Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

"ΑΥΤΟ ΚΑΝΟΥΝ ΣΥΝΗΘΩΣ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ: ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ"



                        ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ POLITICAL DOUBTS ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΤΣΕΚΟΥΡΑ

Όταν αποφάσισα ότι ήθελα μια συνομιλία με τον Σταύρο Σταυρόπουλο, γνώριζα από τις γραφές του πως το οξύτατο πνεύμα του ήταν εκείνο που με είχε οδηγήσει στην λαχτάρα να τον ρωτήσω κάποια πράγματα. Εκείνο που αγνοούσα, ήταν ότι θα με έκανε να παραδεχθώ πως, τελικά, η πορεία του στοχασμού πάνω σε οτιδήποτε, έχει να κάνει με το έδαφος που καλλιεργείται ο στοχασμός αυτός και όχι με την σύστασή του ίδιου του στοχασμού. Θέλω να πω, πως δεν έχει σημασία πως ακριβώς συνθέτεις και επεξηγείς την σκέψη σου, όσο το που την τοποθετείς. Ή καλύτερα που βρίσκεσαι εσύ γράφοντας. Γράφοντας στοχάζεσαι. Αλλιώς πως θα γεννηθούν οι λέξεις και οι έννοιες; Πως θα είναι νικητήριες οι έσω- μάχες σου, στα πεδία των εκτός που αδρανούν, υποκρίνονται και σε προδίδουν καθημερινά; Σας καλώ, να αφουγκραστείτε την ανησυχία αλλά και την δύναμη του πνεύματος ενός ανθρώπου, που δεν γράφει απλώς, αλλά συντελεί κοσμογονία στην λογοτεχνία με τον τρόπο που προσεγγίζει τα θέματά του και με το ύφος που χρησιμοποιεί, μισώντας τις μάσκες που φορούν οι άνθρωποι και οικτίροντας εκείνους που μετονομάζουν μια πράξη για να συνεχίσουν να κοιμούνται. Σήμερα με χαρά φιλοξενώ στις Άννα- Διατυπώσεις τον εξαιρετικό και ιδιαίτερο λογοτέχνη Σταύρο Σταυρόπουλο που εύχεται: «Θα ήθελα οι άνθρωποι να αφήσουν κάτω τις μάσκες, όπως αφήνουν οι στρατιώτες τα όπλα τους μετά το τέλος του πολέμου, και να προχωρήσουν μπροστά, με τον πραγματικό εαυτό τους, όποιος κι αν είναι αυτός, όσο λίγος και αν τους μοιάζει.»

Ε1 – Μελετώντας τις λέξεις και τον τρόπο που γράφετε, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως είστε κάποιος που διαθέτει πολιτική σκέψη με ποιητική έκφραση ή πολιτική έκφραση με ποιητική σκέψη. Ο λόγος που αρθρώνετε πολύ συχνά θυμίζει άτομο με βαθιά αναλυτική διάθεση επί του πολιτικού πρακτέου και όχι μόνο…

--Στην σκέψη δεν μπορούν να υπάρξουν κάγκελα, περιορισμοί. Τα βάζουν όμως, πολλοί, μόνοι τους, πλαστογραφώντας τον εαυτό τους, για να τον αντέξουν. Πέφτουν σε δίνες. Προσπαθούν να αποφύγουν το αναπόφευκτο. Η σκέψη υπάρχει ανεξάρτητα απ’ αυτούς, εν αγνοία τους. Και είναι ελεύθερη. Δεν μιλάω για πολιτικές, μιλάω για ψυχή. Η σκέψη είναι ψυχή. Η πολιτική, μικρή. Και το σώμα, αποτρόπαιο. Στα βιβλία μου, ίσως εμφανίζεται μια πολιτική σκέψη, με έναν ποιητικό τρόπο. Κυρίως αυτό, όχι το αντίστροφο. Έπειτα, πάντα γράφω ένα βιβλίο. Είναι σχεδόν μια αυτόματη διαδικασία, χωρίς να μεσολαβεί σκέψη ή απόφαση. Απλώς γίνεται. Δεν ξέρω αν έχει πολιτικό νόημα. Πάντως, πολιτική πρόθεση, πολιτικό κίνητρο, δεν έχει σίγουρα. Εκτιμώ ότι δεν μπορώ να παρέμβω εκεί. Είναι ένα ξένο έδαφος, που θεωρώ τελειωμένο χρόνια. Η πολιτική σκέψη πέθανε όταν πέθανε ο Καστοριάδης.

Ε2 – Τι διαμελίζει την κοινωνία σήμερα κ. Σταυρόπουλε και τι μπορεί να διαμελίσει εσάς;

-Μια ανήθικη στάση. Μια προδοσία. Μια ανέντιμη συμπεριφορά. Η έλλειψη ψυχής, αλήθειας, αξιοπρέπειας. Οτιδήποτε κρυφό. Μιλάω εκ μέρους μου, για την κοινωνία δεν ξέρω. Φαντάζομαι όμως, ότι ο κατάλογος είναι μακρύς. Πιστεύω ότι το κρίσιμο διακύβευμα είναι η παραδοχή, αρχικά, ότι είναι αδύνατον να γλυτώσουμε απ’ τον εαυτό μας.  Μπορούμε είτε να τον θάψουμε, είτε να τον κατανοήσουμε. Οι περισσότεροι δεν είναι έτοιμοι γι αυτό το άλμα, αυτή την επιλογή. Αποφεύγουν τον καθρέφτη. Σου λένε: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Και ξέρουν ότι είναι ο κανένας. Μισούν τον εαυτό τους γι αυτό που δεν έγιναν. Το χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνίας είναι, πιστεύω, η έλλειψη ταυτότητας: Στον χώρο των ιδεών, του πολιτισμού, της πολιτικής θεωρίας, των ανθρώπινων σχέσεων, των οικογενειακών δεσμών, όλων των θεσμών εξουσίας. Υπάρχει τρομακτικό έλλειμμα συνείδησης. Παντού. Αυτό είναι θλιβερό. Και κακόγουστο. Μεταβαλλόμαστε σιγά σιγά σε ομιλούντα ζώα. Συντελείται μια ανακύκλωση χαλασμένων προτύπων, ψεύτικων ανθρώπινων προφίλ, που βολεύει. Και σε αυτό έχει συμβάλλει πολύ η οικογενειακή εστία, το πρώτο και αναπόφευκτο σχολείο. Εκεί που παλαιότερα χτίζονταν τα αξιακά δεδομένα, τώρα ετοιμάζονται δολοφόνοι, ρομπότ, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, χωρίς έρμα, χωρίς ενδοιασμούς.  Ο μεγάλος φόβος τους είναι ο φόβος του αληθινού. Αγαπούν τις μάσκες.

Ε3 – Τι είναι Ρόκ τελικά; Σε μια εποχή που τα πάντα συνθλίβονται, συρρικνώνονται, αλλοιώνονται, η ιδέα του Ροκ υπάρχει;

-Το ροκ υπήρξε ως ιδεολογική κατεύθυνση, επαναστατική πράξη, κοινωνική ανατροπή, αντισυμβατικό δόγμα, νεολαιίστικη πρωτοπορία, ό, τι υπήρξε, στα χρόνια που η εποχή το χρειαζόταν και το απαιτούσε. Αξιοποίησε δεδομένα, αντέδρασε, πρωταγωνίστησε σε διεθνή γεγονότα, ανέδειξε καταστάσεις, έπαιξε ρόλο στο Βιετνάμ, στον Γαλλικό Μάη, στο δικό μας Πολυτεχνείο, στην εξέλιξη των ιδεών. Μετά έγινε βιομηχανία. Κάποτε η μουσική αυτή ήταν διαμαρτυρία και στάση. Σήμερα είναι εργοστάσια πολυεθνικών που παράγουν προϊόντα, υποθάλποντας το ψέμα. Υπάρχουν βέβαια και οι μικρές, ανεξάρτητες εταιρείες που δρουν αγνότερα, αλλά η εποχή έχει πλέον παρέλθει. Ο κόσμος άλλαξε. Ό, τι έγινε σ’ αυτή την μουσική έγινε την δεκαετία 68-78. Εκεί συνέβησαν όλα. Και για να μην παρεξηγηθώ: Δεν λέω ότι δεν υπάρχει καλή μουσική, καλή ροκ σήμερα. Υπάρχει. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι η συνθήκη που το γέννησε. Όταν τα όπλα είναι παρά πόδα, όταν έχουν πλέον υπογραφεί τα συμβόλαια, όταν οι φωνές είναι ελεγχόμενες, δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε περισσότερο από μια καλή μουσική. Να κάτσεις σπίτι σου, να βάλεις ένα ποτό και να ευχαριστηθείς τον καινούριο δίσκο του Neil Young ή των Radiohead. Από τον καναπέ σου. Ο ρομαντισμός, το κίνητρο, τα διψασμένα βλέμματα έχουν χαθεί. Η αλλοτρίωση εισχώρησε παντού. Υπάρχει καλή μουσική, ναι. Όχι όμως η ιδέα της. Κι αυτό δεν ξέρω αν μου φτάνει. 

Ε4 – Πόσο διαφέρει η γυναίκα του σήμερα από τις γυναίκες που διέγειραν την φαντασία και την δημιουργικότητά σας στις αρχές της λογοτεχνικής σας αναζήτησης; Πόσο καλύτερα τις έχετε γνωρίσει από τότε; Αν η γυναίκα είναι δυνατόν να διαβαστεί ποτέ καθολικά..

-Όσο καλύτερα γνωρίζεις κάτι, τόσο απογοητεύεσαι. Προκύπτουν πληροφορίες που ούτε θα μπορούσες να διανοηθείς. Η σχέση ανάμεσα στο σημαινόμενο και την συνειδητοποίηση του σημαίνοντος είναι πάντοτε φθίνουσα. Πτωτική. Η γυναίκα είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Νομίζω πως δεν χρειάζεται, κιόλας. Είναι αυτό που είναι, αυτό που ο καθένας καταλαβαίνει. Σημασία έχει, η παρουσία της να είναι αληθινή, ανιδιοτελής και ενδιαφέρουσα. Και ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει να αγαπάς. Ανεξάρτητα από το τι κάνει ο άλλος.

