Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΡΟΥΧΑ (ΣΟΥ)


Η δικιά μας σχέση σταμάτησε, όπως τα ρολόγια την ώρα της πτώσης των αεροπλάνων, κι αν, όπως λέει ο Αριστοτέλης, χρόνος είναι η κίνηση από το παρελθόν προς το μέλλον, εμείς είμαστε πια άχρονοι, γιατί δεν έχουμε μέλλον.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΜΑΤΖΑΡΙΔΟΥ
Τα ρούχα
Σμίλη 2017


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ





Θεωρώ χρέος μου λοιπόν να εξηγήσω την εξήγησή σας. Αλλά πώς άραγε; νιώθω μια κάποια αμηχανία – με στόμφο, μελοδραματικά, με χλιαρή εξομολόγηση, ωμά; Εσείς στο βάθρο ή στον βόθρο σας –πάντα μπερδεύω μαζί σας τα χαμηλά και τα ψηλά– με ευφυΐα και ακρίβεια έχετε εξελιχθεί σε δόκανο εκλεπτυσμένης αναπαύσεως· πολύ συχνά άλλωστε μιλάει ο δόκτωρ Τζάσμιν για τους ανθρώπους που, μες σε ζοφερή αδράνεια, φλερτάρουνε σκιές που τους αντανακλούνε δίχως κόστος κι επ’ αόριστον. Αυτή την εντύπωση δίνετε κι εσείς τουλάχιστον σ’ εμένα, αφού σκέπτομαι περισσότερο απ’ ό,τι βλέπω και βλέπω λιγότερο από αυτό που αισθάνομαι. Σας έχετε δει μήπως ποτέ μες σε καθρέφτη που και αυτός με τη σειρά του καθρεφτίζεται σ’ άλλον καθρέφτη; Αλίμονο, το είδωλό μας ανάγεται στο άπειρο, ώσπου χιλιάδες είδωλα τρομοκρατούν το πρότυπό τους, που μάταια ψάχνει τον χαμένο εαυτό του. Με τέτοιο βλέμμα νομίζω ότι πεθαίνουμε. 

Αχ, πώς στραμπουλίζετε τα μάτια σας, αγαπητέ μου, όταν έρχομαι στο ταχυδρομείο, για να σας παραγγείλω γραμματόσημα! Είστε απαίσιος εσείς ή μήπως είμαι τρελή εγώ; Προσωπικά, πιστεύω πως είστε υπέρμαχος της αναισθησίας, και διορθώστε με, αν κάνω λάθος. Σας προδίδει το βλέμμα που ρίχνετε αδικαιολόγητα προς αδιάφορα, σε κάθε περίπτωση, αντικείμενα. Απαντήστε μου! τι έχουν πια τα γάντια μου και ξερογλείφεστε μ’ αυτό το αμάλγαμα λαιμαργίας, μνησικακίας και ειρωνείας, όταν τα κοιτάτε; 

Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω ως μοντελίστ και να σας υπενθυμίσω πως η λεπτομέρεια εμπλουτίζει τις αισθήσεις με το ωφέλιμο, καθόλου, όμως, με το αναγκαίο, και ότι με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο ολοκληρώνει, αλλά και εγγυάται επ’ αόριστον την αναζήτηση της ομορφιάς, ειδικά όταν στραβώνει σ’ ένα μικρό τσακ που είναι κακομούτσουνο. Ο δόκτωρ Τζάσμιν λέει πως η υπερβολική ομορφιά μπουκώνει και απωθεί, διότι είναι πάρα πολύ ανεπαρκής στην τελειότητά της για την ατελή μας φύση· δεν είναι πλέον ομορφιά, για να την επιθυμούμε. Πέστε μου, λοιπόν, τι βλέπετε ή τι φαντάζεστε επιτέλους πως έχουν τα γαντάκια μου, και τα κοιτάτε μ’ αυτόν τον τρόπο δίχως να μιλάτε; Όταν το ανέφερα στον Τζάσμιν, έσκασε στα γέλια, του φάνηκε αστείο, δες, Φρίντα, πώς συμπίπτουν δύο ψευδείς πραγματικότητες εκεί όπου η φαντασία διαψεύδει τα συμβάντα χωρίς να τα ακυρώνει κι εκεί όπου τα ακυρώνει δίχως να τα διαψεύδει. Κι αυτό είναι παγίδα, απ’ ό,τι κατάλαβα εγώ. Κοιτάτε τα γάντια μου, αλλά σπανίως μου λέτε καλημέρα! Αχ, μια τρέλα, τρέλα, αυτή η αμφίβια τρέλα επικράτησης ενός πνιγμένου στη στεριά! Κι έτσι, χαζούλη, το βάζετε στα πόδια. Res; Είμαι ένα res! που θα ’λεγε και ο πάστορας. Φαντάζεστε ότι, επειδή φοράω γάντια, αυτό με κάνει ακαταμάχητη; Φαντάζεστε ότι είμαι ένας θηλυκός Ζορό! Bγάλτε τότε κι εσείς το ξίφος σας, χαζούλη! Εμπρός! Πιστεύετε άραγε στην πληρότητα της λεπτομέρειας ή έχετε ψευδαισθήσεις; Σας μιλώ για τα γαντάκια μου, γι’ αυτήν τη λεπτομέρεια που ανατρέπει τις συμβάσεις χωρίς να γίνεται προκλητική, αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή γίνεται καινοτόμος χωρίς κανένα ίχνος ανταρσίας. Κι εσείς που είστε του δημοσίου, συμβατικούλης, ντροπαλούλης, το εκτιμάτε, όπως και να ’χει. Ναι; 


 
Ιφιγένεια Σιαφάκα
ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ
εκδ. Σμίλη

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ




Τον Μάρτιο του 2010, καθώς καθόμασταν με μια φίλη, στην Πλατεία Εξαρχείων, παρατηρούσα αμήχανα την κινηματογραφική μηχανή στην ταράτσα του ΒΟΞ να δημιουργεί σκιές και αλλόκοτες διαχύσεις του μπλε στους τοίχους. Είχαμε, μόλις, αρχίσει να αντιλαμβανόμαστε την κρίση. Την οικονομική κρίση – όχι τα υπόλοιπα επίπεδά της – που είχε ξεσπάσει στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Ευρώπης, αλλά και στη χώρα μας. Εκείνη την ημέρα, που ήταν μια ημέρα μεγάλης χαράς για μένα, μου έκλεψαν το τσαντάκι: με χαρτιά, λεφτά, ταυτότητες, από το τραπεζάκι που καθόμασταν. 

Έκανα, ήδη, τις πρώτες σκέψεις γι αυτό που πρόκειται να συμβεί, γι αυτό που έρχεται, κρατώντας στο μυαλό μου την πιο αισιόδοξη προοπτική:  Ότι η κρίση θα φέρει κοντά τους ανθρώπους, θα τους κάνει αλληλέγγυους, θα τους βοηθήσει να περάσουν σ’ ένα ανώτερο στάδιο ύπαρξης, τουλάχιστον εσωτερικά.  Ήμουν βέβαιος ότι έτσι θα γίνει. Σ’ έναν μεγάλο βαθμό, αυτό συνέβη πράγματι, τα επόμενα χρόνια στην Ιρλανδία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία και αλλού, αλλά όχι εδώ. Οι Έλληνες σαν να απομακρύνθηκαν, ακόμα περισσότερο, από τον εαυτό που αναζητούσαν και, κυρίως, απ’ τους άλλους. Σαν να αυτοεγκλωβίστηκαν μέσα στην χειρότερη εκδοχή της εικόνας τους, σαν να βρήκαν την ευκαιρία να δικαιώσουν αυτό το παλιό ανέκδοτο που ρωτάνε έναν Έλληνα τι θα ήθελε περισσότερο στην ζωή του και εκείνος απαντά: «Να γκρεμιστεί το σπίτι του διπλανού μου.» Από την άλλη, από δω κι από κει, κάποιοι άνθρωποι, κάποια μεμονωμένα σύνολα ανθρώπων, κάποιες κολεκτίβες ξεπήδησαν, αφυπνίζοντας μέσα τους το καλύτερο κομμάτι και προσφέροντάς το εθελοντικά στους συνανθρώπους τους.   

Ζωή σημαίνει να προσφέρεις, να αγαπάς, να συμπαρίστασαι. Ζωή σημαίνει να δημιουργείς, εκ του μη όντος, καταστάσεις και επίπεδα που δικαιώνουν και συνδιαλέγονται, αληθινά και έντιμα, με τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος». Ένας απ’ αυτούς, «ο άλλος άνθρωπος»,  ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, λίγο μετά εκείνη την εποχή της κινηματογραφικής μηχανής του ΒΟΞ, μπροστά στα τραπεζάκια του Floral, που περιγράφω στην αρχή, ξεκίνησε το 2011, μέσω της κοινωνικής κουζίνας, αυτή την πρωτοβουλία κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπισμού, κάνοντας την δική του απόλυση από πολυεθνική εταιρεία, όπου εργαζόταν για 25 χρόνια, έργο και ανάσα ζωής για τους άλλους, εξυπηρετώντας καθημερινά τις ανάγκες σίτισης 3.500 Αθηναίων.

Μου ζητήθηκε να γράψω έναν χαιρετισμό, να συντάξω ένα μικρό κείμενο για την σημερινή εκδήλωση. Συνήθως, δεν γράφεις για πράγματα που θαυμάζεις. Σιωπάς, απλώς. Και υποκλίνεσαι.
Χαιρετίζω αυτή την προσπάθεια, αγκαλιάζω τον ίδιο τον Κωνσταντίνο και τους συνεργάτες του, έναν έναν, παρίσταμαι με σεβασμό μπροστά στο μεγαλείο του εγχειρήματός τους, και εύχομαι αυτή η δράση να επεκταθεί παντού.
Όλες οι εποχές – ιδίως αυτή η δυστοπική και ανθρωποφαγική στην οποίαν κληθήκαμε να ζήσουμε, έχουν ανάγκη από τέτοιους μικρούς ήρωες. Γιατί, πάντα σημασία έχει να αγαπάς. Και να αντιστέκεσαι με μανία σε κάθε είδους κανιβαλισμό. 

Τα συγχαρητήρια είναι μια λέξη, όπως και πολλές άλλες, που έχασαν παντελώς την σημασία τους, σχεδόν καταργήθηκαν από την αν – οησία του παρόντος. Λέω, λοιπόν, μόνο ένα απλό «να ξαναβρεθούμε». Να γίνουμε περισσότεροι, μέσα σ’ αυτό το λίγο που ζούμε.

Και να αγαπάμε την αγάπη του άλλου.

Σταύρος Σταυρόπουλος

[Χαιρετισμός - εισαγωγή στην χθεσινή εκδήλωση 15.12.2017 για την "Κοινωνική Κουζίνα" στο bar "Κόμιξ - Rock Stage" στο Ν. Ηράκλειο] 

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

SO LONG, MARIANNE: ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ


SO LONG, MARIANNE | Ποιήματα στη Μαρία
εκδ. Σμίλη, Νοέμβριος 2017

Ένα όραμα αιωνιότητας

Της Διώνης Δημητριάδου

[<Θέλω να πω, απλώς, ότι η αγάπη ζει χωρίς γραμματική εκεί που η μετοχή είναι απεριόριστη.>]

Με αυτά τα λόγια θα ολοκληρώσει ο Σταύρος Σταυρόπουλος την πρόσφατη ποιητική του συλλογή, δίνοντας έτσι με τον πλέον περιεκτικό και λιτό τρόπο το νήμα, που θα μας οδηγήσει στον λαβύρινθο της αγάπης και του έρωτα. Και, ναι, αυτό το δίνει στο τέλος του λόγου του, ίσως για να υπογραμμισθεί η προσωπική ανάμειξη του αναγνώστη στο σύμπαν της γραφής, ως επεξεργασία πλέον της ποίησης που ήδη διαβάστηκε. Με άλλα λόγια, από δω και στο εξής η πορεία είναι η μοναχική του καθενός (όπως και του ποιητή άλλωστε) προς την ατομική βίωση του θαύματος της αγάπης. Άλλωστε, παραθέτει ο ποιητής εισαγωγικά τα λόγια του T.S. Elliot Αυτές είναι λέξεις ιδιωτικές που απευθύνονται σε σένα δημόσια. Από τη στιγμή που ο ιδιωτικός κόσμος ανοίγει μια χαραμάδα στο δημόσιο τοπίο, αρχίζει και η συμμετοχική παρέμβαση του αποδέκτη αυτού του λόγου, που πλέον δεν είναι μόνον το πρόσωπο το ένα αλλά όλα τα πρόσωπα που αγγίζουν αναγνωστικά τον λόγο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, από τη στιγμή που παύει το ιδιωτικό να περιφρουρεί τον χώρο του, αρχίζει η ποίηση. Και για τον δημιουργό και για τον αναγνώστη/κοινωνό.

[<Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθρώπων. Μου έγραψε: «Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών». Την έλεγαν Μάριαν, Μαριάννα, Μαίρη, Μαρίλια, Μαίριλυν, Μαριλού, Μαριάμ, Μαρία. Αλλά μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο κόσμος.

Μετά εξαφανίστηκε.>]

Ποιήματα για μια Μαρία, που θα μπορούσε να είναι η μούσα του τροβαδούρου, ή η μικρή και αθώα Μαρία, ακούσια ή εκούσια ακροάτρια του άλλου ποιητή στο εξαρχειώτικο μπαρ, ή η Μαρία του αυτόχειρα ποιητή ή ακόμη η Μαρία του θρησκευτικού μας μύθου. Αλλά γιατί να μην είναι η άλλη Μαρία, η άλλη γυναίκα με τα πολλά ή και τα καθόλου ονόματα, γιατί τι άλλο είναι το όνομα από μια εντελώς προσωπική προέκταση του επιθυμητού στο πρόσωπο του πόθου; Ας πούμε, λοιπόν, ότι αυτή η Μαρία του βιβλίου είναι η γυναίκα, με αυτό το όνομα το δηλωτικό του φύλου της να κυριαρχεί στην εικόνα. Με το πρόσωπό της να αγιοποιεί αυτόν που λατρευτικά την αντικρίζει.

Με σένα
Επισκεύασα μέσα μου
Το πρόσωπο του θεού
Σε όλες του τις θρησκείες
Ευλογήθηκα
Όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά


Τώρα που εσύ δεν βλέπεις
Κι εγώ
Έχω μείνει εδώ
Να σε εύχομαι
Θέλω να είμαι σίγουρος ότι ξέρεις


Πως αγαπήθηκες
Από έναν άγιο


Η διαδικασία της μύησης σ’ αυτόν τον λατρευτικό χώρο/πρόσωπο/σώμα είναι η πορεία αυτών των ποιημάτων, που με το ελάχιστο των λέξεων ιχνηλατούν την παρουσία αλλά και την απουσία της γυναικείας μορφής. Οι έννοιες δεν ορίζονται με σαφήνεια, μόνον υπαινικτικά –ακολουθώντας τον ποιητικό νόμο– για λίγο συνοψίζονται και κατόπιν σκορπίζουν. Η φυγή, η ελπίδα της επιστροφής, το σπίτι/χώρος του έρωτα, που εξισώνεται με τον εξώστη του ουρανού από τη σωστή πλευρά του Παράδεισου, ο ποιητής που επιστρατεύει τις λέξεις, ύστατη απόπειρα να λειτουργήσει η εσώτερη θύμηση:

Προσπαθώ με τις λέξεις
Να σε θυμηθώ
Και ξοδεύω
Άδικα δέντρα
Απελπισμένες πορείες
Και χώματα


Για να υποκαταστήσω κάτι
Που δεν ξανάγινε ποτέ
Στην ιστορία της μουσικής:


Τον τρόπο που με κοίταγες
Και γινόταν ξαφνικά Μάρτιος


Κι έπειτα η εξομοίωση με τον αθέατο κόσμο (Κανένας θάνατος / Ποτέ / Δεν μπορεί να είναι πιο όμορφος / Από σένα), η απούσα γυναίκα που γίνεται τραγούδι, γιατί ο έρωτας παρών ή απών (κυρίως τότε) βρίσκει τον δρόμο για τον ρυθμό που τραγουδιέται. Η επιστροφή μέσα στο όνειρο, εξιλεωτική παραίσθηση, σωτήρια καταφυγή των ψυχαναγκασμών. Η πικρία του συντελεσμένου χρόνου, εκείνου που σοφά όλες οι διδασκαλίες παρέλειπαν για να μην έρθει πρόωρα η γνώση του τελεσίδικου. Τα τοπία, που μέσα τους χώρεσαν τα ερωτικά βήματα, σταθερά εκεί μνημονικά κατάλοιπα, με ενσωματωμένα όλα τα αγγίγματα. Και αιφνιδιαστικά η αυταπάτη:

Καμιά φορά σκέφτομαι
Ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο
Από λογοτεχνία
Αλλά όχι
Πρόκειται για ζωή


Οι δύο χώροι, ο εσώτερος του ποιητή, που ποιεί τον λόγο, και ο άλλος, του μοναχικού δημιουργού, που εισχωρεί στη δική του τη γραφή μέσα για να βρει τα ίχνη της απολεσθείσας ζωής του. Κανείς δεν ξέρει ποιος από τους δύο είναι ο αληθινός κόσμος.

Έχε όρους αιωνιότητας, θα συμβουλεύσει τη μικρή Μαρία ποιητικά ο Νίκος Καρούζος, καθώς γράφει καθισμένος στο Bar Dada των Εξαρχείων, το 1984.

Αυτό που περισσότερο αγαπά το ποιητικό υποκείμενο των ποιημάτων αυτών είναι το Πρόσωπο, όχι το πρόσωπο, είναι η Αγάπη, όχι η αγάπη. Και αυτήν ακριβώς την Αγάπη θα την απαλλάξει από όλα της τα συμβατικά φορέματα, τη γραμματική που την ορίζει περιοριστικά και την οριοθετεί θέτοντας τους κανόνες της εκφοράς του λόγου. Θα αφήσει μόνον τη μετοχή, αμέτοχη από συντακτικούς κανόνες και συμβατικές δεσμεύσεις, στην κυριολεξία της συμβολικά υπενθυμίζοντας τον συμμετοχικό παροξυσμό του έρωτα. Και η αρωγή από τον άλλο ποιητή:

Πώς κερδίζεται αυτή η αιωνιότητα; Ο Σταύρος Σταυρόπουλος καταθέτει εδώ το προσωπικό του άλγος και μέσα από την αναζήτηση της μορφής αφιερώνει το ποίημά του (πρόκειται για ένα μόνον ποίημα μέσα σε σαράντα πέντε βήματα/ποιητικές φωνές) στη γυναικεία παρουσία/απουσία. Και τότε η ποίηση μεταλλάσσεται και σωματοποιείται. Αφομοιώνει και ενδύεται το πρόσωπο, και τότε ο ποιητής συνειδητοποιεί τη μέγιστη αυταπάτη. Αναγνωρίζει πως μόνον μέσα της μπορεί να ελπίζει σε μια νέα συνάντηση με το σώμα του έρωτα. Η δύναμη του ποιητικού λόγου απλώθηκε και άγγιξε τη Μαρία, με όλα τα πιθανά της ονόματα, τις μεταλλάξεις του εαυτού της. Έτσι μπορεί πλέον να δοθεί ξανά στην αγάπη:

Αφού όπως και αν το κάνεις
Η αγάπη
Μόνο να συνεχίζεται μπορεί


Αν αυτό το μακροσκελές ποίημα δεν ήταν μια προσωπική κατάθεση της ψυχής του ποιητή, θα μπορούσε να είναι ένας ύμνος στην αγάπη, που γίνεται ακόμα πιο ζωντανή και δυνατή και θάλλουσα, όταν χάνεται. Το πρόσωπο του έρωτα είναι η αναζήτησή του.

Το ξέρω
Έγινες τραγούδι
Αλλά κάποιοι στίχοι
Περίσσεψαν
Και τους γράφω εδώ


Για να μείνουν
Στο χώμα


Σαν σπόρος

Για όσους θα έρθουν μετά
Να κατοικήσουν
Σ’ αυτή την άγνωστη γη


Όταν ανακτηθεί ο χρόνος εκείνος
Των ημερών μας


Σχολιάζοντας πριν καιρό μια προηγούμενη ποιητική πρόταση του Σταυρόπουλου είχα προβληματιστεί σχετικά με την οραματική διάθεση του ποιητή και το μοίρασμά του οράματος στους αποδέκτες της ποίησής του. Εκεί ο λόγος ήταν πιο μοναχικός παρά την οραματική του διάσταση (ένα όραμα πάντοτε διεκδικεί τη συμμετοχή του άλλου):

Όταν σε περικυκλώνει η στάχτη
Το μόνο που έχεις
Είναι να κρεμάσεις τον επόμενο κόσμο
Στην πλάτη σου
Και να προχωρήσεις


«Πράξη εξαφάνισης»

Εδώ μοιάζει να προεκτείνει τις λέξεις του, ώστε να φθάσουν στους επιθυμούντες τη συμμετοχή στις ποιητικές του προτάσεις/εικόνες. Σκέφτομαι, λοιπόν, εν κατακλείδι, ότι μάλλον η πολλαπλότητα του προσώπου, στο οποίο ο λόγος εδώ αφιερώνεται, οδηγεί αναπόφευκτα και στη μέθεξη του αναγνώστη. Η παρουσία και η απουσία (κυρίως αυτή) ως συνθήκες προσιδιάζουν στην ατομική βίωση της μοναξιάς του έρωτα, όπως ο καθένας από μας που διαβάζουμε την ποίηση του Σταυρόπουλου εννοούμε. Μέσα στον κρυπτικό της λόγο η ποίηση κατόρθωσε να γίνει για μια ακόμα φορά οικουμενική.

Διώνη Δημητριάδου

Book Press
5 Δεκεμβρίου 2017
https://www.bookpress.gr/…/stauropoulos-stauros-smili-so-lo…


https://youtu.be/cZI6EdnvH-8