Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη, Χωρίς τίτλο
(colour), 2015, γύψος και
προσαρμοσμένη βάση ντέξιον
Το χθεσινό μου κείμενο στην Αυγή της Κυριακής για τον Βάσο Κουτσογιαννόπουλο
«Όλοι αναρωτιούνται
γιατί χάσαμε. Εγώ, γιατί υπάρχω.» Η φράση αυτή που περιλαμβάνεται σε
επιστολή του Νίκου Καρούζου από την Μακρόνησο και είχε ως αποδέκτη τον Φώτη Κόντογλου,
εκφράζει, νομίζω, επακριβώς το δυνητικό ποιητικό σύμπαν και την υπαρξιακή
αγωνία του Βάσου Κουτσογιαννόπουλου. Ο ηλικίας σήμερα 87 ετών ποιητής, είχε την
διακριτικότητα και την ταπεινοφροσύνη να εμφανιστεί στα γράμματα το 2011, σε
ηλικία, δηλαδή, 83 ετών, με την συλλογή «Απόπειρα», μια καλαίσθητη έκδοση 59
ποιημάτων, μιλώντας οξυδερκώς για το αυτονόητο: Για το πώς μπορεί κανείς, σε
πείσμα των εποχών, να παραμένει άνθρωπος. Ακολούθησε το 2014, από τις εκδόσεις
Βιβλιόραμα, το «Μαρτυρία εξορίας», μια επίσης χαμηλότονη προσπάθεια να χαρτογραφηθεί,
να διασωθεί η ιστορική μνήμη μιας περιόδου από την οποίαν μπορούν να αντληθούν
ποικίλα και πολυεπίπεδα συμπεράσματα – εδώ είναι ίσως λάθος ο τόνος του τίτλου
στο «μαρτυρία», θα τον προτιμούσα στο ύψιλον – για να φτάσουμε στο ανά χείρας
βιβλίο, «Ο νόμος της φθοράς» (Βιβλιόραμα, 2015).
Στη φυλακή με τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Μενδράκο και
τόσους άλλους, ο νεαρός τότε Κουτσογιαννόπουλος είχε την ευκαιρία να σχηματίσει
μια πρώτη εικόνα του κόσμου, ψάχνοντας το νήμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο,
ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα, ανάμεσα στην πολιτική ένταξη και
στην επιβίωση. Αιωρήθηκε σ’ αυτές τις μεγάλες αμφισημίες, στις απαραίτητες
αντιθετικές θεωρήσεις και τις καθημερινές υπονομεύσεις τους, για να φτάσει μέχρι
εδώ, αποφασίζοντας να γράψει – και έχοντας ήδη το παλιό υλικό. Ποιο παλιό; Αν
τολμήσω να τραβήξω μια ευθεία γραμμή ενώνοντας τους ιστορικούς σταθμούς της
γενεαλογίας της ελληνικής ποίησης, αρχίζοντας απ’ τον Καβάφη (και αυτό είναι
μια υποκειμενική εκτίμηση) θα ήμουν υποχρεωμένος να σταματήσω μόνο σε τρεις: Βάρναλης
– Καρυωτάκης – Καρούζος. Καλά και ο
Λαπαθιώτης; Ο Σεφέρης; Ο Εμπειρίκος; Ο Σαχτούρης; Ο Ρίτσος με το τόσο πλούσιο
σε ωριμότητα έργο της ύστερης περιόδου του; Η περίφημη γενιά του 70, που ακόμα
απασχολεί τα τυπογραφικά των λογοτεχνικών εντύπων, βασανίζοντας τα μάτια μας;
Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι μιλώντας για
«σταθμούς» (και όχι για εκδρομές στις
σελίδες) λογίζονται εκείνοι οι μακροπερίοδοι που επεδίωξαν, επέφεραν και
επέβαλλαν τις αλλαγές που ονειρεύονταν οι λέξεις τους. Σ’ αυτό τον μικρό κατάλογο, ας μου επιτραπεί
να προσθέσω – με την απαραίτητη συναισθηματική αυθαιρεσία – μετά τον Καρούζο,
και την Κατερίνα Γώγου, που ακόμη και σήμερα αγνοεί παντελώς η «επίσημη
κριτική». Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η ποίηση είναι και θέμα προθέσεων. Τι θέση έχει, τι εκπροσωπεί, τι επιδιώκει, μέσα
σε όλα αυτά, το βιβλίο του Κουτσογιαννόπουλου; Απαντώ ευθέως: Να προσθέσει, όχι
να προστεθεί. Να προσθέσει, όχι υφολογικά, όχι φορμαλιστικά, όχι ρηξικέλευθα,
την δική του ακεραιότητα. Να συνεισφέρει το μέγεθος της αλήθειας που λείπει από
την σημερινή αφήγηση, την σημερινή ποιητική παραγωγή. Φτάνει αυτό; Ενδεχομένως,
όχι. Μπορεί, όμως, κάλλιστα, να αποτελέσει ένα πρώτο σημείο αναφοράς. Ένας
άνθρωπος που στα 80 τόσα του έχει την παρρησία και το ψυχικό απόθεμα να γράφει,
καταλήγοντας στο ποίημα «Παραζάλη» της προηγούμενης συλλογής του Η ζωή αυτή τελείωσε, φέρτε μου άλλη να την
τελειώσω εγώ, σίγουρα δεν είναι μια
εύκολη, μια καθημερινή, προσπελάσιμη περίπτωση. Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ, στον
«Νόμο της φθοράς», σ’ αυτή την νέα, μικρή, κομψή συλλογή ποιημάτων του;
Αρχικά, εκείνο που εγώ προσλαμβάνω είναι μια πολυεπίπεδη και
πολυπρόσωπη σχέση με αυτό που ονομάζεται «κείμενο». Το να είναι κάποιος
συγγραφέας, να έχει, δηλαδή, μια απτή σχέση με το κείμενο, να έχει προκαλέσει
την παραγωγή του, να έχει επενεργήσει ώστε να συνταχτεί, έχοντας εκπληρώσει τον
προσδιορισμένο του ρόλο σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, δεν αρκεί. Πολύ
νωρίς ο Νίτσε έθεσε το ερώτημα: «Ποιος γράφει, ποιος μιλάει;». Του απάντησε, εν
μέρει, ο Μαλλαρμέ, σε ότι αφορά τουλάχιστον την ουσία της λογοτεχνικής
δραστηριότητας, ότι αυτός που ομιλεί δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά η ίδια η λέξη. Διαβάζοντας τα ποιήματα
αυτής της συλλογής εξεπλάγην όταν διαπίστωσα ότι αυτός που αφηγείται, αυτός που
γράφει, δεν είναι ένας. Στην περίπτωση του Βάσου Κουτσογιαννόπουλου, το
πρωτοπρόσωπο εγώ αντιπροσωπεύει και μετεξελίσσεται
σ’ ένα ευρύτερο και θερμά επιδιωκόμενο εμείς
που αγωνίζεται να διαφυλάξει την ιστορική μνήμη, να προτείνει την περαιτέρω
αξιοποίησή της, να συμπυκνώσει διαφορετικούς ρόλους: Μιλά με την εμπειρία
χιλιάδων ατόμων, μιλώντας για τον εαυτό του. Ο ποιητής ποιεί αυτό που
επιτάσσουν οι λέξεις του. Οι λέξεις έχουν την μονοσήμαντη δυναμική, την
βαθύτατη σφραγίδα της εσωτερικής του ύπαρξης.
Με τα δικά του λόγια:
Το μόνο που προσδοκώ /
είναι η κατάρρευση / του πολιτιστικού μας οικοδομήματος / Η οδύνη του νέου
τοκετού σίγουρα κάτι / ελπιδοφόρο θα μας κομίσει. («Βιαστικά»)
Σημασία έχει οι άνθρωποι, και ιδίως αυτοί που εκπροσωπούν το
πνεύμα, να είναι ταγμένοι κάπου. Αφοσιωμένοι σ’ έναν σαφή και καθαρό ιδεολογικό
στόχο. Ο Β.Κ. είναι. Και ήταν. Και θα είναι. Δεν ξέρω τι θα καταφέρει στο
μέλλον, πόσο θα είναι αυτό και τι ακριβώς επιδιώκει να αφήσει ως υστερόγραφο
ζωής, μετά τόσες αγωνιστικές δάφνες, ξαναβλέποντας
καινούργια και παλιά σαν μια θολή οπτασία. Για την ώρα έχει δύο
αξιοπρόσεκτες ποιητικές καταγραφές, μια
πολύτιμη μαρτυρία μνήμης με στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή στην εξορία , 65
χρόνια μετά, και μια καρδιά που συνεχίζει να πάλλεται με νεανικό ενθουσιασμό.
Αυτά μου αρκούν.
Τα υπόλοιπα θα τα δείξει – και θα τα αποδείξει – ο χρόνος.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Αυγή της Κυριακής,
8.11.2015
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