Όλα μου τα γραπτά έχουν ήχο κιθάρας πίσω τους.
Ακόμα και οι νουβέλες.
LEONARD COHEN
ΦΕΥΓΑΛΕΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ, συγκινήσεις ιδιοφυείς, ευφυΐα της σπατάλης του χρόνου, των ιδιωτικών στιγμών, του επώδυνου διλήμματος.
Τρυφερές λέξεις, με άπληστο ξόδεμα, με έρωτες που γυαλίζουν πάνω στο δέρμα μας σαν διαμάντια. Kι’ αυτή η διάθεση να ρισκάρεις τα πάντα που δυναμώνει κάθε χρόνο και περισσότερο.
Ένοχα κορμιά, φλογισμένα. Ληγμένες αγάπες. Που γαντζώθηκαν άγρια σε κάγκελα, που περπάτησαν σε γυαλιά, που κοιμήθηκαν τρεις φορές λιγότερο απ’ το κανονικό, που έζησαν σε εγκαταλειμμένα κτίρια γιατί δεν μπορούσαν αλλιώς.
Ξεφτισμένα μακό, ποιήματα, βλέμματα κουρασμένα. Ηλεκτρικά.
Οι φορτισμένοι στίχοι του Αρθούρου Ρεμπώ, σαΐτες. Ξεκουρδισμένες κιθάρες, ξεκουρδισμένες γραφές. Ζωές που συγκρούονται μια ζωή, έτσι από ανάγκη.
Σκόρπια ταξίδια, ίριδες. Χρώματα τρελαμένα. Φυλλάδια στην διαδήλωση, Πανεπιστημίου, στο ύψος του Music Corner. Σαν παρακαταθήκες μιας γενιάς που δεν έμαθε άλλο από το να αντιμιλάει.
Με τραγούδια καρφωμένα στο πέτο σηματάκι, διακριτικό της κάστας μας.
Με κονκάρδες των Jam, των Doors, των Eloy.
Εύθραυστη λίμπιντο, από πορσελάνη. Σαν ρεφρέν της Courtney Love τραγουδισμένο παράφωνα από τον Country Joe. Άλλης δεκαετίας.
Ιδρώσαμε λίγο, μα θα τα καταφέρουμε.
Θαμμένοι ζωντανοί μέσα σε κατακόκκινα όνειρα, αποφύγαμε τις «σκόνες» την τελευταία στιγμή. Καλά παιδιά, αεικίνητα. Και στο τέλος σωσμένα.
Είμαστε πια εναντίον της αποκατάστασης της τάξης, κατά της άγνοιας, υπέρ της ολοκληρωτικής διασάλευσης των αισθήσεων. Μας αρέσουν ακόμα τα παιχνίδια, ίσως γιατί συγκεντρώνουν ενέργεια εκτονώνοντας το κυνήγι των ηδονών. Τα βιβλία του Τσάρλς Μπουκόφσκι στις διαδρομές με τρένο Μοσχάτο – Ομόνοια. Και τα τραγούδια που περιέχουν το στερητικό without. Με δεύτερο συνθετικό το you, κατά προτίμηση.
Μέσα στις κραυγές αγωνίας του «Ball and Chain» που σβήνει στο πικάπ σαν επιθανάτιος ρόγχος, παραμονεύει η πρώτη ύλη μιας - δημόσιας πια- μανιέρας που υπερβαίνοντας τις γνωστές συνταγές, προσπαθεί να δημιουργήσει, πέραν του εθισμού, και συναισθηματική ένταση.
Το υπερβατικό ουρλιαχτό της Janis Joplin καταγράφει με σαφήνεια έναν συντριμμένο κόσμο όπου τα πάντα έχουν ανατραπεί. Αυτός υπήρξε ανέκαθεν ο μοναχικός δρόμος του ροκ εν ρολ. Η πεμπτουσία των συνθημάτων του.
Ούτε ο ανατρεπτικός ήχος, ούτε η προκλητική στάση, ούτε τα εντυπωσιακά γυρίσματα, ούτε καλά καλά το σκράτς-σκράτς του παλιού βινυλίου, μπόρεσαν ποτέ να το συγκρατήσουν από το να πραγματοποιήσει μια μοναδική ηλεκτρική επαφή ως ακουστικό ισοδύναμο της παθιασμένης ερωτικής ένωσης δυο νέων που βγαίνουν το πρώτο τους ραντεβού.
Οι φτηνές κολόνιες πίσω απ’ το αυτί πασαλειμμένες χύμα, τα καλοκαιρινά σινεμά με πασατέμπο και μπίρες, τα τριμμένα τζιν με το σηματάκι του Dark side of the moon ραμμένο πρόχειρα στην κωλότσεπη, η ποίηση σαν χαρακτηριστικό έμβλημα μιας εξαντλητικής εφηβείας, οι βραδιές για εξακρίβωση στο αστυνομικό τμήμα, τα πρώτα, ανεκπλήρωτα ερωτικά σχέδια, τα κρυφά, τσαλακωμένα σεντόνια, τα σπάνια, μεταχειρισμένα βινύλια, οι σκισμένες σελίδες των μαθητικών μας βιβλίων, οι σκοτεινές αγωνίες των εξετάσεων, ο ξέφρενος πυρετός των μπαρ, τα τσιγάρα που κόλλαγαν στο στόμα κι όταν ξεκόλλαγαν έπαιρναν και το μισό χείλι στην άκρη του φίλτρου κι ένας μακρύς, ερεθιστικός κατάλογος από κοντές φούστες με σκίσιμο, έγραψαν σιγά αλλά σταθερά το σενάριο.
Η ενηλικίωση μας έχει τους χρόνους, την ένταση και την θεαματικότητα του ροκ εν ρολ. Εκεί αποκτήσαμε φίλους, σχέδια, αγωνίες. Εκεί αποκτήσαμε όνειρα. Γίναμε αυτό, που όταν ακόμα ήμαστε παιδιά, μας ήταν απαγορευμένο.
Σχεδόν εμείς, σχεδόν διάσημοι.
Το ροκ εν ρολ μας έσωσε τη ζωή, στέγασε την εφηβεία μας, ήταν το όχημα, το μέσον που θα μας πήγαινε μακριά. Μας πήγε.
Το πού τελικά φτάσαμε είναι εισήγηση σε συνέδριο εναλλακτικών, ιστορικό ζητούμενο που μένει να αποδειχτεί, συνέντευξη από καθέδρας των αυτοαποκαλούμενων εκφραστών του χώρου.
Σίγουρα, δεν ήταν ο ιδανικότερος τρόπος για να χαϊδέψουμε τα αυτιά όσων πιστεύουν σε άλλου είδους κληρονομιές. Σίγουρα, δεν ήταν το σταθερότερο βήμα που το εκτόπισμα του θα άνοιγε διάπλατα δρόμους στις μετέπειτα διεκδικήσεις μας. Ήταν όμως, ό,τι ονειρευτήκαμε για να εξουδετερώσουμε τον ήχο και την εικόνα ενός συστήματος που δεν μας περιέκλειε. Ό,τι μπορέσαμε να κάνουμε για να πολεμήσουμε συνολικά την νοοτροπία του που μας ενοχλούσε.
Πολλές φορές, συμβαίνει να επωμίζεσαι έναν ρόλο ζωής χωρίς να τον επιλέγεις συνειδητά, να σε διαλέγει αυτός για να τον εκπροσωπήσεις, αναγνωρίζοντας σου εκείνα τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν την δυναμική του και συμβάλλουν στην περαιτέρω πορεία του.
Έτσι, απλά, εμπλακήκαμε. Παραδοθήκαμε στην δίνη του, γνέθοντας το κουκούλι της δικής μας αθωότητας, μένοντας μακριά από σταυροδρόμια.
Έτσι, απλά, αποφασίσαμε, σχεδόν καταστατικά, να αναγνωρίσουμε τους όρους του στην διεξαγωγή ενός παιχνιδιού που δεν έδινε φαβορί ή αουτσάιντερ, παρά μόνο τον χρόνο που απέμενε ως το τέλος, την κλεψύδρα που, μετρώντας ανάποδα, θα αποτελούσε το μοναδικό κίνητρο στο αντιμυθιστόρημα της ζωής μας.
Έτσι, απλά, γνωριστήκαμε.
Αυτή η γενιά είναι περιουσιακό μας στοιχείο. Ίσως το μοναδικό που μπορούμε να δηλώσουμε στην εφορία χωρίς να κινδυνεύουμε να πληρώσουμε επιπλέον φόρο. Έχουμε ήδη πληρώσει πολύ, βλέποντας για δυο ολόκληρες δεκαετίες το φθαρμένο μας είδωλο στον καθρέφτη να απορεί. Και απορούμε που απορεί. Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως γίνεται να απορείς χωρίς να έχεις προλάβει καν να ρωτήσεις. Να δεις. Να μιλήσεις.
«Τη μέρα που καταστράφηκε ο κόσμος εμείς δεν είχαμε ακόμα γεννηθεί» έγραψε μια άλλη Νικολέτα. Είχε δίκιο.
Άλλη εποχή πια, άλλες συνήθειες. Η παλιά παραμένει, αντέχει ακόμα.
Παραγγέλνει έρωτες που στο σκοτάδι της νύχτας δείχνουν ασπρόμαυροι. Προσωρινά χαμένοι, όπως εσύ. Όχι για πολύ όμως, το ξέρω.
Τίποτα δεν τελειώνει πριν το τέλος.
Θα το δεις.
(απόσπασμα από το βιβλίο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα, εκδ. Απόπειρα, 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου