Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007

SORRY ΓΙΑ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

ΣΤΗΝ ΣΙΦΝΟ υπάρχουν δυο σπίτια αφημένα στην κορυφή του βουνού. Με το που μπαίνεις στο λιμάνι, τα βλέπεις. Μοιάζουν με θερινή κατοικία του Θεού, λες και τα απόθεσε εκεί ο Μεγαλοδύναμος για να περνάει τα καλοκαίρια του. Φυσάει πολύ, η άμμος σε μαστιγώνει. Σου καίει τα μάτια. Ένα απόγευμα, στις Καμάρες, απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μου, είδα ένα κόκκινο φόρεμα να περνάει από μπροστά μου. Αφού ολοκλήρωσε την χορογραφία του με υψηλό βαθμό, υποκλίθηκε σεμνά και πήγε και σκάλωσε σ’ ένα κοντάρι κεραίας. Στάθηκε εκεί, οριζόντια, ανάμεσα στο γαλάζιο του ουρανού και τα άσπρα σύννεφα, σχηματίζοντας την γαλλική σημαία. Στο νησί είναι πολλοί Γάλλοι, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην Κορσική. Έχουν ο καθένας από δυο-τρία παιδιά. Η οικογένεια είναι ακόμα ψηλά στην εκτίμησή τους. Παντού ακούς α μπιέν το, κες κι λιά, σε νε πα γκράβ. Δεν είδα πουθενά τον Σαρκοζί, είδα πάντως τον Σημίτη. Καθόταν με την Δάφνη στην παραλία στο Βαθύ, κι έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος κάθετα στο πρόσωπό του, ανάμεσα στις ελιές και στα σημάδια της ηλικίας, διέκρινα καθαρά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της πολιτικής μας ιστορίας. Είχε ύφος θυμωμένου παιδιού, λες και κάποιος του είχε αφαιρέσει ξαφνικά το λόγο.

Απ' το τηλέφωνο μαθαίνω ότι η Ελλάδα συνεχίζει να καίγεται. Εκατόν ογδόντα φωτιές τις τελευταίες τριάντα έξι ώρες, είναι μάλλον παγκόσμιο ρεκόρ. Στάχτη δάση, σπίτια, περιουσίες, ζώα, άνθρωποι. Οι δήμοι λένε ότι φταίνε οι νομαρχίες, οι νομαρχίες ότι φταίει το ΥΠΕΧΩΔΕ, το ΥΠΕΧΩΔΕ ότι φταίει η αντιπολίτευση, ο Γιακουμάτος ότι το πράσινο καίει το πράσινο. Μιλάνε όλοι μαζί την στιγμή που θα έπρεπε να σιωπούν. Κάνω με το μυαλό μου ένα πρόχειρο απολογισμό να δω τι έχει μείνει. Δεν είναι πολλά. Σκέφτομαι την Πάρνηθα, την Πεντέλη, τον Υμηττό, την θερμοκρασία που θα ανέβει, όλα αυτά που λένε κάθε μέρα οι επιστήμονες.


Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να φανταστώ πως θα είμαστε σε είκοσι χρόνια. Τρομάζω και ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι στην Απολλωνία, ευτυχώς εδώ τα μπαρ είναι ψηλά, θα δυσκολευτεί να φτάσει η φωτιά. Στο Κάστρο που με έστειλε ο Χάρης για να δω το ηλιοβασίλεμα, καθόμουν ανάμεσα σε δυο βουνά. Έπρεπε να τρυπήσω το δεξιό για να το δω. Το είπα στον σερβιτόρο. Όταν μας έφερε τον λογαριασμό, μου είπε απολογητικά: Είναι δέκα ευρώ, sorry για το ηλιοβασίλεμα.Η πίσω πλευρά του οικισμού σε στέλνει εξακόσια χρόνια πίσω, η βόλτα είναι εκπληκτική. Περπατάς στο χείλος του γκρεμού, ανάμεσα στα ερείπια του Κάστρου, νομίζεις πως αν γλιστρήσεις, θα σε συγκρατήσει το χέρι κάποιου Ενετού ή Φράγκου. Ένα ζευγάρι μιλάει ψιθυριστά, σέβεται την σιωπή του τοπίου. Θες να μεγαλώσεις πολύ για να μπορέσεις να χωρέσεις όλη την αίσθηση. Το φεγγάρι έχει καρφωθεί στο βουνό, η μισή του άκρη είναι χωμένη στην κορυφή του. Από δω που βρίσκομαι νομίζω ότι βλέπω ένα γάντζο, από αυτούς που είχαν στα χέρια τους οι πειρατές. Μαθαίνω πρώτα να ονειρεύομαι, μετά να ζω· είναι πιο εύκολο. Σχεδιάζω να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα αρχίζει με μια ερώτηση. Για να απαντηθεί θα μεσολαβούν διακόσιες πενήντα σελίδες. Όταν εκδοθεί δεν θα υπάρχουν πια δάση. Ούτε και η απάντηση.

Η τελευταία επαφή που είχα με την επικαιρότητα είναι ότι ο Καστίγιο μάλλον μένει. Η μικρή σκυλίτσα που κατάφερε προσωρινά να βγει ζωντανή από τον εφιάλτη της Πάρνηθας, υπέκυψε χθες στα τραύματά της. Ο Πειραιάς πνίγεται στα σκουπίδια και οι αχινοί εξαφανίστηκαν από τον βυθό της Σαντορίνης. Το ναυάγιο όμως παραμένει ακόμα εκεί.Θα θελα να μην ακούω πια τίποτα, για να μπορέσω να ολοκληρώσω ήσυχα τον κύκλο των σπουδών μου. Τα τελευταία χρόνια όλο μισογραμμένη κόλα παραδίδω. Κι αυτά τα διαγωνίσματα δεν τελειώνουν ποτέ.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 27/07/2007

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΟΥ





Απέναντι σ’ έναν ιογενή κόσμο, η σκέψη οφείλει να γίνει κι αυτή ιογενής, δηλ. ικανή να δημιουργεί συσχετισμούς ή διαχωρισμούς διαφορετικούς από εκείνους της αντικειμενικής κριτικής ή ακόμα και της διαλεκτικής κριτικής. Οφείλει να είναι αγκυροβολημένη σ’ αυτήν την ιογένεια του κόσμου και ταυτόχρονα να είναι ο αντίποδάς της, διαφορετικά δεν υπάρχει ως σκέψη.
- ΖΑΝ ΜΠΟΝΤΡΙΓΙΑΡ


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ από την εμμονή και τον, ως ένα βαθμό, ιδιαζόντως τραυματικό εθισμό του συγγραφέα τους, να δημιουργεί - ενίοτε ως μικρός θεός - μικρά, αυτοδύναμα σύμπαντα, μέσα στα οποία θα ήθελε διακαώς να ζήσει, περιγράφοντας μια πραγματικότητα που δεν συμβαίνει.
Τα δείγματα αυτά της τέχνης του, τα ελευθεριάζοντα κάντος αυτής της εσωτερικής, μη πραγματικής πραγματικότητας, τα αποθέτει, εν καιρώ πολέμου, όταν πέφτει το σκοτάδι και οι δαίμονες του ξεσηκώνονται, σε εδάφη που ουσιαστικά ελέγχονται από τους αναγνώστες ή τους κριτικούς, και είναι ναρκοθετημένα, με κίνδυνο να τραυματιστεί θανάσιμα. Μόνο ένα πράγμα αξίζει να αφηγηθεί: αυτό που δεν υπάρχει – αφού δεν βλέπει κανένα απολύτως λόγο να περιγράψει ή να εξερευνήσει περιοχές που είτε είναι γνωστές, είτε έχουν μελετηθεί επαρκώς από άλλους. Περιγράφοντας τον φανταστικό του κόσμο, τον κάνει πραγματικό, τα όνειρά του αποκτούν ξαφνικά τετραγωνικά, εμβαδόν, συγκεκριμένες διαστάσεις. Η «μεταμόρφωση» του Κάφκα, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα μεταγλώττισης του άρρητου, του ανοίκειου, του ανύπαρκτου – αλλά συγχρόνως πραγματικότερου του πραγματικού. Οι ήρωες του Μπέκετ ή οι μη-ήρωες του, είναι ένα άλλο. Το πολύ καλό περσινό ντεμπούτο της Αγγελικής Στρατηγοπούλου, «Δεν θα ξαναρωτήσω τον μπαμπά» (εκδ. Μελάνι ), επίσης. Το ψεύδος του δημιουργού είναι η αληθινή του αλήθεια, και η ποιότητα της ηθοποιίας του στο έργο της ζωής, έχει να κάνει με την φωτεινότητα της προσωπικής του τέχνης.

Όποτε ο συγγραφέας αναγκάζεται να υποδυθεί απλώς τον εαυτό του – απεκδυόμενος ρόλους, ήρωες ή ιδέες που τον απηχούν, αλλά δεν του ανήκουν – οι πιθανότητες να «επιτύχει» τον στόχο του μειώνονται αισθητά. Αντίθετα, αν τον παρεκτείνει, απλώνοντάς τον μέχρι εκεί που ονειρεύεται, αν τον υπερβεί και η «μεταμόρφωσή» του αυτή επωαστεί και συντελεστεί σε διαφανές περιβάλλον, με υψηλές θερμοκρασίες και την θέληση να χτυπάει την βελόνα στο κόκκινο, τότε το αποτέλεσμα δείχνει διαμετρικά αντίθετο. Αμεσότερο. Ακουμπά το είδος εκείνο της ωριμότητας που επιτρέπουν στον εαυτό τους οι επαναστάτες. Ποιο όμως είναι το μέσον που έχει, η πυξίδα που χρησιμοποιεί, τα ψίχουλα που σκορπίζει στο δρόμο για να θυμάται να ξαναγυρίσει;
Φυσικά, οι λέξεις. Όπως ακριβώς ο χειρούργος οφείλει να ξέρει να χειρουργεί, έτσι και ο συγγραφέας οφείλει να ξέρει να γράφει. Να ιερουργεί με τις λέξεις, να χελιδονίζεται, να επιτρέπει στην ομορφιά να διαρρέει, σαν φήμη που αφήνεται να εξαπλωθεί. Ένα πράγμα που δεν ξέρει ότι δεν ξέρει ο έλληνας συγγραφέας. Η ανακούφιση στην οποίαν προσβλέπει γράφοντας, είναι πρόβλημα του παχέος εντέρου του και όχι της λογοτεχνίας. Καταδικασμένος στην αναζήτηση της πλοκής, «υποχρεώνεται» σε συνεχή copy-paste, προβάλλοντας ιστορίες χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα, χωρίς προσωπικό άρωμα. Λες και αυτό ήταν το στοίχημα. Λες και αυτός ήταν ο τελικός του προορισμός: Να ομιλεί με έπαρση, επί παντός του επιστητού, θεωρώντας ότι ο κόσμος είναι απαραίτητο να γνωρίζει την άποψή του για το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή τις τελευταίες προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. Να ομιλεί γενικώς.

Η περιοχή της λογοτεχνίας θα έπρεπε να είναι προστατευόμενος χώρος και όχι διατηρητέο ερείπιο που απειλεί να καταρρεύσει μπροστά στα αδιάφορα μάτια του Υπουργείου Πολιτισμού, του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, του Συλλόγου Εκδοτών Ελλάδας, των αρμόδιων πολιτιστικών φορέων, των κριτικών επιτροπών, των κρατικών βραβείων, του ειδικού Τύπου, των μαυσωλείων του πνεύματος που σχετίζονται, έμμεσα ή άμεσα, με τον χώρο και ζουν απ’ αυτόν. Το μικρόβιο του «πολιτισμού» πρέπει κάπως να ταυτοποιηθεί, να μελετηθούν προσεκτικά οι παρενέργειές του, να εντοπιστούν οι ευαίσθητες πληθυσμιακά ομάδες, να απομονωθούν τα «αλλεργικού» τύπου περιστατικά. Πρέπει να ξέρουμε επιτέλους ποιοι το έχουν και ποιοι δεν το έχουν.
Δεν μπορεί σήμερα, να διαθέτουμε περισσότερους συγγραφείς και ποιητές, απ’ ότι δημόσιους λειτουργούς ή οικονομικούς μετανάστες, και οι αναφορές μας να συνεχίζουν να είναι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, που ειρήσθω εν παρόδω, δεν καταφέραμε να μελετήσουμε – αλλά γι αυτό υπάρχουν οι ξένοι. Ούτε μπορεί να ανακαλύπτουμε τώρα το μυθιστόρημα, σαράντα χρόνια από το θάνατό του, λες και ανακαλύψαμε την πυρίτιδα, αισθανόμενοι ότι έχουμε επιτελέσει το χρέος μας απέναντι στην λογοτεχνία.

Ο ήχος και η εικόνα των λέξεων είναι πιο σημαντικά απ’ την υπόθεση που περιγράφουν. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους.

Πως, δεν ξέρω. Αν το ήξερα, θα το έγραφα.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ metro, 06/07/2007