Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΕΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ



(Στον Πάνο, την Στελλιάννα και στην μικρή Άννα-Μαρία)


ΕΠΕΣΕ πάνω στο καπό με φόρα. Ευτυχώς, δεν έτρεχα και –το σημαντικότερο – πρόλαβα να την δω έγκαιρα. Βγήκα αμέσως έξω κατατρομαγμένος. Η γυναίκα είχε σηκωθεί επάνω και κλωτσούσε με μανία τις ρόδες του αυτοκινήτου μου, βρίζοντας θεούς και δαίμονες.
«Γιατί φρέναρες ρε μαλάκα, γιατί; Άντε και γαμήσου, γιατί σταμάτησες ρε; Τέλειωσε με ρε, ξεκίνα και λειώσε με, ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ;». Η κοπέλα πέταγε αφρούς από το στόμα, βρίζοντάς με επειδή δεν την έστειλα στον άλλο κόσμο. Νόμιζα ότι είχα δει πολλά πράγματα στην ζωή μου, όμως εκείνο το μεσημέρι κατάλαβα ότι είχα πολύ δρόμο ακόμα για τέτοιες βαρύγδουπες διαπιστώσεις.

Στο μεταξύ, οι πάντες γύρω μας είχαν σταματήσει. Άλλοι είχαν βγει από τα οχήματά τους, άλλοι γελούσαν και άλλοι σχολίαζαν διάφορα για την κοινωνία και την τρέλα που δέρνει τον κόσμο. Η γκόμενα ούρλιαζε ακόμα. Προσπάθησα να την πλησιάσω όσο πιο ψύχραιμα γινόταν. «Με συγχωρείς, αλλά εσύ πέρασες τον δρόμο παράνομα. Σε χτύπησα; Είσαι καλά;» Τι τις ήθελα τις ευγένειες; «Είσαι μεγάλος μαλάκας ρε! Τι με κοιτάς; Βάλε μπροστά και πάτα με ρε! Λύτρωσέ με σε παρακαλώ! ΚΑΝ’ΤΟ!!» Το παραλήρημά της δεν είχε τελειωμό. Χτυπούσε με μπουνιές το παρμπρίζ, με τόση δύναμη που φοβήθηκα ότι θα το θρυμματίσει. Με μια απότομη κίνηση, την έπιασα από την μέση και την τράβηξα βίαια προς το πεζοδρόμιο. Στο μεταξύ από τα κορναρίσματα, κόντεψα να χάσω και εγώ τα λογικά μου. Δεν είχαν άδικο όμως. Είχα κλείσει εντελώς την κυκλοφορία.

Μέχρι να ηρεμήσω την τρελή κυρία πέρασε κανένα δίλεπτο. Την είχα «αιχμαλωτίσει» στο πεζοδρόμιο και παρακαλούσα να εμφανιστεί ο πρώτος τυχαίος μπάτσος να με βγάλει από το αδιέξοδο. Πάνω που μπόρεσα να καλμάρω την κοπέλα, ένοιωσα από πάνω μας την παρουσία δυο σκιών. «Αφροδίτη! Κοπέλα μου, δόξα τον θεό είσαι καλά. Εντάξει κύριε, αφήστε την, είμαστε εμείς εδώ». Δυο γεροντάκια καταπονημένα και λαχανιασμένα από το τρέξιμο μας κοιτούσαν με πρόσωπα που πέταγαν φωτιές από την αγωνία. Προφανώς οι γονείς της.

Η Αφροδίτη (αφού πλέον μάθαμε και το όνομά της), δεν φάνηκε να χάρηκε και ιδιαίτερα για την συνάντηση. Αφού τους κοίταξε με ένα βλέμμα κάτι ανάμεσα στον Τζακ Νίκολσον από τη «Λάμψη» και τον Άντονι Χόπκινς από την «Σιωπή των αμνών», ξέσπασε σε ένα χοντροκομμένο γέλιο που εξελίχτηκε σε κλαυσίγελο. Απέμεινα να την κοιτάζω αποσβολωμένος. Τώρα την πρόσεχα πρώτη φορά. Ήταν όμορφη και ήταν κρίμα να είναι σε αυτό το χάλι. «Μας συγχωρείτε πολύ. Ξέρετε, η κόρη μας πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Εδώ και δυο χρόνια μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία. Είναι παθολογικά ερωτευμένη με τον ίδιο της τον αδελφό… Έχει χάσει τελείως τα λογικά της. Από τότε που παντρεύτηκε κι έφυγε στην επαρχία, ζούμε έναν απίστευτο Γολγοθά. Ελπίζω να μην σας έκανε κάτι κακό». Ενώ ο δύστυχος πατέρας μου εξηγούσε εν ολίγοις το δράμα της οικογένειας, η Αφροδίτη (που αρχικά φαινόταν να έχει ηρεμήσει κάπως, αλλά πολύ σύντομα διέψευσε αυτή μας την αίσθηση), ξέφυγε από τα χέρια της μάνας της κι όρμησε καταπάνω στον γέροντα. « Με κοιτάς ε ;Με κοιτάς! Θες να με γαμήσεις πάλι έ; Αυτό θέλεις; ΈΛΑ ΛΟΙΠΟΝ! ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΡΕ; ΕΛΑ!».

***

Βρισκόταν πάλι σε παραλήρημα. Άρχισε να σκίζει τα ρούχα της κι όταν απέμεινε μόνο σάρκα, έπεσε πάνω στον πατέρα της κι αφού αρχικά τον έγλυφε στο πρόσωπο, στην συνέχεια άρχισε να τον δαγκώνει ουρλιάζοντας, ενώ εκείνος υπέμενε χωρίς ν αντιδρά την επίθεση της κόρης του. Είδα και έπαθα να την ξεκολλήσω από το κεφάλι του παππού, ο οποίος αιμορραγούσε ελαφρά από τις κανιβαλικές διαθέσεις της κόρης του. Όμως, το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω την Αφροδίτη να τραπεί σε φυγή. Άρχισε να τρέχει αφηνιασμένη ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, όταν άκουσα την μάνα της κλαίγοντας με αναφιλητά να με παρακαλάει: «Σας παρακαλώ, τρέχτε να την προλάβετε. Θα σκοτωθεί, δεν ξέρει τι της γίνεται!» Για μια στιγμή σκέφτηκα να ξεστομίσω διάφορα μπινελίκια, αλλά δεν μου πήγαινε, αφού κατά κάποιον τρόπο είχα μπει και εγώ στην ιστορία αυτή. Το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν τι δικαιολογία θα έβρισκα να πω στην Σία, που στο μεταξύ θα είχε ήδη φτάσει στην Πλάκα όπου είχαμε δώσει ραντεβού.

Άρχισα να τρέχω ξωπίσω της. Αφού έφτασα μάλλον εύκολα στο απέναντι πεζοδρόμιο, επιτάχυνα για να την προλάβω. Είχα να τρέξω από τότε που σταμάτησα τον στίβο (υπήρξα κάποτε δρομέας μέσων αποστάσεων στον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο, χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις...) και στα πρώτα μέτρα τα πνευμόνια μου ανέβηκαν στο στόμα. Η Αφροδίτη διέσχιζε το πεζοδρόμιο ταχύτατα, πέφτοντας πάνω σε διάφορους περαστικούς που δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν. Το βλέμμα μου είχε ασυναίσθητα καρφωθεί στους γυμνούς γλουτούς της. Ήταν υπέροχοι έτσι που πάλλονταν από την υπερένταση και το τρέξιμο, θέαμα που στιγμιαία με αποσυντόνισε από τον σκοπό μου, προκαλώντας μου μια στιγμιαία ρίγη ανάμεσα στα πόδια. Στο μεταξύ, οι αντοχές μου επανέρχονταν κι αύξανα ταχύτητα - ως γνωστόν οι δρομείς μέσων αποστάσεων «παίρνουν μπροστά» μετά τα πρώτα μέτρα όταν ξεμπουκώνουν.

Θα ήθελα πάρα πολύ να έβλεπα αυτό το αλλόκοτο θέαμα από μια γωνία, όπως όλοι αυτοί που μας κοιτάζουν τώρα να τρέχουμε σ’ αυτόν τον παράξενο «αγώνα» μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε. Παρόμοιες σκηνές θα μπορούσες ευκολότερα να τις δεις στο σινεμά, να τις διαβάσεις στις σελίδες κάποιου βιβλίου παρά να τις ζήσεις. Αισθανόμουν κεντρικό μέρος ενός σεναρίου που παίζεται χωρίς πρόβα, εντελώς απρογραμμάτιστα, με πρωταγωνιστή που τον ρίχνουν στην σκηνή χωρίς σενάριο και εκατοντάδες απρόσκλητους θεατές. Ένα είδος θεάτρου του δρόμου. Έτσι ένοιωσα. Και παραδόξως, μου άρεσε.

Μπροστά μου η Αφροδίτη συνέχιζε την τρελή διαδρομή της ακατάβλητη. Περνούσε τα στενά χωρίς σταματημό, όταν η απόστασή μας είχε αρχίσει πλέον να μικραίνει αρκετά. Δεν άργησα να την φτάσω στο επόμενο φανάρι αμέσως πριν την Ομόνοια. Την άρπαξα από το δεξί μπράτσο, δευτερόλεπτα πριν την κάνει χαλκομανία ένας ταξιτζής ,ο οποίος πάτησε φρένο και βγήκε αμέσως από το αμάξι του. «Βοήθα φίλε!», πρόλαβα να του πω και ενώ πεσμένος στην άσφαλτο προσπαθούσα να ακινητοποιήσω την Αφροδίτη, η οποία στο μεταξύ ουρλιάζοντας, προσπαθούσε να μου ξεφύγει.

Αφού την ακινητοποίησα με την βοήθεια του ταξιτζή και κάποιων περαστικών και κάπως την ηρέμησα, της φόρεσα το τζιν σακάκι μου, το οποίο ελάχιστη από την γύμνια της έκρυβε. Μου ζήτησε τσιγάρο. Της άναψα το τελευταίο άφιλτρο καμελ από το πακέτο μου. Καθίσαμε σε ένα πεζούλι και την κρατούσα σφιχτά από την μέση για να μην ξαναφύγει. Αγγίζοντας το γυμνό κορμί της, προς στιγμήν ερεθίστηκα αλλά δεν ήταν ώρα για τέτοια… Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είχε κερδίσει τα πάντα με την ομορφιά της. Έλαμπε ολόκληρη μες στην παράνοιά και την απελπισία που την κυρίευε. Δεν θα ήταν πάνω από τριάντα, με ένα σώμα αλαβάστρινο, δέρμα απαλό, σχεδόν μεταξένιο. Τα στήθη της, μικρά και τοξωτά έμοιαζαν, με τις ρώγες ερεθισμένες, σαν δυο μικρά θαύματα. Έτσι ιδρωμένη όπως ήταν, φάνταζε σαν μόλις να είχε ερωτοτροπήσει με κάποιο μακρινό ξωτικό. Κρίμα να χάνεται τόση ομορφιά μέσα στην αλλοφροσύνη. Και τι δεν θα’ δινα να μάθω γιατί έφτασε σε αυτήν την κατάσταση και τι ζόρι περνάει. Τόση δύναμη μπορεί να έχει ο έρωτας που να είναι ικανή να διαλύσει έναν άνθρωπο; Μάλλον ναι. Η Αφροδίτη. Η Θεά της ομορφιάς. Γυμνή και σχιζοφρενής. Μαζί μου μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο της κόλασης. Σε ποιούς να διηγηθώ τα σημερινά και να μην με πουν φαντασιόπληκτο.


Στο μεταξύ, γύρω της είχε μαζευτεί διάφορος κόσμος. Περίεργοι, πιτσιρικάδες που γέλαγαν, γυναίκες που ψιθύριζαν διάφορα η μία στο αυτί της της, μετανάστες, πρεζόνια, γέροι και γριές που κουνούσαν το κεφάλι της. Αισθάνθηκα ξαφνικά αντίπαλός της. Σφίχτηκα γύρω από την Αφροδίτη λες και ήμουν εγώ υπό την προστασία της. Λες και ήμουν σαν και αυτήν. Και να σκεφτεί κανείς πόσο απλά θα μπορούσα να ανήκα κι εγώ σε αυτό το ανώνυμο, άβουλο πλήθος. Με πόση ευκολία θα χάζευα και εγώ ένα τέτοιο θέαμα και θα κορόιδευα, θα κοίταζα περίεργα ή απλά θα το αγνοούσα και θα συνέχιζα την όποια πορεία μου. Και τώρα είμαι απλά από την «μέσα πλευρά». Είμαι αυτός που γίνεται αντικείμενο θέασης από την μάζα αυτή. Δίπλα σε μια παλαβή που πριν μισή ώρα μου ήταν παντελώς άγνωστη.

Με έπιασε ένας αόριστος φόβος με αυτές τις σκέψεις. Σαν να είδα την φιγούρα μου να στέκεται ανάμεσα σε όλους αυτούς τους περαστικούς. Και όπως την είδα να στέκεται και να με κοιτάζει, ξαφνικά άρχισε να χάνεται με βήμα γοργό μέσα στην κόλαση της πόλης. Κυνηγημένος, άγνωστος μέσα σε άγνωστους. Κανείς δεν ξέρει την ιστορία που μπορεί να κουβαλάει ο διπλανός του. Αυτή είναι τελικά η μαγεία της ζωής. Μέσα σε λίγα λεπτά σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Με της επιλογές σου και με την στάση σου. Σε πάει και σε φέρνει και εσύ διαλέγεις δρόμο κι ακολουθείς.

Θα πρέπει να είχαν περάσει πέντε ολόκληρα λεπτά από τότε που την ακινητοποίησα και η Αφροδίτη είχε πέσει σε κατάσταση νιρβάνα. Κοίταζε το τσιμέντο με βλέμμα απλανές και ήταν ασάλευτη. Στην ομήγυρη είχαν προστεθεί δύο αστυνομικοί που άρχισαν με το γνωστό και κλασσικό κουτοπόνηρο ύφος της να ρωτούν διάφορα. «Παιδιά, το κορίτσι δεν είναι καλά. Καλύτερα να την αφήσουμε ήσυχη. Εξάλλου, έρχονται και οι γονείς της να την πάρουν. Ρωτήστε εκείνους ότι θέλετε», της απάντησα με όση ευγένεια είχα για την φάρα της. «Ναι, αλλά πιο κάτω σταματήσατε την κυκλοφορία και στην διασταύρωση παραλίγο να προκληθεί δυστύχημα», μου λέει ο της από της δύο ηλίθιους, υπενθυμίζοντας μου το αυτοκίνητό μου το οποίο είχα παρατήσει χύμα στον δρόμο. «Λοιπόν φίλε, γράψτε με, κόψτε μου πρόστιμο, κάντε ότι νομίζετε. Αφήστε με της λίγο. Σε δύο λεπτά θα έχουν τελειώσει όλα, κατάλαβες; Και τώρα σε παρακαλώ να φύγετε, μην τα κάνετε χειρότερα». Ευτυχώς, οι ένστολοι παρέλειψαν να προσβληθούν-κατά την προσφιλή της συνήθεια- από το ύφος μου και παραμέρισαν.

Στο μεταξύ έφτασαν στο σημείο οι γονείς της Αφροδίτης μαζί με έναν άνδρα. Ήταν όμορφος. Εκτυφλωτικά όμορφος. Ψηλός, γεροδεμένος, καλοντυμένος, γύρω στα 35.Σε γενικές γραμμές επιβλητικός. Η Αφροδίτη έστρεψε το βλέμμα της. Μόλις τον είδε άστραψε. Στο πρόσωπό της σχηματίστηκαν αχτίδες φωτός. Χαμογέλασε με το πιο όμορφο χαμόγελο πού είχα δει ποτέ. «Αφροδίτη μου, κοίτα της ήλθε. Όλα θα φτιάξουν τώρα κορίτσι μου...», της είπε κλαίγοντας ο πατέρας της. Ξάφνου, σαν ένα μαγνητικό πεδίο να σκέπασε τον χώρο. Το πλήθος σώπασε και παραμέρισε να περάσει ο άνδρας. Όλοι κοιτούσαν απορημένοι. Ήταν της. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Και μη ρωτάς «ποιος της», δεν υπάρχει απάντηση. Απλά ήταν ΑΥΤΟΣ. Της που έπρεπε. Ήταν της για εκείνη. Ο άνδρας σήκωσε την Αφροδίτη από το πεζούλι, την πήρε στην αγκαλιά του, μου έριξε ένα βλέμμα με το οποίο υποθέτω ότι με ευχαρίστησε, την πήρε και έφυγαν περπατώντας της το Γκάζι. Εκείνη κοίταξε της γονείς της και γέλασε. Ευτυχισμένη. Ήταν μια άλλη Αφροδίτη, σαν να μην υπήρξε ποτέ το άγριο θηρίο που είδα να τρέχει γυμνή της δρόμους προηγουμένως. Για ένα δευτερόλεπτο γύρισε και της το μέρος μου και με κοίταξε. Το ελαφρύ χαμόγελο που μου δώρισε, ομολογώ πως δύσκολα θα το ξεχάσω.

Προς στιγμήν θέλησα να ρωτήσω τα δύο γεροντάκια πολλά πράγματα. Δεν το έκανα. Αρκέστηκα να της σφίξω το χέρι και να φύγω. Ο πατέρας της με αγκάλιασε σαν να ήμουν και εγώ παιδί του. «Αυτός είναι. Ο αδελφός της», προσπάθησε να μου εξηγήσει και συνέχισε σχεδόν τρέμοντας: «Τόσα χρόνια δεν μπορέσαμε να της δώσουμε να καταλάβει ότι αυτή η αγάπη δεν οδηγεί πουθενά. Εκείνος έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές, γύρισε και νοίκιασε μακριά της για να μην έχουν πολλές επαφές. Πριν τρία χρόνια, παντρεύτηκε κι έφυγε με τη γυναίκα του στην επαρχία, μήπως και με τον καιρό η Αφροδίτη ξεχαστεί και φτιάξει τη ζωή της. Από τότε, η κόρη της σάλεψε. Τα ψυχιατρεία έχουν γίνει πλέον το δεύτερο σπίτι της. Πριν δυο μέρες ήλθε οικογενειακώς να μας επισκεφτεί. Μόλις είδε τη γυναίκα του όρμησε να την σκοτώσει. Είδαμε και πάθαμε μέχρι να την πάρουμε από τα χέρια της. Κατάλαβες τώρα τι περνάμε;» μου είπε, ενώ η γυναίκα του έκλαιγε κουνώντας το κεφάλι της. Με ευχαρίστησε και θυμήθηκε ότι πήρε το αυτοκίνητο και το πάρκαρε δύο στενά παρακάτω, δίνοντας μου ταυτόχρονα τα κλειδιά. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Προσπαθώντας να συνέλθω, σιχτίρισα τον εαυτό μου γιατί πάνω στην υπερένταση ξέχασα τα κλειδιά πάνω στο τιμόνι και έφυγα. Περπατώντας συγκλονισμένος από τα όσα έζησα, σκέφτηκα απλά πως εκείνη την στιγμή είδα μπροστά μου την δύναμη της αγάπης. Αρρωστημένης μεν, αληθινής δε. Κατάλαβα ακόμη πως η λογική δεν χωράει στο συναίσθημα. Είχαν ανατραπεί μέσα μου τόσα πράγματα που μου φάνταζαν αυτονόητα ως τότε κι αυτό μου ήταν δύσκολο να το χωνέψω. Σίγουρα, θα έκανα πολύ καιρό να ξεχάσω αυτή τη μέρα.

***

Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο σε μια γωνιά δύο στενά παρακάτω. Πάνω στο παρμπρίζ, ανάμεσα στους υαλοκαθαριστήρες ήταν σφηνωμένη μια κλήση από την Τροχαία. «Στ’ αρχίδια μου σας γράφω παλιομαλάκες», σκέφτηκα και την πέταξα στο κάθισμα του συνοδηγού μόλις μπήκα. Κοιτάζοντας το κινητό μου, θυμήθηκα πως είχα στήσει την Σία παραπάνω από μία ώρα. Κοιτάζοντας την οθόνη διαπίστωσα ότι είχα δεκαπέντε αναπάντητες και ένα μήνυμα το οποίο έγραφε «δεν με έχει στήσει ποτέ κανένας τόσο άγαρμπα. Ποιος νομίζεις πως είσαι τελικά; Μετά απ’ αυτό σε παρακαλώ μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Τελειώσαμε.» Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό το είχα παρακάνει. Πού να της εξηγούσα όμως τι μου είχε συμβεί και γιατί να το κάνω; Εξάλλου, δεν υπήρχε περίπτωση να με πιστέψει. Σκέφτηκα λοιπόν ότι και μόνος μου δεν θα ήταν άσχημα. Πάτησα «διαγραφή» στο μήνυμα, έβαλα μπροστά το αμάξι και πάτησα το play στο cd player. Η τρομπέτα του Μάιλς Ντέιβις από το soundtrack του «Ασανσέρ για δολοφόνους», τα έλεγε όλα μόνη της. Φτάνοντας κατάκοπος στο σπίτι, είδα τη φιγούρα της Σίας να με περιμένει μπροστά στην πόρτα. «Όταν έχει νεύρα κάνει πάντα το καλύτερο κρεβάτι», είπα στον εαυτό μου και χαμογελώντας βγήκα από το αυτοκίνητο.



Μάνθος Γιουρτζόγλου