’ τη μαμά μου να μου το πάρει, γιατί ήθελα να μάθω γιατί πιο νύχτα δεν γίνεται. Άρχισα να διαβάζω. Όσο προχωρούσα, καταλάβαινα. Οι άνθρωποι φοβούνται να είναι αυτό που είναι, και προσπαθούν να γίνουν κάτι που ποτέ δεν θα φτάσουν. Κι όλο κάνουν πράγματα που με κάνουν να θυμώνω.

Φοβάμαι. Εγώ είμαι αυτό που είμαι χωρίς τους άλλους. Γιατί νύχτα είναι αυτό που οι άλλοι σου προκαλούν. Και αυτό που οι άλλοι κάνουν για να μη φτάσεις πιο γρήγορα στο φως.

Μια μέρα είδα το φεγγάρι να κολυμπάει στον ουρανό. Δεν φορούσε μπρατσάκια – θα είχε μάλλον μεγαλώσει. Χαμογελούσε με τις άσπρες, φωτεινές βλεφαρίδες του. Μετά το βρήκα και στο βιβλίο και του είπα να μου το δώσει σπίτι να παίξουμε, αλλά δεν γινόταν γιατί θα έχανε τη σελίδα του.

Οι αληθινές σελίδες δεν έχουν σκάλα γιατί δεν θέλουν να χάνουν ζωή.

Μίλησα λίγο με τους εαυτούς μου που θέλανε να πάνε να παίξουνε και μετά είδα μια ιδέα που ήταν τελικά τρεις, αλλά οι δύο δεν φαινόντουσαν γιατί ήταν μαύρες και ήταν νύχτα. Δεν είχαν βάλει αντηλιακή κρέμα και κρύωναν. Όταν θα πάω σπίτι μου, θα ανοίξω πάλι το βιβλίο και θα τις βρω ζωγραφισμένες να μου χαμογελούν.

Τώρα κρατάω τον μαρκαδόρο μου σαν ακόντιο και τον εξαπολύω στο μπλοκ. Σε λίγο η σελίδα θα γεμίσει κριτική, αυτή τη λέξη την άκουσα χθες. Δεν ξέρω τι σημαίνει, πάντως οι δικές μου λέξεις είναι με χρώματα. Θυμάμαι όταν βγαίνανε κάτι μεγάλοι θόρυβοι τεράστιοι, που άκουσα σ’ αυτό το χρωματιστό κουτί που έχουμε στο σαλόνι μας, ότι ο θάνατος του υποκειμένου οδηγεί στην αφαίρεση. Ένας φαλακρός κύριος με γυαλιά, που μάλλον δεν ήξερε πρόσθεση, είπε ότι φταίνε τα γεγονότα και ένας άλλος κύριος χοντρός που φορούσε φούξια γραβάτα, είπε ότι φταίει το άλεκτον του ανέφικτου.

Εγώ δεν ξέρω ποιος φταίει, ξέρω όμως ότι κάθε φορά που καίγονται τα πράγματα, γίνεται κάτι που το λένε συζήτηση και αυτό πρέπει να είναι πολύ σοβαρό πράγμα, γιατί συμβαίνει πάντα μετά από μεγάλες καταστροφές.

Λένε ότι αυτό γίνεται γιατί έχουμε λογοτεχνία. Δηλαδή λογοτεχνία είναι να καίγονται τα πράγματα επειδή δεν ξέρουμε πρόσθεση και μετά να γίνεται αφαίρεση. Τελικά η λογοτεχνία είναι το αντίθετο της σιωπής.

Ευτυχώς που αυτό το χρωματιστό κουτί στο σαλόνι μου έχει κάθε μέρα μίκυ μάους και έτσι δεν βαριέμαι. Είναι κάτι κύριοι με γυαλιά που μιλάνε με κριτική, αυτή την καινούρια λέξη, και δεν ξέρουν καθόλου από σιωπή. Κι εγώ βαριέμαι.

Νομίζω ότι ο ένας περπατάει μέσα στον άλλον και όταν μιλούν βγαίνουν όλες οι φωνές μαζί και δεν καταλαβαίνεις τίποτε. Μετά αλλάζουν βραβεία.

Αυτό το βιβλίο που μου έδωσε ο φίλος μου, έχει μόνο μια φωνή και μου αρέσει να την ακούω γιατί είναι σιωπή.

Απλώς, με όλα αυτά που γίνονται, δεν θέλω άλλο να μεγαλώσω. Μου αρέσει που είμαι ακόμη επτά χρονών και μπορώ να ονειρεύομαι τη ζωή με ανθρώπους που δεν υπάρχουν.

Η επιβίωση είναι ανταρσία.


(η ομιλία της 7χρονης Άννας Μαρίας στο Floral στις 20.6.2011 στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου Πιο νύχτα δεν γίνεται)



5 σχόλια:

tsiou είπε...

Ουάου....πόσο φωτεινό τόσο μεγάλες αλήθειες να βγαίνουν απο ένα τόσο μικρό παιδί..

MARIA CHRONIARI είπε...

Αγαπητέ ή αγαπητή skan Tzo, αυτό που έκανε ο Σταύρος Σταυρόπουλος σε αυτή την παρουσίαση, ήταν ότι πρωτίστως έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα σε πολλούς αποδέκτες. Ήταν μία ανατροπή σε όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε για τις παρουσιάσεις των βιβλίων, και μίλησε για όλα εκείνα που κολυμπούν στην επιφάνεια του χώρου του πολιτισμού και κυρίως στον χώρο του βιβλίου.

Και λέω επιφάνεια, διότι σχεδόν οι περισσότεροι εξ αυτών που κινούνται εντός του χώρου, μένουν μόνο εκεί. Ίσως γιατί το βάθος να μη μπορούν να το αντέξουν..

Είμαι βέβαιη πως σαφώς κατάλαβες ότι ένα τόσο ιδιαίτερο και γεμάτο συμβολισμούς κείμενο, δεν θα μπορούσε να γραφεί από ένα παιδί, παρά μόνο από την ιδιαίτερη και αναγνωρίσιμη γραφή του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Καραβάκι είπε...

Η πιο γλυκιά σας ανάρτηση... Να σαστε καλά και οι δυο και να χαμογελάτε πάντα!

tsiou είπε...

Αγαπητή MARIA CHRONIARI,
η αναγνωρίσιμη γραφή του Σταύρου Σταυρόπουλου, όπως κι εσύ η ίδια εύστοχα υπενθυμίζεις, πάντα φέρνει στο μυαλό μου την εικόνα ενός μικρού παιδιού που με μάτια μεγάλα γεμάτα απορία κοιτάζει έναν κόσμο. έναν κόσμο που ακόμα δεν έχει καταλάβει αν μέσα σ' αυτόν ανήκει ή όχι, έναν κόσμο για τον οποίο δεν ξέρει αν νιώθει ακόμα αγάπη και στοργή ή η απογοήτευση τις έχει αντικαταστήσει. Συνεχίζει όμως να κοιτάει και ένα γιατί κρέμεται στα μάτια του και, όπως ο ίδιος δηλώνει, δε έχει να πει τίποτα, τα είπαν όλα οι άλλοι που είναι...

Είμαι βέβαιη πως σαφώς κατάλαβες τους συμβολισμούς της δικιάς μου έκφρασης.

Φιλικά( όσο μπορεί τουλάχιστον από έναν άγνωστο:) )

ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ είπε...

Αγαπητή sKan Tzo, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σου και με τους συμβολισμούς της έκφρασής σου.

Και μιας και ετέθη το θέμα της παιδικής αθωότητας, επίτρεψέ μου να παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, "Πιο νύχτα δεν γίνεται", που έχω την αίσθηση οτι θα συμφωνήσεις:

"Μια μέρα ο θάνατος θα μείνει στο δρόμο και απ’ τις ρωγμές της ασφάλτου θα φυτρώσει ζωή. Θα καίει σαν πίσσα που το μαύρο της θα ανοίγει προς μια εκτυφλωτική λευκότητα. Και θα λούσει.
Οι ψυχές θα γράψουν τις λέξεις που πρέπει για να συγκλίνουν οι άνθρωποι. Να έρθει ο ένας προς το μέρος του άλλου για να μείνει, μιλώντας. Τότε ο νους θα γίνει παιδί. Με δυο μεγάλα αθώα μάτια να κοιτάζει.

Αόρατος περνάει, χωρίς να κουτσαίνει και περιμένει τον νέο οικισμό που θα λούσει. Να αλλάξει η φορά της φωνής. Να περάσει αυτός ο καιρός και να έρθει ο νέος. Από το τέλος σαν θάλασσα θα σκεπάσει τη γη και τους ανθρώπους, αλλά σαν πελώρια αγκαλιά. Σίγουρη αγκαλιά ενός μωρού. Και θα βγάλει ρίζες από κάτω ο κόσμος, να περπατά.

Στο μέρος που θα βλέπει μόνο ο ήλιος και ο νους θα είναι παιδί."


Φιλικά