Εγώ δεν ζήτησα να σε βάλω στο κεφάλι μου.
Εσύ μπήκες μέσα του.
Δε σου ζήτησα να μείνεις.
Εσύ επέμεινες.
Δεν είχα ανάγκη εγώ κανέναν έρωτα.
Εσύ τον ξύπνησες.
Το κορμί μου το είχα καθησυχάσει σε μια ήρεμη πορεία.
Εσύ το λοξοδρόμησες.
Τις μέρες μου τις αγαπούσα και χωρίς εσένα.
Τις νύχτες, ένα βιβλίο και ένα μαξιλάρι μου ήταν αρκετό.
Καμία απουσία δεν ήταν αισθητή δίχως την ύπαρξη σου.
Ίσως να ευθύνεται μια μικρή παράκληση που έκανα σ’ ένα απ’ τα όνειρα μου.
Είχα ζητήσει να μπορώ να μιλώ και σε κάποιον άλλο πέρα απ' τον εαυτό μου.
Τότε φάνηκες.
Ίσως και να ζούσες στο υποσυνείδητο μου από πάντα.
Μα τότε δεν είχες σάρκα.
Στην αρχή με ξάφνιασες.
Άρχισα να πιστεύω πως πάσχω από σχιζοφρένεια.
Λίγο αργότερα χτύπησε την πόρτα η πραγματικότητα.
Α τι καλά, δεν είμαι ψυχασθενής.
Ήσουν ακόμα ένα κατάλοιπο.
Μπορώ και πάλι να επιστρέψω στην σπηλιά μου.
ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΒΑΛΑΒΑΝΗ