Να παρατηρήσει τον
εαυτό της. Όπως τη συμβούλεψε η πιο αγαπημένη φωνή της ψυχής της. Που πάντα
καταλαβαίνει την διαδρομή των σκέψεων της. Από πού προσπαθούν να «κόψουν δρόμο»
και πού χάνονται. Πότε βυθίζονται σ’ αυτή τη μαύρη θάλασσα που βρίσκεται μέσα
της - εκεί, στην περιοχή των σπλάχνων- και κρατώντας την αναπνοή τους προσπαθούν
να πνιγούν. Αλλά οι σκέψεις δεν πνίγονται. Πάντα βρίσκουν τον τρόπο να πιαστούν
από το χέρι μιας άλλης σκέψης.
Είναι κι εκείνες που δεν έχουν χέρια, αλλά φτερά. Αυτές
μπορούν να φτάσουν μέχρι τον ήλιο, χωρίς τον φόβο του Ίκαρου, χωρίς τον φόβο
της πτώσης. Γιατί αυτές, έχουν ξεκινήσει από πολύ χαμηλά. Χώνοντας το κεφάλι
τους όλο και πιο βαθιά, σκάψανε το χώμα της καρδιάς. Χόρτασαν το σκοτάδι της
και ξεδίψασαν με τα μαύρα δάκρυά της. Κατέβηκαν στον Άδη της, για να κερδίσουν
τον ουρανό της. Τώρα, είναι έτοιμες να κοινωνήσουν το φως της. Και να διαλυθούν
στο φως της. Ευτυχισμένες και πλήρεις φωτός.
Να παρατηρήσει τον
εαυτό της. Βλέπει επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ένα παρόν υποθηκευμένο από το
παρελθόν κι ένα μέλλον μεταχειρισμένο. Και η μεγαλύτερη αμαρτία της, το μεγαλύτερο ξαστόχημά της,
πάντα το ίδιο: Η αλαζονεία της. Ο τοξότης, ρίχνει το βέλος του στην καρδιά του
στόχου, όταν γίνει ένα με αυτόν. Εκείνη όμως πάντα, είχε ανάγκη να ξεχωρίζει.
Να προσπαθεί να σημαδεύει τα πράγματα, αντί να προσεύχεται να την σημαδεύουν. Αν
δεν γίνεις στόχος, πώς κάποτε θα βρεις τον στόχο σου; Και τότε στα 15 της και τώρα στα 45 της, η ίδια έπαρση. Τότε έλεγε ότι εκείνη δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά. Δεν καταδεχόταν
καν να θεωρήσει τον εαυτό της παιδί. Γι’ αυτό κι εκείνος σαν γυναίκα την
αντιμετώπισε. Σαν ένα θηλυκό που αποζητούσε έναν άντρα να την αλώσει, να την
κατασπαράξει. Για να την κοινωνήσει μετά. Το μετά, την γοήτευε. Η ιδέα ότι
εκείνη θα θυσιαζόταν για να σώσει τον άντρα που κάποτε εξαιτίας της εξορίστηκε
από τον παράδεισο. Μια μικρή θεά ήθελε να γίνει. Γι’ αυτό και η ιδέα της
αυτοκτονίας τη συνέπαιρνε. Το τέλος του δικού της πόνου, θα ήταν η αρχή του
πόνου εκείνου -και εκείνων- που θα άφηνε πίσω. Ένα καρφί που θα μάτωνε τις ζωές
τους, αυτό θα γινόταν. Αργότερα κατάλαβε ότι οι αληθινοί θεοί δεν αυτοκτονούν.
Οι αληθινοί θεοί, σου δίνουν την ευκαιρία να τους σκοτώσεις. Για να ζήσεις
απαλλαγμένος από την αγωνία των φόνων. Έχοντας διαπράξει τον μεγαλύτερο φόνο,
δεν έχεις κανένα λόγο να διαπράξεις άλλους.
Ευτύχησε να συναντήσει την αληθινή αγάπη. Αλλά δεν είχε τη
γενναιοδωρία να την δεχτεί. Άρχισε τότε να ξερνάει όλες τις μαύρες σκέψεις της,
όπως ξερνάει κανείς, μέσα στο πιάτο με το ζεστό φαγητό, στο καθαρό σεντόνι, πάνω
στο λευκό τραπεζομάντιλο που στρώνεται για το γιορτινό δείπνο. Κάποτε οι εμετοί σταμάτησαν. Κι εκείνη νόμισε ότι
ξεφορτώθηκε οριστικά τις μαύρες σκέψεις της. Κι ετοιμάστηκε να λουστεί στο φως. Η αμαρτία της, το ξαστόχημά της, δεν ήταν που λαχτάρησε το
φως. Η αμαρτία της ήταν που προσπάθησε να σβήσει από μέσα της το σκοτάδι.
Χρησιμοποιώντας το φως. Αλλά τα ίχνη του σκοταδιού είναι χαραγμένα πάνω στο
φως. Το ίδιο το φως δεν απαρνιέται το σκοτάδι, αλλά δέχεται να πληγωθεί απ’
αυτό, για να έχουμε οι άνθρωποι κάπου να ψηλαφίζουμε τον πόνο. Για να μην
ξεχνάμε το σώμα του, την γεύση του, το χρώμα των ματιών του. Εκείνη λησμόνησε. Τώρα έλεγε ότι δεν είναι σαν τις άλλες
γυναίκες. Η δική της η μήτρα, δεν είχε ανάγκη από συσπάσεις. Γιατί είχε κάνει
τις μεγαλύτερες. Κι η ηδονή μια μνήμη είναι. Σε χρόνο ενεστώτα.
Δεν άκουσε ποτέ το κλάμα της μήτρας της. Οι μήτρες πάντα,
για έναν λόγο κλαίνε : Για τα αγέννητα παιδιά. Στη δική της, υπάρχει κι ένα
σκοτωμένο. Που δεν τόλμησε ποτέ, να το θρηνήσει. Να του δώσει τη θέση που του
αξίζει. Την θέση του νεκρού. Γιατί έκανε τότε…; Από φόβο. Γιατί δεν έκανε, αργότερα … ;
Από φόβο. Γιατί έπαψε κάποια στιγμή να αποζητά …; Από φόβο.
Τον φόβο της γέννησης. Τον φόβο της ζωής. Οι άνθρωποι που έλκονται από τον θάνατο, φοβούνται την ζωή.
Να παρατηρήσει τον
εαυτό της. Βλέπει επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ένα παρόν υποθηκευμένο από το
παρελθόν κι ένα μέλλον μεταχειρισμένο. Αν δεν καταφέρει να παραδοθεί ελεύθερη από το παρελθόν στο
μέλλον, πάντα το μέλλον της θα είναι μεταχειρισμένο. Αν δεν αποφασίσει να
βαφτίζεται και να βαφτίζει το κάθε τώρα της με το όνομα της αιωνιότητας, η ζωή
της θα μετριέται και θα αποτιμάται, αντί να προσφέρεται.
Όλγα Νικολαίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου