Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΥΒΕΡΤΑ





(Τι θα έγραφε ο Π.Γ. αν ήταν οδηγός ταξί στην Πιάτσα ντε λα Κορούνια της Βαρκελώνης, ένα μεσημέρι που έξυνε το κεφάλι του αντιμιλώντας στην γνωστή φράση του Σαίξπηρ «Να ζει κανείς ή να μην ζει;», ενώ εγώ κι εσύ ήμασταν προσωρινά απόντες)


η ποίησις είναι ανάπτυξις
ανιόντος θανάτου
ίσως και κατιόντος
αφού όλα τα πράγματα
στη ζωή
είναι είτε ανιόντα
είτε κατιόντα
όπως τα ποιήματα

θα μπορούσε κανείς εδώ να σκεφτεί
τους παλμούς μιας γυναίκας
σε όλες τις ηλικίες του έρωτα
ή έναν έρωτα
σε όλες τις ηλικίες μιας γυναίκας

αν δεν υπήρχε
το μεγάλο μπέρδεμα
για το πόσο θάνατο
περιέχει η ζωή
ή πόσες ζωές μαζί
ευθύνονται αποκλειστικά
για έναν και μόνο θάνατο
μιας γυναίκας

δυστυχώς όμως
τα ποιήματα
εις μάτην της ματαιοδοξίας τους
δεν είναι θέμα παλμών
ούτε καν ηλικίας

όπως δεν είναι και θέμα ζωής
ή θέμα θανάτου

αλλά μόνον ίσως
λίγων γραμμών
γυναικείων φυσικά
και αυτών υπό αίρεση

αν εν τω μεταξύ εσύ
δεν ξυπνάς δίπλα μου
κάθε πρωί
και δεν στερεώνεις
με τα πελώρια μάτια σου
τον κόσμο
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου

στο κάτω κάτω της γραφής
ή στο πάνω πάνω
ποιός χέστηκε αν τα ποιήματα
ανεβαίνουν
ή κατεβαίνουν

αφού αυτό εδώ
το τελευταίο

γραμμένο τη στιγμή ακριβώς
που ανεβαίνουν
και κατεβαίνουν ζωές
που ανεβαίνουν
και κατεβαίνουν τα μάτια σου

δεν ανήκει σε μένα
όπως ενδεχομένως
δεν μου ανήκει τίποτε άλλο πια
εκτός από εσένα
και μια μεξικάνικη κουβέρτα

για να προσεύχονται
τα γόνατά μας
σαν ψάρια
μέσα σε ένα αξεδιάλυτο δίχτυ

δεν ανήκει σε μένα

αφού ποτέ εγώ
τόσο εσύ

ποτέ ξανά εγώ
τόσο χρυσαφένιος απ’ τα μαλλιά σου

αλλά στον Παναγιώτη Γαλανόπουλο
και ίσως
στον Σαλβαντόρ Νταλί
που κάποτε συναντήθηκαν
σε νεαρά ηλικία
στο κέντρο της Βαρκελώνης

και ενώ ο ουρανός
έβρεχε ποιήματα
και ζωές
και παλμούς
και θανάτους

ο πρώτος
πήρε κούρσα τον δεύτερο
με το άρρωστο φιατάκι του

την ώρα που οι γραμμές του κόσμου
όλου του κόσμου
όλου αυτού του λεγόμενου κόσμου
του χάριν συντομίας κόσμου

είχαν προσωρινά σβήσει
μέσα στα πράσινα μάτια σου

κι εγώ
ήμουν φυσικά

όχι εσύ
όχι ακόμα εσύ

νεκρός

κάτω απ’ τα συντρίμμια
μιας 
μεξικάνικης

κουβέρτας


ΣΣ




Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ









ΚΙ ΟΠΩΣ ΕΜΠΑΙΝΕ η θάλασσα απ’ τα παράθυρα και την παραβιασμένη πόρτα, οι τοίχοι ξεφλούδιζαν σαν ταπετσαρία κι έφερναν ένα γύρο τα έπιπλα. Έμοιαζαν παγιδευμένα στο σπίτι. Το πάτωμα γινόταν σιγά σιγά θηλυκό. Αποκτούσε καμπύλες, πτυχώσεις, ιριδισμούς. Το στόμα του σαν ανοιχτό, ρουφούσε τη θάλασσα και πνιγόταν. Απ’ έξω ο δρόμος. Τόσο μακριά αλλά τόσο κοντά. Σαν φίδι, που λίγο πριν νυχτώσει επίσημα, τα κλείνει όλα σε ένα αχόρταγο τώρα που είναι διαρκώς χθες. Και τα σφίγγει.

Η ζωή λέει τα πάντα στους πάντες σε παρατατικό χρόνο. Ο ενεστώτας είναι χρόνος απουσίας. Μια ανυπόφορη επέτειος. Που πήγαν τα πράγματα; Θα τα ξαναδούμε;

Το κουρτινόξυλο είναι πεταμένο σε μια γωνιά. Μια παρατημένη κιθάρα, έρημο σύμβολο. Της σιωπής. Ένα πλαστικό ποτήρι καφέ. Με κοιτάζει το γυμνό στήθος μιας γυναίκας. Ή είναι πίνακας; Τα βιβλία επιπλέουν. Θα ρθεί καιρός που, από έλλειψη χρόνου, οι σελίδες θα γυρίζουν μόνες τους. Θα καταδιώκουν την έλλειψη νοήματος με υπεράνθρωπη ελπίδα.

Θέλω να βγάλω τα γεγονότα του σπιτιού έξω. Φτάνουν στην άκρη κι αφήνουν ήλιο να στάζει. Χύνεται. Άλλος τρόπος από ήλιο δεν έμεινε. Πέφτει πάνω στο νερό, δημιουργώντας δέσμες. Είναι σανίδες φυγής. Μην ξαναπείς ποτέ ότι η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση. Όλοι οι σκύλοι είναι στον παράδεισο. Η αγάπη είναι αλλού.

Θυμάμαι τις παλιές εποχές. Σα να κοιτάζω από τραβηγμένη κουρτίνα. Εκείνο το αργοπορημένο κορίτσι στις κερκίδες του Λυκαβηττού. Κάποια μέρη σιωπή, κάποια μέρη λέξεις. Ποτέ δε βρίσκεις το σωστό κοκτέιλ. Το παρελθόν είναι κάτι που βλέπεις, χωρίς να ακουμπάς. Κάτι που το βάφεις ξανά και ξανά, με σπρέι θερμοκρασίας. Θυμάμαι πως άγγιζα με τα δάχτυλα, σαν πινέλο. Υπήρχα για να διαπιστώσω τα πράγματα, για να τα δω να γεμίζουν συνήθεια. Μετά να χωλαίνουν.

Όταν τα πράγματα παύουν να αποτελούν ερωτικά αντικείμενα, χάνουν τη σημασία ζωής που έχουν. Το υλικό τους βαραίνει.  

Έξω η νύχτα φωτίζει τη νύχτα, προετοιμάζει αργά το επόμενο βήμα της. Τι είναι βήμα; Αμίλητος. Από τα βράχια του ουρανού οι άγγελοι πέφτουν ακόμα. Σαν τρομαγμένες πεταλούδες, έρχονται από ψηλά. Είναι τόσο σύντομη η πτώση τους που δεν προλαβαίνεις ούτε να την αντιληφθείς.
Πέρασε τόσος καιρός απ’ το μέλλον. Τώρα διαρκώ. Θα μακρύνω κι άλλο τα χέρια μου για να μπορώ να σ’ αγγίζω. 
 
Δεν γράφω πια. Σημειώνω τις σκιές των ανθρώπων που γυαλίζουν τη νύχτα, σαν ψεύτικα κτίρια. Το λούστρο τους, καθώς ζουν, σβήνει. Μένει μόνο μια ανοιχτή επιφάνεια, σαν κοιλιά ψαριού, που περιέχει νεκρά σχέδια. Τα αντιγράφω σε μια κόλλα για να τα σώσω.



Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ευτυχισμένοι, ούτε δυστυχισμένοι.

Είναι απλώς τραγικοί.

(από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ. Οξύ, 2011)


Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

ΟΛΕΣ ΘΑ ΤΙΣ ΠΑΙΖΕΙΣ ΕΣΥ




Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι this will never come again, πόσες φορές πρέπει να γράψω στον καθρέφτη με κραγιόν τη λέξη τέλος, πόσα τσιγάρα πρέπει να ανάψω ακόμα ανάποδα, πόσες φορές θα βρίσουμε ακόμα ο ένας τον άλλον, αφού κατά βάθος αγαπιόμαστε, αφού το  ξέρεις, αφού κρυώνεις, αφού οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο,  γιατί δεν πάμε, γιατί τα χάνεις, hasta siempre, χάσαμε το  μπούσουλα, κρίμα, κρίμα,  καλά, δεν σου ‘μαθε τίποτα ο Νικολαΐδης;   η σκηνή απ’  το  μάθημα της ανατομίας; Δεν σου ‘μεινε τίποτα απ’ αυτά πού σου ‘λεγα μέχρι χθες; Δεν έμαθες ακόμα ότι αγάπη και μίσος είναι δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος; Μήπως έχουμε χωρίσει και δεν το  ξέρουμε; Πόσες φορές πρέπει να ακούσω ακόμα το dust in the wind για να ξημερώσει; Αξημέρωτη νύχτα η ζωή, αξημέρωτο κι αυτό το  τραγούδι των Kansas, με παίρνει συνεχώς από κάτω κι εγώ συνεχίζω να το  βάζω συνέχεια για να μου θυμίζει εσένα, οι χορδές τού βιολιού σπάνε τις δικές μου, κάνουν κομμάτια τις ισορροπίες μου, τι ψάχνω άραγε να βρω; να δω; να πω; γιατί τα γράφω όλα αυτά σήμερα; γιατί είναι winter time και ακούω Steve Miller; γιατί θα είσαι πάντα η μικρή μου Αngie και everywhere i look i see your eyes; γιατί no one like you όπως λένε οι Scorpions; γιατί είναι νύχτα και η νύχτα είναι κακός σύμβουλος; σε ποιους πράγματι απευθύνονται; σε πρώην αριστεριστές, νυν αναγνώστες τού Βήματος και της Κυριακάτικης Καθημερινής;  σε μέλη της επιτροπής για την σωτηρία της πόλης; σε διανοούμενους πού αποβλήθηκαν απ’  τις ακαδημίες γιατί ήταν λέει τρελοί; σε οπαδούς της ροκ πού αποπειράθηκαν εφτά φορές να αυτοκτονήσουν; σε θαμώνες καλλιτεχνικών καφενείων; σε φανατικούς θεατές ταινιών τού Βέντερς; σε θλιμμένους ακροατές τού Rock FM; σε σένα; ποιος παίζει σ’ αυτό το  έργο; τι έργο είναι αυτό; είναι πρόζα ή ποίηση; ή μήπως είναι μουσική τού δρόμου, χειμωνιάτικη ιστορία, ελεγειακό ποίημα, χρονικό για το ροκ της χαμένης μας αθωότητας; θα μελοποιηθεί απ’ τον Keith Jarrett και θα κυκλοφορήσει στην ECM; ή θα γίνει ταινία πού το  soundtrack της θα μείνει δέκα εβδομάδες στο νούμερο 1; θα πάρει χρυσό αγαλματάκι στις Κάννες; θα μεταφραστεί στα   Ισπανικά; υπάρχει σκηνοθέτης να την γυρίσει ή πρέπει να βρω τον Αλμοδοβάρ; πλοκή; συγκεκριμένα πλάνα; καστ ηθοποιών;  ποιος κάνει κουμάντο εδώ ρε γαμώ το; να ειδοποιηθούν αμέσως οι αρχές, άσε, αύριο,  αύριο κιόλας θα αλλάξω την διανομή, θα κάνω οντισιόν, ακροάσεις και τέτοια, θα είμαι ήρεμος, θα διαλέξω τις καλύτερες, θα τις κρίνω αυστηρά και με προσοχή,  αντικειμενικά, όλες θα τις παίζεις εσύ, όλες, εντάξει μωρέ, ανακωχή, προσωρινή παύση εχθροπραξιών,  λευκή πετσέτα πώς το  λένε, έλα, πάρε τσιγάρο, πάρε. 

Wild thing, think I love you.

(από το βιβλίο μου ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, εκδ. Απόπειρα, 2002,2004)




(Θέλω να πω κάτι για την Μαρία. Για το πάθος της Μαρίας Χρονιάρη, αυτό το έντιμο πάθος για το βιβλίο και την παράσταση: Ο μεταφραστής μεταγράφει έναν συγγραφέα, μιλώντας για τον εαυτό του. Ο κριτικός αναλύει ένα έργο, μιλώντας για τον εαυτό του. Ο καθηγητής εξηγεί ένα φαινόμενο, μιλώντας για τον εαυτό του. Η Μαρία σκηνοθέτησε μια παράσταση, μιλώντας για το βιβλίο που είχε αγαπήσει. Για το βιβλίο που έγινε παράσταση, για την παράσταση που έγινε νόημα, για την ζωή που έγινε παράσταση. Άφησε στην άκρη τον εαυτό της και έκανε το προφανές. Αυτό που δεν κάνει κανείς.

Δεν της το είπα:  Αυτό το ροκ δεν θα τελειώσει ποτέ γιατί το ξανάρχισες εσύ.


Μαρία, σ’ ευχαριστώ.)