Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώa. Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω.
- ΚΑΡΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΜΙΝΓΚΕΣ
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του Αργεντινού συγγραφέα Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες
( 1955 ), «Το χάρτινο σπίτι», που κυκλοφόρησε πριν οκτώ περίπου μήνες από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου, θίγει με τρόπο εξαιρετικά τρυφερό ένα μεγάλο ζήτημα: αυτό της προέλευσης των βιβλίων, της καταγωγής τους, του κατά πόσον αυτά είναι ικανά να συνυπάρξουν μαζί μας, αλλάζοντας το πεπρωμένο μας. Είναι τα βιβλία ζωντανοί οργανισμοί που αναστατώνουν τις προσωπικότητές μας και μας συμπεριφέρονται με μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, τόσο απρόβλεπτων, που μπορούν να μας «επιβάλλουν» να τους αφιερώσουμε τη ζωή μας ολόκληρη; Κάτι περισσότερο, απαντά ο Ντομίνγκες, αφού τα θεωρεί ανώτατη μορφή ζωικού οργανισμού, που αξίζει και πρέπει να προστατευθεί.
«Κάποτε σκεφτόμουν να φτιάξω μια εσωτερική σκάλα για να επικοινωνούν τα δυο διαμερίσματα, αλλά κατάλαβα εγκαίρως ότι δεν έπρεπε να μολύνω τα βιβλία με τη ζωή του σπιτιού. Όπως και να το κάνεις, λερώνονται» λέει ο αφηγητής του, που προσπαθεί εναγωνίως να τα ταξινομήσει σε μεγάλες τζαμωτές βιβλιοθήκες εκτός του χώρου που ζει, για να μην εκτίθενται στον κίνδυνο του ανθρώπινου ιού.
Αυτή η παράξενα αλεξίσφαιρη κοινωνία των βιβλίων, αυτή η μεγάλη πολιτεία που βασίζεται στην αρμονία και τον εσωτερικό ρυθμό, έχει τους χρυσούς κανόνες της. Απαιτεί τον μέγιστο βαθμό αγάπης και λειτουργεί ως εξαιρετικό αντίβαρο της εγκόσμιας παρουσίας μας στον ακήρυχτο πόλεμο με τους «άλλους» που είμαστε. Πώς οργανώνει άραγε κανείς ένα τέτοιο «χάρτινο» καταφύγιο, πώς θεσπίζει τους τελετουργικούς νόμους του, πώς επιτυγχάνει την αέναη πρόσβαση στα έγκατα της σοφίας του; Ένα φετίχ χωρίς φετίχ, μια ορχήστρα δωματίου εκκωφαντικών, πάντως, ντεσιμπέλ που ουρλιάζουν στα αυτιά μας αγαπημένες σελίδες, προελαύνει καθημερινά στους χώρους μας, σαρώνοντας όλο και περισσότερα αξιοποιήσιμα τετραγωνικά, εξωθώντας μας μακριά, εκεί όπου ο μοναδικός ορίζοντας περικλείεται από κομψές βιβλιοδεσίες, γερές ράχες, πυκνούς τίτλους και εκλεπτυσμένες ιστορίες, που φτάνουν και περισσεύουν για να ζήσουμε ό, τι δεν θα ζούσαμε ούτε σε εκατό ζωές, αποφεύγοντας τον «πόνο» και την «πλαστικότητα» του ανθρώπινου τρόπου.
Ωστόσο το αβάσταχτο άχθος του χώρου που θα καταλάβει τελικά αυτό το καινούργιο «χάρτινο» βασίλειο, θα αποτελεί πάντα ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ακόμα κι αν τον βρούμε, πώς θα ταξινομήσουμε τόσες χιλιάδες τίτλους, και κυρίως, ποιά βάση δεδομένων θα χρησιμοποιήσουμε για να αντλούμε απρόσκοπτα τις πληροφορίες μας; Θα είναι μια αλφαβητική ταξινόμηση, μια χρονολογική, μια ειδολογική, μια γεωγραφική, ή θα βασίζεται κυρίως σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές – θα τοποθετούσαμε π.χ. στο ίδιο ράφι δυο συγγραφείς τσακωμένους, όπως τον Μπόρχες με τον Λόρκα; Θα βάζαμε ποτέ δίπλα στον Φλομπέρ και τον Προυστ ένα εγχειρίδιο για την ιστορία του καφέ;
Εκτός κι αν αποφασίσουμε – όπως ο ήρωας του Ντομίνγκες – να κάνουμε τα βιβλία σπίτι μας, χρησιμοποιώντας για τούβλα, τόμους του Κόνραντ, του Κορτάσαρ, του Χέμινγουεη και του Καμύ, για παράθυρα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον και για πόρτες τους προσωκρατικούς ή τον Σαίξπηρ. Χωρίς τσιμέντο ενδιάμεσα, για να εναλλάσσουμε τις πλευρές τους.
«Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα», λέει στην αρχή του βιβλίου του ο Ντομίνγκες, για το θανατηφόρο ατύχημα που είχε η ηρωίδα του Μπλούμα Λέννον από χτύπημα διερχόμενου αυτοκινήτου. Ήταν βυθισμένη στην ανάγνωση ενός ποιήματος.
Τα βιβλία δεν σκοτώνουν. Είναι οι αναμνήσεις μας, οι φωτογραφίες της ζωής μας. Τα κόμιξ της ωριμότητας που προσπέρασε. Εκτελούν επικίνδυνες αποστολές μέσα μας, μας βάζουν σε περιπέτειες, χωρίζουν τον χρόνο σε ημίχρονα. Κάνουν το παιχνίδι συναρπαστικό.
Μπορούμε να τα αγαπάμε γι αυτό που μας δίνουν. Και να τα σεβόμαστε γι αυτό που είναι.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 02/04/2007
- ΚΑΡΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΜΙΝΓΚΕΣ
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του Αργεντινού συγγραφέα Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες
( 1955 ), «Το χάρτινο σπίτι», που κυκλοφόρησε πριν οκτώ περίπου μήνες από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου, θίγει με τρόπο εξαιρετικά τρυφερό ένα μεγάλο ζήτημα: αυτό της προέλευσης των βιβλίων, της καταγωγής τους, του κατά πόσον αυτά είναι ικανά να συνυπάρξουν μαζί μας, αλλάζοντας το πεπρωμένο μας. Είναι τα βιβλία ζωντανοί οργανισμοί που αναστατώνουν τις προσωπικότητές μας και μας συμπεριφέρονται με μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, τόσο απρόβλεπτων, που μπορούν να μας «επιβάλλουν» να τους αφιερώσουμε τη ζωή μας ολόκληρη; Κάτι περισσότερο, απαντά ο Ντομίνγκες, αφού τα θεωρεί ανώτατη μορφή ζωικού οργανισμού, που αξίζει και πρέπει να προστατευθεί.
«Κάποτε σκεφτόμουν να φτιάξω μια εσωτερική σκάλα για να επικοινωνούν τα δυο διαμερίσματα, αλλά κατάλαβα εγκαίρως ότι δεν έπρεπε να μολύνω τα βιβλία με τη ζωή του σπιτιού. Όπως και να το κάνεις, λερώνονται» λέει ο αφηγητής του, που προσπαθεί εναγωνίως να τα ταξινομήσει σε μεγάλες τζαμωτές βιβλιοθήκες εκτός του χώρου που ζει, για να μην εκτίθενται στον κίνδυνο του ανθρώπινου ιού.
Αυτή η παράξενα αλεξίσφαιρη κοινωνία των βιβλίων, αυτή η μεγάλη πολιτεία που βασίζεται στην αρμονία και τον εσωτερικό ρυθμό, έχει τους χρυσούς κανόνες της. Απαιτεί τον μέγιστο βαθμό αγάπης και λειτουργεί ως εξαιρετικό αντίβαρο της εγκόσμιας παρουσίας μας στον ακήρυχτο πόλεμο με τους «άλλους» που είμαστε. Πώς οργανώνει άραγε κανείς ένα τέτοιο «χάρτινο» καταφύγιο, πώς θεσπίζει τους τελετουργικούς νόμους του, πώς επιτυγχάνει την αέναη πρόσβαση στα έγκατα της σοφίας του; Ένα φετίχ χωρίς φετίχ, μια ορχήστρα δωματίου εκκωφαντικών, πάντως, ντεσιμπέλ που ουρλιάζουν στα αυτιά μας αγαπημένες σελίδες, προελαύνει καθημερινά στους χώρους μας, σαρώνοντας όλο και περισσότερα αξιοποιήσιμα τετραγωνικά, εξωθώντας μας μακριά, εκεί όπου ο μοναδικός ορίζοντας περικλείεται από κομψές βιβλιοδεσίες, γερές ράχες, πυκνούς τίτλους και εκλεπτυσμένες ιστορίες, που φτάνουν και περισσεύουν για να ζήσουμε ό, τι δεν θα ζούσαμε ούτε σε εκατό ζωές, αποφεύγοντας τον «πόνο» και την «πλαστικότητα» του ανθρώπινου τρόπου.
Ωστόσο το αβάσταχτο άχθος του χώρου που θα καταλάβει τελικά αυτό το καινούργιο «χάρτινο» βασίλειο, θα αποτελεί πάντα ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ακόμα κι αν τον βρούμε, πώς θα ταξινομήσουμε τόσες χιλιάδες τίτλους, και κυρίως, ποιά βάση δεδομένων θα χρησιμοποιήσουμε για να αντλούμε απρόσκοπτα τις πληροφορίες μας; Θα είναι μια αλφαβητική ταξινόμηση, μια χρονολογική, μια ειδολογική, μια γεωγραφική, ή θα βασίζεται κυρίως σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές – θα τοποθετούσαμε π.χ. στο ίδιο ράφι δυο συγγραφείς τσακωμένους, όπως τον Μπόρχες με τον Λόρκα; Θα βάζαμε ποτέ δίπλα στον Φλομπέρ και τον Προυστ ένα εγχειρίδιο για την ιστορία του καφέ;
Εκτός κι αν αποφασίσουμε – όπως ο ήρωας του Ντομίνγκες – να κάνουμε τα βιβλία σπίτι μας, χρησιμοποιώντας για τούβλα, τόμους του Κόνραντ, του Κορτάσαρ, του Χέμινγουεη και του Καμύ, για παράθυρα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον και για πόρτες τους προσωκρατικούς ή τον Σαίξπηρ. Χωρίς τσιμέντο ενδιάμεσα, για να εναλλάσσουμε τις πλευρές τους.
«Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα», λέει στην αρχή του βιβλίου του ο Ντομίνγκες, για το θανατηφόρο ατύχημα που είχε η ηρωίδα του Μπλούμα Λέννον από χτύπημα διερχόμενου αυτοκινήτου. Ήταν βυθισμένη στην ανάγνωση ενός ποιήματος.
Τα βιβλία δεν σκοτώνουν. Είναι οι αναμνήσεις μας, οι φωτογραφίες της ζωής μας. Τα κόμιξ της ωριμότητας που προσπέρασε. Εκτελούν επικίνδυνες αποστολές μέσα μας, μας βάζουν σε περιπέτειες, χωρίζουν τον χρόνο σε ημίχρονα. Κάνουν το παιχνίδι συναρπαστικό.
Μπορούμε να τα αγαπάμε γι αυτό που μας δίνουν. Και να τα σεβόμαστε γι αυτό που είναι.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 02/04/2007