Ε5 – Στα βιβλία σας συχνά ασχολείστε με θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα, όπως το που καταλήγουν οι άνθρωποι που έχουν περάσει μέσα από συμπληγάδες και εμπειρίες που χρωμάτισαν ή αποχρωμάτισαν την ζωή τους.  Σε βιβλία σας όπως το «Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώσουν», «Δυο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις» και «Ο Έρωτας θα μας κάνει κομμάτια» για παράδειγμα, βρίσκει κανείς ένα διαρκώς εναλλασσόμενο στοχαστικό τοπίο, που διακυβεύει τις αρχές και τα τέλη, τα απόλυτα και τα εύθραυστα, τα καθολικά και τα εν μέρει των συναισθημάτων. Πόσο αντιθετικοί είμαστε οι άνθρωποι; Και αυτή η αντιφατικότητά μας, λειτουργεί υπέρ ή κατά στην εξέλιξη μας ως προσωπικότητες, αλλά και ως μέρος μιας κοινωνίας, που την συνθέτουν πολλές διαφορετικές προσωπικότητες;

-Όλα τα βιβλία που γράφω παίζουν με την αρχή και το τέλος, αποτελούν αποσπάσματα από ένα βιβλίο που, μάλλον, δεν θα γράψω ποτέ. Εκεί συμβαίνουν, διακυβεύονται τα πάντα. Νομίζω πως ο όρος «καθολικό» δεν υπάρχει, δεν υφίσταται στην πραγματικότητα αυτή η διαφορά ανάμεσα στο μέρος και το όλον που συζητάμε. Ακόμη κι αυτό που ονομάζουμε σύνολο και το έχουμε αποδεχτεί ως τέτοιο, είναι μέρος ενός αποσπάσματος που προσπαθεί να ολοκληρωθεί. Όλα όσα βλέπουμε, ζούμε, γράφουμε, αγαπάμε, πράττουμε, είναι αποσπάσματα. Κομμάτια μνήμης που πασχίζουμε με αγωνία να ενώσουμε. Στα βιβλία αυτό το διαχειρίζομαι πιο εύκολα, το αντέχω. Στη ζωή, όχι. Είναι πολύ δύσκολο να δεχτείς την αντιφατικότητα των ανθρώπων, την δυστοκία τους σε συναίσθημα, την απεραντοσύνη μιας στάσης, τις αντιθετικές τους πράξεις που η μία αναιρεί την άλλη. Αυτό στη λογοτεχνία είναι προαπαιτούμενο, είναι πλεονέκτημα. Εκεί τίποτα δεν είναι βέβαιο, σίγουρο, οριστικό. Στη ζωή όμως, οφείλει να είναι. Αλλά δεν είναι. Αυτός είναι ο λόγος που καταφεύγω κυρίως στη νύχτα, στον ύπνο μου. Έξω μαίνεται ο πόλεμος και είναι ανελέητος. Των ανθρώπων.  Τα όνειρα που βλέπω είναι σημαντικά. Με προφυλάσσουν, κατά κάποιο τρόπο, από αυτό που θα κληθώ να αντιμετωπίσω αύριο. Πρόκειται για ένα άγνωστο, ακόμη αδιερεύνητο σύμπαν, που είναι ακραιφνώς ποιητικό, θα έλεγα προφητικό σχεδόν, και αν το αποκωδικοποιήσεις σωστά, αν δεχτείς να γοητευθείς από την συμβολική του σημασία, θα κερδίσεις πολλά. Τα όνειρα είναι τα μόνα που δεν σε προδίδουν ποτέ. Και η άγνωστη δύναμη που βρίσκεται εκεί πάνω, ψηλά στον ουρανό, και έχει πολλά ονόματα. Το έλεγε ο Σαχτούρης: «Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε όλοι για ουρανό». Ο ουρανός υπάρχει. Για όλους. Όμως λίγοι τον βλέπουν, λίγοι τον παρατηρούν. Είναι μια σκεπή, μια αφορμή εσωτερικότητας. Εγώ πιστεύω στην αρμονία. Και στα εντός μου γενέθλια. Εκεί ψηλά, διαπράττονται τα όνειρα. Σχεδιάζονται και υλοποιούνται. Μιλώ μεταφορικά, να μην παρεξηγηθώ. Ό, τι βλέπω όμως, συμβαίνει. Είναι πολύ παράξενο, αλλά συμβαίνει. Και δεν θα ήθελα να το αναλύσω περισσότερο αυτό. Απλώς το δέχομαι και το εμπιστεύομαι.  Μου το έχει αποδείξει η διαδρομή.

Η κοινωνία οφείλει να συντίθεται από διαφορετικές προσωπικότητες. Και ο άνθρωπος οφείλει να είναι ένας, μοναδικός. Να μην πάμε στον Πεσσόα τώρα… Στη νύχτα, λοιπόν, δεν υπάρχουν μάσκες, τα πράγματα είναι καθαρά. Τη μέρα κυκλοφορούν τα σώματα των ανθρώπων, φορώντας διαφορετικά πρόσωπα, κατά περίσταση. Την νύχτα επέρχεται η συνειδητοποίηση – η ποίηση της συνείδησης, για όσους έχουν, μπορούν και θέλουν να δουν. Εκεί τα γεγονότα είναι αποκαλυπτικά: Ένας νέος κόσμος, μέσα στον κόσμο που ζούμε. Μια νέα εκδοχή. Το εναλλασσόμενο στοχαστικό πεδίο που λέτε οφείλεται, εν πολλοίς, σε πληροφορίες που έχω απομυζήσει από τα όνειρά μου. Συνηθισμένα όνειρα. Συνηθισμένοι εφιάλτες. Που όμως φωτογραφίζουν το άγνωστο και αποκαλύπτουν το δήθεν. Τα όνειρα είναι το αντίθετο της υποκρισίας.

Ε6 – Συχνά γράφετε για το τέλος. Το τέλος του ανθρώπου, το τέλος του έρωτα. Ενώ όμως, χαρακτηρίζεστε από πολλούς αναγνώστες ως ένας πεσιμιστής συγγραφέας και ποιητής, τολμώ να πω πως οι γραφές σας είναι γεμάτες δέσμες φωτός. Για παράδειγμα στο «Πιο Νύχτα δεν γίνεται» και στο «Μετά», αισθάνομαι πως όλη η καταγραφή γίνεται για να οδηγήσει τον αναγνώστη, στην οδό της ανακάλυψης του τρόπου της ανατροπής αυτού του σκοτεινού πεπρωμένου.

-Συμφωνώ απολύτως μαζί σας. Θα έλεγα ότι όλη η τετραλογία διέπεται από ένα ακαθόριστο φως. Υπάρχει μια ρήξη με τον θάνατο, μια μετωπική σύγκρουση με οτιδήποτε σκοτεινό, είναι ένας πρόλογος – ουτοπικός ίσως – σε αυτό που ήλπιζα να συμβεί, να ακολουθήσει. Μου έχουν αποδώσει πολλούς χαρακτηρισμούς, ένας από αυτούς είναι του πεσιμιστή. Δεν ισχύει κανένας, ειλικρινά. Τα τέσσερα αυτά βιβλία περιγράφουν αυτό που θα ήθελα εγώ να δω στον κόσμο. Υπάρχει μια νέα γέννηση εκεί, στο «Καπνισμένο κόκκινο», που είναι καθαρά αναγεννησιακό. Υπάρχει η μεγάλη προσδοκία της αλληγορικής θάλασσας στο «Μετά», ακόμη και στο «Πιο νύχτα δεν γίνεται», που αναγκαστικά από κει ξεκινά το γκρέμισμα, η αποκαθήλωση του κόσμου, υπάρχουν παράπλευρα όνειρα, ανατροπές του μοιραίου, καθώς λέτε, υπάρχει ζωοφόρος δύναμη, αέρας, πνοή. Είμαι περήφανος γι αυτά τα βιβλία. Περήφανος που κατάφερα να τα ολοκληρώσω. Είναι η μικρή μου συνεισφορά σε ό, τι διαπίστωσα όλα αυτά τα χρόνια, η διαδρομή της όρασής μου. Εδώ θα ήθελα να πω κάτι για την «Σμίλη», για τον Χρήστο Κουτσιαύτη. Είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί συνεχώς, με μεγάλο μεράκι, για το αύριο. Τα βιβλία που εκδίδει τριάντα τόσα χρόνια είναι υποδειγματικά. Κατάλαβε την αγωνία μου, ένιωσε αυτό που με έκαιγε. Έχω πολλά εξοχικά στον εκδοτικό χώρο, πολλούς φίλους εκδότες με τους οποίους συνεργάζομαι άψογα, έχω, όμως, πλέον και ένα σπίτι. Και αυτό, μου φαίνεται θαυμάσιο.

Ε7 – «Ολομόναχοι Μαζί»: Ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Ένα βιβλίο που νομίζω πως η επιτυχία του έγκειται και στο γεγονός πως προσπάθησαν να το αντιγράψουν, αν και νομίζω πως μόνο κακέκτυπο μπορώ να χαρακτηρίσω το αποτέλεσμα της «προσπάθειας». Παρόλα αυτά, το «Ολομόναχοι Μαζί» μοιάζει με κραυγή, με κείμενα μονόλογους ενός παράφρονα πολίτη του έρωτα και όχι μόνο του έρωτα, αλλά και του κόσμου. Μια γυναίκα, ναι… Μα μια ψυχή θα έλεγα άνευ φύλου. Συγχωρήστε μου την αυθάδεια να μεταφράζω, αλλά με ενδιαφέρει πολύ η αλληγορία που δεν είναι εμφανής πάντοτε. Θεωρώ, δε πως είστε μετρ του είδους, αφού οι αλληγορίες σας είναι για πολύ εκπαιδευμένους αναγνώστες.

-Κοιτάξτε, όταν κάποιος αποφασίζει να προχωρήσει σε κάτι εντελώς νέο, έξω από τον συνηθισμένο κώδικα, χωρίς συμμάχους και «εισφορές αλληλεγγύης», χωρίς εντάξεις και προσχωρήσεις σε «ομάδες κρούσης», το βέβαιο είναι ότι πολλοί θα ενοχληθούν. Μετά, όταν κάτσει το πράγμα, θα προσπαθήσουν να μιμηθούν ό, τι μπορούν από αυτό που κατηγορούσαν. Αυτό δεν συνέβη μόνο με το «Ολομόναχοι», συνέβη και με το «Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια», συνέβη και με την «Νύχτα». Είναι κάτι που, τελικά, αποτιμώντας το, μου δίνει χαρά. Θεωρώ ότι είναι μια καίρια και καθοριστική νίκη, μια δικαίωση αυτού που πίστευα και στο οποίο είμαι προσηλωμένος. Κάποιοι εκδίδουν 2-3 βιβλία, με χίλια βάσανα, τρομακτικό σπρώξιμο και «αδιευκρίνιστες» συνθήκες και νομίζουν πως έγιναν ποιητές. Δεν έγιναν, έγιναν απλώς ρεζίλι. Δυστυχώς, βασιλεύει η άγνοια και η πόζα. Είναι και κάτι αχθοφόροι, της προσκολλήσεως, που κουβαλούν βιβλία άλλων σε εκδοτικούς οίκους, δουλεύοντας χαμαλίκι και θέλουν να προαχθούν σε συγγραφείς. Δεν γίνεται. Πολλοί από αυτούς που γράφουν είναι αγράμματοι. Τους ενδιαφέρει μόνο η φωτογραφία, όχι ο τόπος. Η γραφή είναι τόπος. Και στους τόπους σημασία έχει το χώμα, το υπέδαφος. Όχι τα λόγια και οι συγκυριακές συμμαχίες. Ό,τι είσαι βγαίνει. Στα κείμενα υπάρχουν όλες οι πληροφορίες για αυτούς που τα έγραψαν. Δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα, ιδίως την υστέρησή σου.
Το «Ολομόναχοι μαζί» είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία, αν και η ιστορία του δεν είναι τόσο ευχάριστη. Δεν πρόκειται, πάντως, για μονολόγους ενός «παράφρονα πολίτη του έρωτα». Είναι η αλληγορία ενός γυναικείου δισταγμού, μιας πλάγιας υποχώρησης, ενός πισωγυρίσματος, ενός τοκετού που αναβλήθηκε λόγω φόβου. Άλλωστε, δεν πιστεύω στον έρωτα, πιστεύω στην αγάπη. Ο έρωτας είναι ένα τυφλωτικό γεγονός, η αγάπη είναι εκτυφλωτική. Εκεί τα γυαλιά τα χρειάζεσαι για να δεις και άλλα θαύματα, όχι για να παραποιήσεις τα όσα ήδη βλέπεις και ξέρεις. Ο φακός της αγάπης είναι ευρυγώνιος, καλύπτει όλα τα πλάνα. Αυτό έκανα με το «Ολομόναχοι». Πρόκειται για ένα βιβλίο αγάπης. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο για να κλείσω την τετραλογία. Και η αγάπη εκφράζεται πάντα μέσα από μια γυναίκα. Ο κόσμος, αν και με αρσενικό άρθρο, είναι γένους θηλυκού. 

Ε8 – Το 2015 ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική χρονιά για εσάς με τρία βιβλία. Μιλήστε μου για το κάθε ένα και θα ήθελα να σταθούμε κυρίως, στις «Ασκήσεις Ύφους», το πιο πρόσφατο, που έχετε γράψει μαζί με την κα Μαρία Χρονιάρη.

-Το 2015 ήταν η χειρότερη χρονιά της ζωής μου. Κομβικής σημασίας και ίσως, η πιο δημιουργική. Συμβαίνει αυτό, όταν διαπιστώνεις πράγματα που σε εκπλήσσουν, σε βγάζουν από τον συνηθισμένο δρόμο σου. Εκδόθηκαν τέσσερα βιβλία, μαζί με το μονόφυλλο «Επίλογος», που κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το αναγνωστικό κοινό που με ακολουθεί. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση, καταρχήν, το γεγονός ότι θέλετε να σταθώ ιδιαίτερα στις «Ασκήσεις ύφους». Ας ξεκινήσω, λοιπόν, ανάποδα. Από το βιβλίο που έγραψα μαζί με την Μαρία Χρονιάρη. Εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 15 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα. Περιέχει έξι μακροσκελή ποιήματα, συν ένα έβδομο, που συγκροτούν τα δύο εισαγωγικά σημειώματα, και σηματοδοτεί, εγκαινιάζει, συνεισφέρει σε κάτι, που θεωρητικά, για την λογοτεχνία, δείχνει δύσκολο.  Μπορείς να γράψεις ένα πεζογράφημα, διαδοχικά, μαζί με κάποιον άλλον, συνεχίζοντας την ιστορία από εκεί που την άφησε εκείνος, προσθέτοντας την δική σου θέαση. Είναι εφικτό, σχετικά εύκολο. Το δύσκολο συμβαίνει στο ποίημα, που λόγω της καταγωγής του, λόγω της ιστορίας του, λόγω του ότι προσπαθεί να πει πάρα πολλά, χρησιμοποιώντας πολύ λίγα, το εγχείρημα φαντάζει πολύ φιλόδοξο. Η ομοιογένεια κινδυνεύει σε κάθε γραμμή. Θεωρώ ότι το «πείραμα» πέτυχε. Υπήρχαν δύο άνθρωποι που ο ένας προσπαθούσε να μάθει και ο άλλος προσπαθούσε να ξεχάσει την «σοβαρότητα» του εγχειρήματος της ποίησης. Γι αυτό πέτυχε. Επειδή ήταν ακαριαίο. Και επειδή οι προθέσεις, απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω – γιατί απόλυτα μπορείς να μιλήσεις μόνο για τον ίδιο σου τον εαυτό, ήταν ειλικρινείς. Το θεωρώ ένα πολύ καλό βιβλίο. Και την προσπάθεια, την κατάθεση της Μαρίας Χρονιάρη, απόλυτα επιτυχημένη. Προηγουμένως, είχαν κυκλοφορήσει «Ο άνθρωπος έσπασε», τον Απρίλιο του 15 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και το «Κατά τον δαίμονα εαυτού», τον Ιούλιο του ίδιου έτους, από τις εκδόσεις Σμίλη. Θα έλεγα ότι ο «Δαίμονας» είναι από τα πιο σημαντικά μου βιβλία. Περιέχει σημαντικές καταθέσεις, που υπό άλλες συνθήκες, αν η δομή του ήταν διαφορετική, δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν – ποσοτικά – σε ένα μόνο βιβλίο. Η φόρμα που έχει, σαν σημειωματάριο ιδεών, του το επιτρέπει. Σκέφτηκα ότι θα ήταν χρήσιμο, από κάθε άποψη, να γνωρίζουν οι αναγνώστες πώς σκέφτομαι «καθημερινά», όταν δεν βρίσκομαι σε «καθεστώς συγγραφής βιβλίου». Είναι ένα βιβλίο εκτός βιβλίου. Και από την άλλη, ένα βιβλίο μέσα σε πολλά άλλα βιβλία. Πολύτιμο για μένα. Και για σας, ελπίζω. «Ο άνθρωπος έσπασε» είναι μια συλλογή 43 ποιημάτων που αναφέρονται, αποχαιρετούν, σχολιάζουν, την γυναίκα που ήταν ο κόσμος. Είναι το γνωστό πρόσωπο που κυριαρχεί στην τετραλογία. Δεν νομίζω ότι θέλω να πω κάτι άλλο. Απλώς αυτό: Πρόκειται για ένα αποχαιρετισμό σε μια ηρωίδα τεσσάρων βιβλίων, που είχα συνηθίσει να είναι δίπλα μου.

Ε9 -  Αναμένουμε όλοι το νέο σας βιβλίο, με τίτλο ΤαΠΕΙνΩΣΗ
Tο γεγονός, ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα επιθυμούν διακαώς να γίνουν μέρος της λογοτεχνίας, να χριστούν με τίτλους της και δεν διστάζουν να φθάσουν στα άκρα για να το πετύχουν, έχει παίξει ρόλο στην ολοκλήρωση αυτού του βιβλίου; Πρόσφατα μιλήσατε ανοικτά για αυτό σε μια ανάρτησή σας στο διαδίκτυο, όπου δεχθήκατε πάρα πολλά σχόλια συμπεριλαμβανομένων και δικών μου σχολίων. Εκεί αναφέρατε και το νέο σας βιβλίο. Με αφορμή αυτό σκέφτηκα την ερώτηση. (Εσείς αναφερόσαστε σε γυναίκες. Εγώ γνωρίζω και άνδρες που το πράττουν και το έχουν διαπράξει.)

-Πολύς κόσμος με ρωτάει, όλοι περιμένουν αυτό το βιβλίο. Θα ξαναπώ ότι θα ήθελα να μην το είχα γράψει. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να γράψεις κάτι τόσο άρρωστο, αν κι εσύ δεν είσαι λίγο. Έπρεπε να υπερβώ τον εαυτό μου, έπρεπε να το κάνω. Ανέκαθεν, από μικρό παιδί, ήμουν υπέρ της υγείας. Δυστυχώς οι σχέσεις μας, οι ανθρώπινες σχέσεις, αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Κυκλοφορεί πολύ πλαστικό ψέμα, πολύ πόζα. Το παιδί, από νωρίς, αντιγράφει στο σπίτι το λάθος πρότυπο. Κάνει αυτό που βλέπει να κάνουν οι άλλοι, οι δικοί του. Βολεύεται σ’ ένα ξένο αίμα, μπαίνει σε παπούτσια που δεν είναι δικά του. Φονεύει τον εαυτό του. Η «ΤαΠΕΙνΩΣΗ» είναι η ιστορία ενός φόνου, που συμβαίνει σε ένα δωμάτιο, στο κέντρο κάποιας πόλης. Περιγράφονται δύο ερωτικές νύχτες. Υπάρχει ένα σκοτεινό μυστικό. Το βιβλίο θα ενοχλήσει πολύ και πολλούς γιατί ονομάζει με τις κανονικές λέξεις τα όσα διαμείβονται μεταξύ των δυο εραστών. Όμως πιστεύω ότι δεν υπάρχουν πρόστυχες λέξεις, υπάρχουν μόνο πρόστυχες ψυχές. Η «ΤαΠΕΙνΩΣΗ» είναι ένα βιβλίο γι αυτές. Για τις πρόστυχες ψυχές, που συνήθως, δεν έχουν ούτε ένα συγγνώμη. Γιατί δεν έχουν κόκκινες γραμμές, δεν έχουν εαυτό, δεν έχουν συνείδηση. Η βία και η ωμότητα που κυριαρχεί και περιγράφεται μέσα σε εκείνο το δωμάτιο είναι συμβολική. Κάτι δηλώνεται. Συμβαίνουν ακραία περιστατικά, ένας ερωτικός όλεθρος που δεν είναι η πείνα για τον άλλον, αλλά η προδοσία για κάποιον άλλον. Φυσικά, είναι fiction. Υπάρχει η υπερβολή της μυθοπλασίας, της διόγκωσης των γεγονότων για να καταφέρεις να μεταδώσεις τα όσα συμβαίνουν πίσω και πέρα απ’ τα σώματα και κυρίως τι διακυβεύεται. Ο τρόπος που περιγράφεται η ερωτική πράξη είναι συμβολικός, δεν σημαίνει ότι συνέβη κιόλας. Στο κέντρο βρίσκεται πάντα το ψεύτικο όνειρο, η άβυσσος μιας ψυχής. Και η ευκαιρία να αφηγηθείς, με έναν άλλο τρόπο, τον Λακάν.

Αυτό που ρωτάτε, για όσους επιθυμούν να συμμετάσχουν στο «πάρτι του πνεύματος», να γίνουν μέρος μιας λογοτεχνίας που στην πραγματική πραγματικότητα αγνοούν και να «χριστούν» με τους τίτλους της, ισχύει απόλυτα. Και ναι, δεν διστάζουν να φτάσουν στα άκρα προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους. Να «νοικιάσουν», να «κλέψουν»  ένα δεύτερο πρόσωπο, πιο ελκυστικό, πιο λαμπερό απ’ το δικό τους. Το βιβλίο αναφέρεται και σ’ αυτό. Έχει παίξει τον ρόλο του.  Η ηρωίδα «ασχολείται» με την λογοτεχνία, «αγαπάει» την ποίηση και τα παραμύθια. Αγαπάει, δυστυχώς, και άλλα… Στο φύλο δεν υπάρχει, φυσικά, αποκλειστικότητα. Θα μπορούσε να είναι άντρας. Απλώς στο βιβλίο έτυχε να είναι γυναίκα. Δεν υφίσταται καμία συνδήλωση πίσω απ’ αυτό. Οι άνθρωποι διαπράττουν μια πράξη, συγκεκριμένη, και μετά την ονομάζουν αλλιώς, για να συνεχίσουν να κοιμούνται. Δεν κοιμούνται, νομίζω. Την ντροπή, αν δεν την βγάλεις, θα σε φάει. Θα ήθελα, απλώς, να αναγγείλω, στο καθαρά λογοτεχνικό πεδίο, ότι το βιβλίο πηγαίνει πέραν της ηδονής, πέραν της βαρβαρότητας, πέραν της σκληρής ιστορίας του. Πηγαίνει εκεί ακριβώς που συμβαίνει, που συντελείται η πράξη – και το μέρος αυτό είναι πάντα η ψυχή. Το χρέος του είναι να την αφηγηθεί. Αυτό κάνουν, συνήθως, τα βιβλία: Αφηγούνται έναν θάνατο. Αλλά, νομίζω, θα μιλήσουμε πολύ γι αυτό, όταν εκδοθεί.

Ε10 – Ο Κόσμος αλλάζει και μας τρομάζει. Θα ήθελα μια εκτίμηση και μια ευχή για τα χρόνια που έρχονται.


-Νομίζω ότι ο τρόπος που διατυπώσατε την ερώτηση, εμπεριέχει και την απάντησή μου. Η αλλαγή είναι τρομαχτική, συμβαίνει μια κοσμογονία από την ανάποδη. Ένας αρνητικός χείμαρρος που παρασύρει τα πάντα. Τα πράγματα είναι, μάλλον, πολύ δύσκολα. Δεν θέλω να κάνω κάποια εκτίμηση. Μια ευχή μόνο, όχι την τυπική, να πάμε καλύτερα, γιατί δεν θα πάμε, και θα καταντούσε ευχολόγιο: Ό, τι είναι να τελειώσει, να τελειώσει, για να περάσουμε στο καινούριο. Στο νέο – και ελπίζω, αληθινότερο. Θα ήθελα οι άνθρωποι να αφήσουν κάτω τις μάσκες, όπως αφήνουν οι στρατιώτες τα όπλα τους μετά το τέλος του πολέμου, και να προχωρήσουν μπροστά, με τον πραγματικό εαυτό τους, όποιος κι αν είναι αυτός, όσο λίγος και αν τους μοιάζει. Αυτό θα είναι ένα πρώτο βήμα, μια εκκίνηση, ένα παραθυράκι στο αύριο. Αυτή είναι η ευχή μου. Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει καν να φεύγουν. Ξέρετε γιατί; Γιατί δεν γνωρίζουν να έρχονται πραγματικά. Πώς να φύγεις από κάπου όταν δεν έχεις πάει ποτέ; Έχει χαθεί το μέτρο, η προσωπικότητα, η στάση. Αυτή είναι η ευχή μου: Να τα ξαναβρούμε. Και αυτή τη φορά να τα εκτιμήσουμε.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ



Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ


Να παρατηρήσει τον εαυτό της. Όπως τη συμβούλεψε η πιο αγαπημένη φωνή της ψυχής της. Που πάντα καταλαβαίνει την διαδρομή των σκέψεων της. Από πού προσπαθούν να «κόψουν δρόμο» και πού χάνονται. Πότε βυθίζονται σ’ αυτή τη μαύρη θάλασσα που βρίσκεται μέσα της - εκεί, στην περιοχή των σπλάχνων- και κρατώντας την αναπνοή τους προσπαθούν να πνιγούν. Αλλά οι σκέψεις δεν πνίγονται. Πάντα βρίσκουν τον τρόπο να πιαστούν από το χέρι μιας άλλης σκέψης.
Είναι κι εκείνες που δεν έχουν χέρια, αλλά φτερά. Αυτές μπορούν να φτάσουν μέχρι τον ήλιο, χωρίς τον φόβο του Ίκαρου, χωρίς τον φόβο της πτώσης. Γιατί αυτές, έχουν ξεκινήσει από πολύ χαμηλά. Χώνοντας το κεφάλι τους όλο και πιο βαθιά, σκάψανε το χώμα της καρδιάς. Χόρτασαν το σκοτάδι της και ξεδίψασαν με τα μαύρα δάκρυά της. Κατέβηκαν στον Άδη της, για να κερδίσουν τον ουρανό της. Τώρα, είναι έτοιμες να κοινωνήσουν το φως της. Και να διαλυθούν στο φως της. Ευτυχισμένες και πλήρεις φωτός.

Να παρατηρήσει τον εαυτό της. Βλέπει επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ένα παρόν υποθηκευμένο από το παρελθόν κι ένα μέλλον μεταχειρισμένο. Και η μεγαλύτερη αμαρτία της, το μεγαλύτερο ξαστόχημά της, πάντα το ίδιο: Η αλαζονεία της. Ο τοξότης, ρίχνει το βέλος του στην καρδιά του στόχου, όταν γίνει ένα με αυτόν. Εκείνη όμως πάντα, είχε ανάγκη να ξεχωρίζει. Να προσπαθεί να σημαδεύει τα πράγματα, αντί να προσεύχεται να την σημαδεύουν. Αν δεν γίνεις στόχος, πώς κάποτε θα βρεις τον στόχο σου; Και τότε στα 15 της και τώρα στα 45 της, η ίδια έπαρση. Τότε έλεγε ότι εκείνη δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά. Δεν καταδεχόταν καν να θεωρήσει τον εαυτό της παιδί. Γι’ αυτό κι εκείνος σαν γυναίκα την αντιμετώπισε. Σαν ένα θηλυκό που αποζητούσε έναν άντρα να την αλώσει, να την κατασπαράξει. Για να την κοινωνήσει μετά. Το μετά, την γοήτευε. Η ιδέα ότι εκείνη θα θυσιαζόταν για να σώσει τον άντρα που κάποτε εξαιτίας της εξορίστηκε από τον παράδεισο. Μια μικρή θεά ήθελε να γίνει. Γι’ αυτό και η ιδέα της αυτοκτονίας τη συνέπαιρνε. Το τέλος του δικού της πόνου, θα ήταν η αρχή του πόνου εκείνου -και εκείνων- που θα άφηνε πίσω. Ένα καρφί που θα μάτωνε τις ζωές τους, αυτό θα γινόταν. Αργότερα κατάλαβε ότι οι αληθινοί θεοί δεν αυτοκτονούν. Οι αληθινοί θεοί, σου δίνουν την ευκαιρία να τους σκοτώσεις. Για να ζήσεις απαλλαγμένος από την αγωνία των φόνων. Έχοντας διαπράξει τον μεγαλύτερο φόνο, δεν έχεις κανένα λόγο να διαπράξεις άλλους.

Ευτύχησε να συναντήσει την αληθινή αγάπη. Αλλά δεν είχε τη γενναιοδωρία να την δεχτεί. Άρχισε τότε να ξερνάει όλες τις μαύρες σκέψεις της, όπως ξερνάει κανείς, μέσα στο πιάτο με το ζεστό φαγητό, στο καθαρό σεντόνι, πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο που στρώνεται για το γιορτινό δείπνο. Κάποτε οι εμετοί σταμάτησαν. Κι εκείνη νόμισε ότι ξεφορτώθηκε οριστικά τις μαύρες σκέψεις της. Κι ετοιμάστηκε να λουστεί στο φως. Η αμαρτία της, το ξαστόχημά της, δεν ήταν που λαχτάρησε το φως. Η αμαρτία της ήταν που προσπάθησε να σβήσει από μέσα της το σκοτάδι. Χρησιμοποιώντας το φως. Αλλά τα ίχνη του σκοταδιού είναι χαραγμένα πάνω στο φως. Το ίδιο το φως δεν απαρνιέται το σκοτάδι, αλλά δέχεται να πληγωθεί απ’ αυτό, για να έχουμε οι άνθρωποι κάπου να ψηλαφίζουμε τον πόνο. Για να μην ξεχνάμε το σώμα του, την γεύση του, το χρώμα των ματιών του. Εκείνη λησμόνησε. Τώρα έλεγε ότι δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες. Η δική της η μήτρα, δεν είχε ανάγκη από συσπάσεις. Γιατί είχε κάνει τις μεγαλύτερες. Κι η ηδονή μια μνήμη είναι. Σε χρόνο ενεστώτα.
Δεν άκουσε ποτέ το κλάμα της μήτρας της. Οι μήτρες πάντα, για έναν λόγο κλαίνε : Για τα αγέννητα παιδιά. Στη δική της, υπάρχει κι ένα σκοτωμένο. Που δεν τόλμησε ποτέ, να το θρηνήσει. Να του δώσει τη θέση που του αξίζει. Την θέση του νεκρού. Γιατί έκανε τότε…; Από φόβο. Γιατί δεν έκανε, αργότερα … ; Από φόβο. Γιατί έπαψε κάποια στιγμή να αποζητά ; Από φόβο.

Τον φόβο της γέννησης. Τον φόβο της ζωής. Οι άνθρωποι που έλκονται από τον θάνατο, φοβούνται την ζωή.

Να παρατηρήσει τον εαυτό της. Βλέπει επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ένα παρόν υποθηκευμένο από το παρελθόν κι ένα μέλλον μεταχειρισμένο. Αν δεν καταφέρει να παραδοθεί ελεύθερη από το παρελθόν στο μέλλον, πάντα το μέλλον της θα είναι μεταχειρισμένο. Αν δεν αποφασίσει να βαφτίζεται και να βαφτίζει το κάθε τώρα της με το όνομα της αιωνιότητας, η ζωή της θα μετριέται και θα αποτιμάται, αντί να προσφέρεται.


Όλγα Νικολαίδου






Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΕΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ



(Στον Πάνο, την Στελλιάννα και στην μικρή Άννα-Μαρία)


ΕΠΕΣΕ πάνω στο καπό με φόρα. Ευτυχώς, δεν έτρεχα και –το σημαντικότερο – πρόλαβα να την δω έγκαιρα. Βγήκα αμέσως έξω κατατρομαγμένος. Η γυναίκα είχε σηκωθεί επάνω και κλωτσούσε με μανία τις ρόδες του αυτοκινήτου μου, βρίζοντας θεούς και δαίμονες.
«Γιατί φρέναρες ρε μαλάκα, γιατί; Άντε και γαμήσου, γιατί σταμάτησες ρε; Τέλειωσε με ρε, ξεκίνα και λειώσε με, ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ;». Η κοπέλα πέταγε αφρούς από το στόμα, βρίζοντάς με επειδή δεν την έστειλα στον άλλο κόσμο. Νόμιζα ότι είχα δει πολλά πράγματα στην ζωή μου, όμως εκείνο το μεσημέρι κατάλαβα ότι είχα πολύ δρόμο ακόμα για τέτοιες βαρύγδουπες διαπιστώσεις.

Στο μεταξύ, οι πάντες γύρω μας είχαν σταματήσει. Άλλοι είχαν βγει από τα οχήματά τους, άλλοι γελούσαν και άλλοι σχολίαζαν διάφορα για την κοινωνία και την τρέλα που δέρνει τον κόσμο. Η γκόμενα ούρλιαζε ακόμα. Προσπάθησα να την πλησιάσω όσο πιο ψύχραιμα γινόταν. «Με συγχωρείς, αλλά εσύ πέρασες τον δρόμο παράνομα. Σε χτύπησα; Είσαι καλά;» Τι τις ήθελα τις ευγένειες; «Είσαι μεγάλος μαλάκας ρε! Τι με κοιτάς; Βάλε μπροστά και πάτα με ρε! Λύτρωσέ με σε παρακαλώ! ΚΑΝ’ΤΟ!!» Το παραλήρημά της δεν είχε τελειωμό. Χτυπούσε με μπουνιές το παρμπρίζ, με τόση δύναμη που φοβήθηκα ότι θα το θρυμματίσει. Με μια απότομη κίνηση, την έπιασα από την μέση και την τράβηξα βίαια προς το πεζοδρόμιο. Στο μεταξύ από τα κορναρίσματα, κόντεψα να χάσω και εγώ τα λογικά μου. Δεν είχαν άδικο όμως. Είχα κλείσει εντελώς την κυκλοφορία.

Μέχρι να ηρεμήσω την τρελή κυρία πέρασε κανένα δίλεπτο. Την είχα «αιχμαλωτίσει» στο πεζοδρόμιο και παρακαλούσα να εμφανιστεί ο πρώτος τυχαίος μπάτσος να με βγάλει από το αδιέξοδο. Πάνω που μπόρεσα να καλμάρω την κοπέλα, ένοιωσα από πάνω μας την παρουσία δυο σκιών. «Αφροδίτη! Κοπέλα μου, δόξα τον θεό είσαι καλά. Εντάξει κύριε, αφήστε την, είμαστε εμείς εδώ». Δυο γεροντάκια καταπονημένα και λαχανιασμένα από το τρέξιμο μας κοιτούσαν με πρόσωπα που πέταγαν φωτιές από την αγωνία. Προφανώς οι γονείς της.

Η Αφροδίτη (αφού πλέον μάθαμε και το όνομά της), δεν φάνηκε να χάρηκε και ιδιαίτερα για την συνάντηση. Αφού τους κοίταξε με ένα βλέμμα κάτι ανάμεσα στον Τζακ Νίκολσον από τη «Λάμψη» και τον Άντονι Χόπκινς από την «Σιωπή των αμνών», ξέσπασε σε ένα χοντροκομμένο γέλιο που εξελίχτηκε σε κλαυσίγελο. Απέμεινα να την κοιτάζω αποσβολωμένος. Τώρα την πρόσεχα πρώτη φορά. Ήταν όμορφη και ήταν κρίμα να είναι σε αυτό το χάλι. «Μας συγχωρείτε πολύ. Ξέρετε, η κόρη μας πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Εδώ και δυο χρόνια μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία. Είναι παθολογικά ερωτευμένη με τον ίδιο της τον αδελφό… Έχει χάσει τελείως τα λογικά της. Από τότε που παντρεύτηκε κι έφυγε στην επαρχία, ζούμε έναν απίστευτο Γολγοθά. Ελπίζω να μην σας έκανε κάτι κακό». Ενώ ο δύστυχος πατέρας μου εξηγούσε εν ολίγοις το δράμα της οικογένειας, η Αφροδίτη (που αρχικά φαινόταν να έχει ηρεμήσει κάπως, αλλά πολύ σύντομα διέψευσε αυτή μας την αίσθηση), ξέφυγε από τα χέρια της μάνας της κι όρμησε καταπάνω στον γέροντα. « Με κοιτάς ε ;Με κοιτάς! Θες να με γαμήσεις πάλι έ; Αυτό θέλεις; ΈΛΑ ΛΟΙΠΟΝ! ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΡΕ; ΕΛΑ!».

***

Βρισκόταν πάλι σε παραλήρημα. Άρχισε να σκίζει τα ρούχα της κι όταν απέμεινε μόνο σάρκα, έπεσε πάνω στον πατέρα της κι αφού αρχικά τον έγλυφε στο πρόσωπο, στην συνέχεια άρχισε να τον δαγκώνει ουρλιάζοντας, ενώ εκείνος υπέμενε χωρίς ν αντιδρά την επίθεση της κόρης του. Είδα και έπαθα να την ξεκολλήσω από το κεφάλι του παππού, ο οποίος αιμορραγούσε ελαφρά από τις κανιβαλικές διαθέσεις της κόρης του. Όμως, το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω την Αφροδίτη να τραπεί σε φυγή. Άρχισε να τρέχει αφηνιασμένη ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, όταν άκουσα την μάνα της κλαίγοντας με αναφιλητά να με παρακαλάει: «Σας παρακαλώ, τρέχτε να την προλάβετε. Θα σκοτωθεί, δεν ξέρει τι της γίνεται!» Για μια στιγμή σκέφτηκα να ξεστομίσω διάφορα μπινελίκια, αλλά δεν μου πήγαινε, αφού κατά κάποιον τρόπο είχα μπει και εγώ στην ιστορία αυτή. Το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν τι δικαιολογία θα έβρισκα να πω στην Σία, που στο μεταξύ θα είχε ήδη φτάσει στην Πλάκα όπου είχαμε δώσει ραντεβού.

Άρχισα να τρέχω ξωπίσω της. Αφού έφτασα μάλλον εύκολα στο απέναντι πεζοδρόμιο, επιτάχυνα για να την προλάβω. Είχα να τρέξω από τότε που σταμάτησα τον στίβο (υπήρξα κάποτε δρομέας μέσων αποστάσεων στον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο, χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις...) και στα πρώτα μέτρα τα πνευμόνια μου ανέβηκαν στο στόμα. Η Αφροδίτη διέσχιζε το πεζοδρόμιο ταχύτατα, πέφτοντας πάνω σε διάφορους περαστικούς που δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν. Το βλέμμα μου είχε ασυναίσθητα καρφωθεί στους γυμνούς γλουτούς της. Ήταν υπέροχοι έτσι που πάλλονταν από την υπερένταση και το τρέξιμο, θέαμα που στιγμιαία με αποσυντόνισε από τον σκοπό μου, προκαλώντας μου μια στιγμιαία ρίγη ανάμεσα στα πόδια. Στο μεταξύ, οι αντοχές μου επανέρχονταν κι αύξανα ταχύτητα - ως γνωστόν οι δρομείς μέσων αποστάσεων «παίρνουν μπροστά» μετά τα πρώτα μέτρα όταν ξεμπουκώνουν.

Θα ήθελα πάρα πολύ να έβλεπα αυτό το αλλόκοτο θέαμα από μια γωνία, όπως όλοι αυτοί που μας κοιτάζουν τώρα να τρέχουμε σ’ αυτόν τον παράξενο «αγώνα» μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε. Παρόμοιες σκηνές θα μπορούσες ευκολότερα να τις δεις στο σινεμά, να τις διαβάσεις στις σελίδες κάποιου βιβλίου παρά να τις ζήσεις. Αισθανόμουν κεντρικό μέρος ενός σεναρίου που παίζεται χωρίς πρόβα, εντελώς απρογραμμάτιστα, με πρωταγωνιστή που τον ρίχνουν στην σκηνή χωρίς σενάριο και εκατοντάδες απρόσκλητους θεατές. Ένα είδος θεάτρου του δρόμου. Έτσι ένοιωσα. Και παραδόξως, μου άρεσε.

Μπροστά μου η Αφροδίτη συνέχιζε την τρελή διαδρομή της ακατάβλητη. Περνούσε τα στενά χωρίς σταματημό, όταν η απόστασή μας είχε αρχίσει πλέον να μικραίνει αρκετά. Δεν άργησα να την φτάσω στο επόμενο φανάρι αμέσως πριν την Ομόνοια. Την άρπαξα από το δεξί μπράτσο, δευτερόλεπτα πριν την κάνει χαλκομανία ένας ταξιτζής ,ο οποίος πάτησε φρένο και βγήκε αμέσως από το αμάξι του. «Βοήθα φίλε!», πρόλαβα να του πω και ενώ πεσμένος στην άσφαλτο προσπαθούσα να ακινητοποιήσω την Αφροδίτη, η οποία στο μεταξύ ουρλιάζοντας, προσπαθούσε να μου ξεφύγει.

Αφού την ακινητοποίησα με την βοήθεια του ταξιτζή και κάποιων περαστικών και κάπως την ηρέμησα, της φόρεσα το τζιν σακάκι μου, το οποίο ελάχιστη από την γύμνια της έκρυβε. Μου ζήτησε τσιγάρο. Της άναψα το τελευταίο άφιλτρο καμελ από το πακέτο μου. Καθίσαμε σε ένα πεζούλι και την κρατούσα σφιχτά από την μέση για να μην ξαναφύγει. Αγγίζοντας το γυμνό κορμί της, προς στιγμήν ερεθίστηκα αλλά δεν ήταν ώρα για τέτοια… Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είχε κερδίσει τα πάντα με την ομορφιά της. Έλαμπε ολόκληρη μες στην παράνοιά και την απελπισία που την κυρίευε. Δεν θα ήταν πάνω από τριάντα, με ένα σώμα αλαβάστρινο, δέρμα απαλό, σχεδόν μεταξένιο. Τα στήθη της, μικρά και τοξωτά έμοιαζαν, με τις ρώγες ερεθισμένες, σαν δυο μικρά θαύματα. Έτσι ιδρωμένη όπως ήταν, φάνταζε σαν μόλις να είχε ερωτοτροπήσει με κάποιο μακρινό ξωτικό. Κρίμα να χάνεται τόση ομορφιά μέσα στην αλλοφροσύνη. Και τι δεν θα’ δινα να μάθω γιατί έφτασε σε αυτήν την κατάσταση και τι ζόρι περνάει. Τόση δύναμη μπορεί να έχει ο έρωτας που να είναι ικανή να διαλύσει έναν άνθρωπο; Μάλλον ναι. Η Αφροδίτη. Η Θεά της ομορφιάς. Γυμνή και σχιζοφρενής. Μαζί μου μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο της κόλασης. Σε ποιούς να διηγηθώ τα σημερινά και να μην με πουν φαντασιόπληκτο.


Στο μεταξύ, γύρω της είχε μαζευτεί διάφορος κόσμος. Περίεργοι, πιτσιρικάδες που γέλαγαν, γυναίκες που ψιθύριζαν διάφορα η μία στο αυτί της της, μετανάστες, πρεζόνια, γέροι και γριές που κουνούσαν το κεφάλι της. Αισθάνθηκα ξαφνικά αντίπαλός της. Σφίχτηκα γύρω από την Αφροδίτη λες και ήμουν εγώ υπό την προστασία της. Λες και ήμουν σαν και αυτήν. Και να σκεφτεί κανείς πόσο απλά θα μπορούσα να ανήκα κι εγώ σε αυτό το ανώνυμο, άβουλο πλήθος. Με πόση ευκολία θα χάζευα και εγώ ένα τέτοιο θέαμα και θα κορόιδευα, θα κοίταζα περίεργα ή απλά θα το αγνοούσα και θα συνέχιζα την όποια πορεία μου. Και τώρα είμαι απλά από την «μέσα πλευρά». Είμαι αυτός που γίνεται αντικείμενο θέασης από την μάζα αυτή. Δίπλα σε μια παλαβή που πριν μισή ώρα μου ήταν παντελώς άγνωστη.

Με έπιασε ένας αόριστος φόβος με αυτές τις σκέψεις. Σαν να είδα την φιγούρα μου να στέκεται ανάμεσα σε όλους αυτούς τους περαστικούς. Και όπως την είδα να στέκεται και να με κοιτάζει, ξαφνικά άρχισε να χάνεται με βήμα γοργό μέσα στην κόλαση της πόλης. Κυνηγημένος, άγνωστος μέσα σε άγνωστους. Κανείς δεν ξέρει την ιστορία που μπορεί να κουβαλάει ο διπλανός του. Αυτή είναι τελικά η μαγεία της ζωής. Μέσα σε λίγα λεπτά σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Με της επιλογές σου και με την στάση σου. Σε πάει και σε φέρνει και εσύ διαλέγεις δρόμο κι ακολουθείς.

Θα πρέπει να είχαν περάσει πέντε ολόκληρα λεπτά από τότε που την ακινητοποίησα και η Αφροδίτη είχε πέσει σε κατάσταση νιρβάνα. Κοίταζε το τσιμέντο με βλέμμα απλανές και ήταν ασάλευτη. Στην ομήγυρη είχαν προστεθεί δύο αστυνομικοί που άρχισαν με το γνωστό και κλασσικό κουτοπόνηρο ύφος της να ρωτούν διάφορα. «Παιδιά, το κορίτσι δεν είναι καλά. Καλύτερα να την αφήσουμε ήσυχη. Εξάλλου, έρχονται και οι γονείς της να την πάρουν. Ρωτήστε εκείνους ότι θέλετε», της απάντησα με όση ευγένεια είχα για την φάρα της. «Ναι, αλλά πιο κάτω σταματήσατε την κυκλοφορία και στην διασταύρωση παραλίγο να προκληθεί δυστύχημα», μου λέει ο της από της δύο ηλίθιους, υπενθυμίζοντας μου το αυτοκίνητό μου το οποίο είχα παρατήσει χύμα στον δρόμο. «Λοιπόν φίλε, γράψτε με, κόψτε μου πρόστιμο, κάντε ότι νομίζετε. Αφήστε με της λίγο. Σε δύο λεπτά θα έχουν τελειώσει όλα, κατάλαβες; Και τώρα σε παρακαλώ να φύγετε, μην τα κάνετε χειρότερα». Ευτυχώς, οι ένστολοι παρέλειψαν να προσβληθούν-κατά την προσφιλή της συνήθεια- από το ύφος μου και παραμέρισαν.

Στο μεταξύ έφτασαν στο σημείο οι γονείς της Αφροδίτης μαζί με έναν άνδρα. Ήταν όμορφος. Εκτυφλωτικά όμορφος. Ψηλός, γεροδεμένος, καλοντυμένος, γύρω στα 35.Σε γενικές γραμμές επιβλητικός. Η Αφροδίτη έστρεψε το βλέμμα της. Μόλις τον είδε άστραψε. Στο πρόσωπό της σχηματίστηκαν αχτίδες φωτός. Χαμογέλασε με το πιο όμορφο χαμόγελο πού είχα δει ποτέ. «Αφροδίτη μου, κοίτα της ήλθε. Όλα θα φτιάξουν τώρα κορίτσι μου...», της είπε κλαίγοντας ο πατέρας της. Ξάφνου, σαν ένα μαγνητικό πεδίο να σκέπασε τον χώρο. Το πλήθος σώπασε και παραμέρισε να περάσει ο άνδρας. Όλοι κοιτούσαν απορημένοι. Ήταν της. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Και μη ρωτάς «ποιος της», δεν υπάρχει απάντηση. Απλά ήταν ΑΥΤΟΣ. Της που έπρεπε. Ήταν της για εκείνη. Ο άνδρας σήκωσε την Αφροδίτη από το πεζούλι, την πήρε στην αγκαλιά του, μου έριξε ένα βλέμμα με το οποίο υποθέτω ότι με ευχαρίστησε, την πήρε και έφυγαν περπατώντας της το Γκάζι. Εκείνη κοίταξε της γονείς της και γέλασε. Ευτυχισμένη. Ήταν μια άλλη Αφροδίτη, σαν να μην υπήρξε ποτέ το άγριο θηρίο που είδα να τρέχει γυμνή της δρόμους προηγουμένως. Για ένα δευτερόλεπτο γύρισε και της το μέρος μου και με κοίταξε. Το ελαφρύ χαμόγελο που μου δώρισε, ομολογώ πως δύσκολα θα το ξεχάσω.

Προς στιγμήν θέλησα να ρωτήσω τα δύο γεροντάκια πολλά πράγματα. Δεν το έκανα. Αρκέστηκα να της σφίξω το χέρι και να φύγω. Ο πατέρας της με αγκάλιασε σαν να ήμουν και εγώ παιδί του. «Αυτός είναι. Ο αδελφός της», προσπάθησε να μου εξηγήσει και συνέχισε σχεδόν τρέμοντας: «Τόσα χρόνια δεν μπορέσαμε να της δώσουμε να καταλάβει ότι αυτή η αγάπη δεν οδηγεί πουθενά. Εκείνος έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές, γύρισε και νοίκιασε μακριά της για να μην έχουν πολλές επαφές. Πριν τρία χρόνια, παντρεύτηκε κι έφυγε με τη γυναίκα του στην επαρχία, μήπως και με τον καιρό η Αφροδίτη ξεχαστεί και φτιάξει τη ζωή της. Από τότε, η κόρη της σάλεψε. Τα ψυχιατρεία έχουν γίνει πλέον το δεύτερο σπίτι της. Πριν δυο μέρες ήλθε οικογενειακώς να μας επισκεφτεί. Μόλις είδε τη γυναίκα του όρμησε να την σκοτώσει. Είδαμε και πάθαμε μέχρι να την πάρουμε από τα χέρια της. Κατάλαβες τώρα τι περνάμε;» μου είπε, ενώ η γυναίκα του έκλαιγε κουνώντας το κεφάλι της. Με ευχαρίστησε και θυμήθηκε ότι πήρε το αυτοκίνητο και το πάρκαρε δύο στενά παρακάτω, δίνοντας μου ταυτόχρονα τα κλειδιά. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Προσπαθώντας να συνέλθω, σιχτίρισα τον εαυτό μου γιατί πάνω στην υπερένταση ξέχασα τα κλειδιά πάνω στο τιμόνι και έφυγα. Περπατώντας συγκλονισμένος από τα όσα έζησα, σκέφτηκα απλά πως εκείνη την στιγμή είδα μπροστά μου την δύναμη της αγάπης. Αρρωστημένης μεν, αληθινής δε. Κατάλαβα ακόμη πως η λογική δεν χωράει στο συναίσθημα. Είχαν ανατραπεί μέσα μου τόσα πράγματα που μου φάνταζαν αυτονόητα ως τότε κι αυτό μου ήταν δύσκολο να το χωνέψω. Σίγουρα, θα έκανα πολύ καιρό να ξεχάσω αυτή τη μέρα.

***

Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο σε μια γωνιά δύο στενά παρακάτω. Πάνω στο παρμπρίζ, ανάμεσα στους υαλοκαθαριστήρες ήταν σφηνωμένη μια κλήση από την Τροχαία. «Στ’ αρχίδια μου σας γράφω παλιομαλάκες», σκέφτηκα και την πέταξα στο κάθισμα του συνοδηγού μόλις μπήκα. Κοιτάζοντας το κινητό μου, θυμήθηκα πως είχα στήσει την Σία παραπάνω από μία ώρα. Κοιτάζοντας την οθόνη διαπίστωσα ότι είχα δεκαπέντε αναπάντητες και ένα μήνυμα το οποίο έγραφε «δεν με έχει στήσει ποτέ κανένας τόσο άγαρμπα. Ποιος νομίζεις πως είσαι τελικά; Μετά απ’ αυτό σε παρακαλώ μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Τελειώσαμε.» Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό το είχα παρακάνει. Πού να της εξηγούσα όμως τι μου είχε συμβεί και γιατί να το κάνω; Εξάλλου, δεν υπήρχε περίπτωση να με πιστέψει. Σκέφτηκα λοιπόν ότι και μόνος μου δεν θα ήταν άσχημα. Πάτησα «διαγραφή» στο μήνυμα, έβαλα μπροστά το αμάξι και πάτησα το play στο cd player. Η τρομπέτα του Μάιλς Ντέιβις από το soundtrack του «Ασανσέρ για δολοφόνους», τα έλεγε όλα μόνη της. Φτάνοντας κατάκοπος στο σπίτι, είδα τη φιγούρα της Σίας να με περιμένει μπροστά στην πόρτα. «Όταν έχει νεύρα κάνει πάντα το καλύτερο κρεβάτι», είπα στον εαυτό μου και χαμογελώντας βγήκα από το αυτοκίνητο.



Μάνθος Γιουρτζόγλου





Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

"ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΣΕ ΧΑΡΤΙΝΑ ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ, ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΑ ΣΚΙΑΧΤΡΑ ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΗΔΗΧΤΟΥΝ"


                                  ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ POPAGANDA ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΒΟΥΔΙΚΛΑΡΗ

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι ένας συγγραφέας που δεν χωράει σε στερεότυπα. Κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή νεότατος, και κατόπιν σιώπησε εκδοτικά για σχεδόν μια εικοσαετία. Απομακρύνθηκε ολοταχώς από μια μεγάλη επιτυχία, γιατί δεν τον ενδιαφέρει πια το περιτύλιγμά της. Ξέρει πως έχει προχωρήσει πολύ από τότε, και νιώθει δυσάρεστα όταν του μιλούν γι αυτή. Απεκδύθηκε μετά βδελυγμίας τη μυθολογία των Εξαρχείων, παρόλο που θα μπορούσε να δρέπει διά βίου τις δάφνες της. Και δεν επαναπαύεται σε καμιά κατακτημένη φόρμα, ψάχνοντας κάτι καινούριο με κάθε νέο του βιβλίο. Τίμησε με την εμπιστοσύνη του την Popaganda μιλώντας έξω από τα δόντια για όλα, όπως το συνηθίζει. Δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, και δεν φοβάται να γίνει δυσάρεστος όταν το θεωρεί απαραίτητο.
Καθίσαμε στο Φλοράλ και μιλήσαμε επί ώρες, διακόπτοντας κάθε τόσο για να χαιρετήσουμε κάποιο περαστικό φίλο. Αναπόφευκτα ίσως, η συζήτηση γυρνάει στην περίφημη κρίση και τις συνέπειές της στην καθημερινότητά μας.

Για άλλη μια φορά, ο Σταύρος Σταυρόπουλος δεν μασάει τα λόγια του:

«Το είδαμε στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, ακόμα-ακόμα και στην Ιρλανδία, ότι οι άνθρωποι ήρθαν πιο  κοντά. Ήμουνα βέβαιος ότι η κρίση θα βγάλει ένα καλό, δηλαδή θα μας ενώσει, θα μας βάλει κάτω από τη σκέπη του Ανθρώπου. Έγινε ακριβώς το αντίθετο! Βγήκε το τέρας. Γιατί; Το περίφημο ελληνικό κράτος δεν μετράει πάνω από 150 χρόνια ιστορίας, είναι νεοσύστατο – ως θεσμοί δηλαδή. Ουσιαστικά είναι ένα κράτος το οποίο δεν ιδρύθηκε ποτέ. Περιμένει τη σύσταση του. Δεν πρόκειται γιατί δεν υπάρχει το αντικείμενο. Σημειολογικά. Οι άλλοι, οι “ξένοι” μπόρεσαν να έρθουν πιο κοντά επειδή ήταν λαοί. Εμείς δεν είμαστε λαός, είμαστε Λάος. Από τα δέκα εκατομμύρια, τα πέντε εκατομμύρια είναι μετανάστες, και τα άλλα πέντε εκατομμύρια είναι μπάτσοι! Καταπληκτικό, ε; Τέτοια αστυνόμευση, από την εποχή του Γιωργάκη του Παπανδρέου, το ’09 κι εδώ, δεν υπήρχε ούτε στη δικτατορία… Κάθε στενό το φυλάνε δέκα αστυνομικοί! Κι έχουμε και αύξηση της εγκληματικότητας…»

Εγώ έχω μια άλλη απορία: Καλά, οι αστυνομικοί είναι εκεί. Η αντίδραση γιατί δεν είναι πιο έντονη;

Υπάρχουν νόμοι που δεν εφαρμόζονται, επειδή αυτοί που καλούνται να τους εφαρμόσουν είναι Έλληνες, με όλη την σημασία αυτής της καταγωγής. Πρέπει κάποια στιγμή να περάσουμε από το άρρωστο και ιδιοτελές φαίνεσθαι στο ξεκάθαρο και λυτρωτικό είναι. Ο καθένας να πάρει στα σοβαρά το ρόλο του και να μην τον προγράφει με βάση το πόσο μισεί τον εαυτό του. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στο ότι μισούμε τον εαυτό μας θανάσιμα και το βγάζουμε στα πρόσωπα των πολιτών, των ερωτικών μας συντρόφων, των φίλων, εκεί από όπου περιμένουμε, εις μάτην, την αναγνώριση, την μαγεία, βγάζουμε όλες μας τις ατέλειες. Έχουμε μόνο κόμπλεξ σαν λαός, τίποτε άλλο. Η σύγχρονη ιστορία μας ποια είναι; Ο Τσαρούχης; O Θεοδωράκης; Ο Ελύτης; Οι σημερινοί Ισπανοί, που απέχουν τρεις γενιές από τον εμφύλιο, έχουν μνήμη. Εμείς δεν έχουμε. Μπορεί, όπως λέει το ΚΚΕ, να μην υπήρχε αστική τάξη εδώ, αλλά υπήρχαν δέκα τζάκια, τα οποία είχαν κόκκινες γραμμές αδιαπέραστες. Ήταν βουτηγμένοι στη διαφθορά, αλλά από τον προπάππου και την προγιαγιά μεταφερόταν μια οσμή αξιών τις οποίες ακολουθούσαν, έστω κι από παράδοση. Η οικογένεια ακόμα κρατούσε. Μετά τη δικτατορία τι έγινε; Ήρθε ο Καραμανλής που μας είπε να προσευχηθούμε γι’ αυτόν και προσευχηθήκαμε, και μετά ήρθε ο Αντρέας το ’81 και είπε «θα δημιουργήσω μια αστική τάξη». Δημιούργησε μία εκ του μηδενός, με βίλες στην Εκάλη και το Ψυχικό, με τέσσερα αυτοκίνητα ο καθένας, αλλά χωρίς μνήμη. Γιατί ο καθένας από αυτούς, πριν να τους κάνει θεσμούς και υπουργούς και θεματοφύλακες του πατριωτισμού μας ο Αντρέας, μπορεί να ήταν και μανάβης ή υπάλληλος ή θυρωρός πολυκατοικίας. Επομένως δεν υπήρχε μνήμη για να ανατρέξεις. Χάθηκαν τα όρια, κι ο καθένας έκανε ό, τι ήθελε για να βγάλει τα κόμπλεξ και τη μανία του για τον πλουτισμό, για το σεξ, για τη φήμη.

Σίγουρα δεν υπήρχε μια αστική τάξη με καλλιέργεια, όπως, ας πούμε, στη Γαλλία.

Η Γαλλία είναι κράτος συγκροτημένο, με μεγάλη και πρόσφατη, ιστορία πολιτισμού. Έζησα εκεί τρία χρόνια και διαπίστωσα έναν τεράστιο σεβασμό προς όλα. Θα σου πω ένα περιστατικό. Το 1979, είμαι σε ένα καλό διαμέρισμα (arrondissement) του Παρισιού, νομίζω στο 4ο, σε ένα μπιστρό. Έχουν έρθει φίλοι από την Ελλάδα. Μέσα οι άνθρωποι μιλούσαν σχεδόν ψιθυριστά, δεν τους άκουγες. Αρχίσαμε εμείς να μιλάμε όπως στην Ελλάδα. Μετά από είκοσι λεπτά ήρθε ένας τύπος του μαγαζιού και, πολύ ευγενικά, μας σήκωσε χωρίς σχεδόν να μας ακουμπήσει ή να μας ψέξει, με ένα μαγικό τρόπο, μας πήγε μέχρι την πόρτα και μας είπε: «οι καφέδες είναι κερασμένοι από το μαγαζί, αλλά σας παρακαλώ να μην ξανάρθετε!» Το έχω νιώσει εδώ αυτό, γιατί όποτε πάω σε ένα καφέ να γράψω κάτι ή να μιλήσω λίγο με τον εαυτό μου, να συγκεντρωθώ, γύρω μου γίνεται της πουτάνας. Είμαστε άνθρωποι των κραυγών. Οι ευγενείς το λένε «μεσογειακοί». Δεν είμαστε καθόλου της ήρεμης ενατένισης, της σκέψης, της απόσυρσης μέσα μας. Δεν έχουμε κανένα πολιτισμό κατά βάθος. Σκεφτόμαστε για να δείξουμε στους άλλους ότι σκεφτόμαστε. Αγαπάμε για να το διαφημίζουμε, γιατί ποτέ δεν μάθαμε να αγαπάμε. Αν με ρωτήσεις για μία από τις πολλές ιδιότητες των Ελλήνων, η πρώτη που θα μου έρθει στο μυαλό είναι η υποκρισία. Αντίθετα αν ρωτήσεις έναν από τους εθνοπατριώτες, τους παλιούς αριστερούς ή τους πρώην πασοκτζήδες, θα σου πούνε το φιλότιμο. Αρχίδια. Έχεις δει εσύ κανένα φιλότιμο στα χρόνια που ζεις;

Στη Γαλλία ήσουν για σπουδές;

Ναι. Ήθελα να σπουδάσω κοινωνιολογία στο Λονδίνο και πήγα εκεί. Είχα δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά εκείνο το καλοκαίρι που οι γονείς μου με είχαν κλείσει μέσα για να διαβάσω και να προετοιμαστώ, εγώ διάβασα δέκα φορές το «Μια Εποχή Στην Κόλαση» του Ρεμπώ, τις «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» του Μπουκόφσκι, την «Μαύρη Άνοιξη» του Χένρυ Μίλερ και άκουσα όλους τους δίσκους των Stones. Είχα κι ένα 45άρι, το «Angie», από αυτά με τη γλώσσα και την κίτρινη ετικέτα, και το άκουγα σε ένα παλιό πικάπ περί τις 30 φορές την ημέρα. Μ’ άρεσε αυτό: «We can say were satisfied». Όταν έμπαινε ο πατέρας μου έβαζα από πάνω τα βιβλία για τις εξετάσεις! Αποτέλεσμα: Όταν έγιναν οι εξετάσεις, πρώτο μάθημα ήταν η έκθεση. Είμαι πρώτος με 38 μονάδες! Διπλό 19 κι από τους δύο εξεταστές! Δεν μπήκα φυσικά, γιατί στα άλλα έγραψα χάλια, μονάδα… ούτε την εκφώνηση των θεμάτων δεν καταλάβαινα! Αλλά για δύο μέρες μου έμεινε η μοναξιά της κορυφής. Ήμουν πρώτος και βγήκα τελευταίος. Έφυγα, λοιπόν, για το Λονδίνο, για να πολεμήσω τη Θάτσερ στα γκαράζ. Έκατσα εκεί δύο μήνες, είχα μια γκόμενα που την έλεγαν Σύντια, κλασική νερόβραστη Αγγλίδα. Ομίχλη, δεν είδα τον ήλιο δύο μήνες. Τρελάθηκα!
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στο Παρίσι, κάποια φίλη ήταν εκεί, μιλήσαμε στο τηλέφωνο, πήγα. Δεν ήξερα να πω ούτε bonjour. Γράφομαι στην Alliance Francaise για να κάνω ταχύρρυθμα γαλλικά, και μέσα σε οκτώ μήνες άρχισα να διαβάζω Μπαλζάκ, Καμύ, Προυστ, Μποντλέρ στο πρωτότυπο. Κρατώντας βέβαια παντού σημειώσεις, με τρία λεξικά δίπλα. Ο καθηγητής που μου έκανε γαλλικά ήταν φανατικός με τον Neil Young, ένα κλασικό γαλλάκι με καρέ μαλλί που έπαιζε στην κιθάρα παπάδες. Μια φορά με πήρε στο σπίτι του στη Μονμάρτη, σε ένα πολύ ωραίο στούντιο με χαλιά στους τοίχους, ακούγαμε δίσκους, Leonard Cohen, Van Morrison, Lou Reed, Springsteen, και τέτοια, και μου είχε πει: «θα πας πολύ καλά, αρκεί να προσέξεις λιγάκι τον παρορμητισμό σου». Δεν τον πρόσεξα. Μπήκα στη Σορβόννη κι έκανα δυο χρόνια κοινωνιολογία. Στον τρίτο τα παράτησα στη μέση. Επέστρεψα στην Ελλάδα, έκανα μια σχολή δημοσιογραφίας στην Ακαδημίας, που δίδασκαν όλοι οι αστέρες της εποχής, καθηγητάδες, ο Πεπονής, ο Γερμανός, ο Φίλιας… Τσακώθηκα με το Φίλια και σηκώθηκα κι έφυγα. Για την διαλεκτική του υποκειμένου. Μετά έκανα ένα χρόνο κινηματογράφο. Όμως δεν ήθελα να τελειώσω κάτι. Δεν έχω ούτε Proficiency να φανταστείς, δεν πήγα να δώσω τελευταία στιγμή. Δεν θα είχα και διαζύγια, αν δεν έπρεπε να το κάνω, θα έμεναν έτσι. Εν λευκώ. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ τα χαρτιά.


Υπάρχει κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση: αν δεν απατώμαι το ’82 βγαίνει το Διαμελίζομαι. Ακολουθεί μια πολύχρονη σιωπή, σχεδόν είκοσι χρόνια…

Δεν είχα πεθάνει εκείνο το διάστημα. Έγραφα κείμενα σε περιοδικά, κυρίως μουσικά, αλλά και εφημερίδες. Βγάλαμε κι ένα περιοδικό που έγινε θρύλος, το «Αγκάθι», με το Θανάση Μάνθο, που κράτησε τέσσερα χρόνια.  Ο χρηματοδότης ήταν ένας καταπληκτικός τύπος άλλης εποχής, γύρω στα 70, που μας πήγαινε με το Θανάση σε κάτι ταβερνεία χωμένα στην παλιά πόλη της Καλλιθέας και μας μιλούσε. Ήταν πολύ γοητευτικός. Αυτός ήταν και ο πρώτος εκδότης του Ποπ και Ροκ! Είχε ένα χαρακτηριστικό: ήθελε πάντα επιβεβαίωση σε ό, τι έλεγε. Μας έβαλε στα κόλπα, μας έμαθε πως χρειάζεται και διαφήμιση για να επιβιώσει ένα περιοδικό. Γιατί σταμάτησα μετά το Διαμελίζομαι; Γιατί δεν πήγα στην παρουσίαση του βιβλίου μου! Όταν το έγραψα στα 19 μου – είναι ένα βιβλίο που πλέον δεν διαβάζεται, αλλά ήμουν 19 και μπορώ να το συγχωρήσω στον εαυτό μου – πήγε καλά από άποψη ντόρου. Ένα καλό μου έκανε: γνώρισα μια αγαπημένη μου φίλη, την Κατερίνα Γώγου. Ερχόταν σπίτι μου, πηγαίναμε σινεμά, συζητούσαμε… Ταιριάζαμε σε πολλά.

Πώς έγινε;

Όταν βγήκε το «Διαμελίζομαι», εγώ ήμουν αρχισυντάκτης στο Μουσικό Εξπρές. Ήταν σε ένα υπόγειο της Πιπίνου, περνούσε καθημερινά από εκεί ο Παύλος Σιδηρόπουλος, όπως και διάφορες άλλες τρομερές μορφές της εποχής. Τις μακέτες του περιοδικού τις έκανε ο Μανώλης Φλουράκης, ένα πολύ καλό παιδί που ήταν μακετίστας της Ελευθεροτυπίας, και που πέντε χρόνια αργότερα σκοτώθηκε με μοτοσικλέτα. Ήμασταν λοιπόν στην εταζέρα και προσπαθούσαμε να φτιάξουμε το εξώφυλλο του Διαμελίζομαι με ένα πίνακα του Νταλί. Ο Βασδέκης, ο εκδότης, πολύ καλός άνθρωπος, ήθελε να το κάνουμε έγχρωμο, αλλά εγώ το ήθελα ασπρόμαυρο. Έτσι όπως ήταν τα γράμματα της φωτοσύνθεσης του τίτλου, παίρνω ένα ψαλίδι και κόβω το Διαμελίζομαι στη μέση. Έτσι έγινε το εξώφυλλο: βλέπεις στα γράμματα αυτή την ψαλιδιά. Αφού βγήκε, μετά από 3-4 μήνες , ο Θωμάς Γκόρπας, τον οποίον θαύμαζα πολύ, όλη αυτή η αντισυμβατική ρητορεία του με γοήτευε, έγραψε σε ένα περιοδικό ένα κείμενο στην κυριολεξία αποθεωτικό για το Διαμελίζομαι. Στην άλλη μισή σελίδα του περιοδικού έθαβε Το Ξύλινο Παλτό της Κατερίνας. Εγώ νομίζω πως έκανε λάθος φυσικά ο Γκόρπας, γιατί ήταν πολύ ωραία συλλογή, πολύ καλύτερη από το Διαμελίζομαι. Είχα εκστασιαστεί όμως κι είχα ντραπεί. Τελικώς αποφάσισα να ευχαριστήσω το Θωμά Γκόρπα. Πήγα λοιπόν στα γραφεία του περιοδικού, κι όταν έφτασα στην πόρτα, ήταν δίπλα μου η Κατερίνα, η οποία  – ήταν η εποχή της ταινίας του Θωμόπουλου, Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού – είχε κοντό μαλλί πανκ, ένα μακρύ σκουλαρίκι, και ήταν πολύ εκνευρισμένη! Αφού πέσαμε μούρη με μούρη στην πόρτα, μου λέει: – Μήπως ξέρεις πού είναι ο Γκόρπας; – Σ’ αυτόν πάω!  – Πώς σε λένε; -Σταυρόπουλος! – ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ;;; (Γέλια). Εκείνη τη στιγμή ευτυχώς άνοιξε η πόρτα! Ήταν μια γραμματέας μέσα, και η Κατερίνα χίμηξε καταπάνω της και της λέει: – Πού είναι αυτός ο πουστόγερος; Ευτυχώς δεν ήταν εκεί… Της είπα: κυρία Γώγου, σας θαυμάζω, κι εγώ γενικώς δεν θαυμάζω ανθρώπους στη ζωή μου. Σας παρακαλώ, πάμε να πιούμε έναν καφέ. Ας αφήσουμε το Γκόρπα, έκανε λάθος, είναι φανερό. Εμένα είναι το πρώτο μου βιβλίο! Κάτσαμε στο παλιό Φλοράλ, με τα μπιλιάρδα. Από τότε γίναμε οι καλύτεροι φίλοι.
Και για να απαντήσω στην ερώτησή σου για τη σιωπή που ακολούθησε, που ήταν προϊόν συνειδητής απόφασης για αποχή από το βιβλίο: με πλησίαζαν από τότε διάφοροι, και παρόλο το νεαρό της ηλικίας μου, έβλεπα στο χώρο του βιβλίου ένα πράγμα πολύ ψεύτικο και δήθεν. Ο Γιάννης Βασδέκης βέβαια είναι ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, που είχε κάνει τότε ένα άνοιγμα προς αυτό το είδος, είχε βγάλει ένα βιβλίο για τον Morrison θυμάμαι, ένα άλλο για τον Dylan, αλλά ετοίμασε και μια παρουσίαση για το βιβλίο μου που ένιωθα πως δεν μου ταίριαζε, και απλώς δεν πήγα. Έγινε έξαλλος. Μετά όμως τα ξαναβρήκαμε. Έτσι προέκυψε η συνειδητή μου αποχή από το χώρο του βιβλίου. Κάναμε την πλάκα μας με το Αγκάθι και τα άλλα περιοδικά. Όμως η πουτάνα η τύχη με ώθησε το 2002 να βγάλω Το Ροκ Που Παίζουν Τα Μάτια Σου. Και μαζί τα μάτια μου.

Μα, γιατί το λες έτσι; Είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε τόσο πολύ!

Γιατί έχουμε 2016, έχω κάνει 18 βιβλία, κι όπου κι αν βρεθώ μού λένε γι’ αυτό. Για ρώτα τον Τζάγκερ, του αρέσει το «Satisfaction»; Οk, καλή λογοτεχνία, αλλά είχε ένα τρικ που εγώ δεν δέχομαι πια. Ήταν ένα βιβλίο σαν δίσκος βινυλίου. Χωριζόταν σε δύο πλευρές με πέντε κομμάτια η κάθε μια, με περιεχόμενα αναλυτικά κλπ. Ωραίο μεν, αλλά τρικ! Εδώ και χρόνια θέλω ο κόσμος να μένει στο νόημα. Στο κουκούτσι της ουσίας. Δεν γράφω ούτε για να μην τρελαθώ, ούτε για να γίνω γνωστός, ούτε γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά – τίποτε από όλα αυτά που ακούς από πολλούς δεν ισχύει. Είναι όλα ψέματα. Γράφω για να διασωθεί μια μνήμη. Η γραφή είναι η διάσωση μιας πληροφορίας που μεταδίδεται στις επόμενες γενιές ώστε να μπορέσουν να την αξιοποιήσουν. Οι λέξεις είναι ασκήσεις μετάνοιας γι’ αυτό που δεν ήρθε, και όλο προσπαθείς να το κάνεις να έρθει και όλο δεν έρχεται. Έτσι πάει. Αυτό κάνω στα βιβλία μου: Διασώζω ένα αρχείο εμπειριών, πληροφοριών, μνήμης. Κάθε τι που κάνω είναι διαφορετικό, γιατί αλλιώς βαριέμαι. Τα μάτια μου είναι συνεχώς στραμμένα στο αύριο.
Το μόνο πράγμα στο οποίο έμεινα προσηλωμένος, και νομίζω πως είναι ό, τι πληρέστερο έχω κάνει μέχρι σήμερα, είναι το έργο της  τετραλογίας: Πιο Νύχτα δεν Γίνεται – Μετά – Καπνισμένο Κόκκινο – Ολομόναχοι Μαζί. Αυτό είναι ένα ολοκληρωμένο έργο που  λέει την άποψή μου για τον κόσμο. Για το τέλος του ανθρώπινου μύθου. Ειδικά το «Μετά» είναι ένα βιβλίο που σχεδόν μου υπαγορεύτηκε από κάπου ψηλότερα… Το βιβλίο «Ο Άνθρωπος Έσπασε», που ακολούθησε, ήταν η παραδοχή της ήττας μου. Μέσα από αυτά τα ποιήματα αποδέχτηκα τη δική μου ουτοπία, η οποία εξερράγη σε τέσσερα βιβλία. Και κατόπιν, το «Κατά Τον Δαίμονα Εαυτού», ήταν κάτι που νόμιζα – και καλώς νόμιζα, κρίνοντας από την υποδοχή του – ότι το χρωστούσα στους αναγνώστες μου: ένα τυχαίο σημειωματάριο ιδεών μετά την τετραλογία. Θέλησα να αποθησαυρίσω κάποιες χαμένες φράσεις που γράφτηκαν σε πακέτα από τσιγάρα, χαρτάκια από μπουκάλια μπύρας, μικρές σημειώσεις… Δεν θα τα έλεγα αφορισμούς, αν και μοιάζουν. Είναι σημειώσεις στα περιθώρια μιας ηλικίας, ενός χρόνου που τελείωσε. Τώρα, μόλις βγήκαν οι «Ασκήσεις ύφους»: Επτά συνθετικά ποιήματα, στίχο στίχο, μαζί με την Μαρία Χρονιάρη. Μ’ αρέσει να παίζω με την λογοτεχνία. Αλλά και με τον εαυτό μου. Να τον φτάνω στα άκρα.

 «Δεν είμαι παιδί του φεγγαριού, ποτέ δεν ήμουν. Είμαι παιδί του εαυτού μου, μεγάλωσα εκ μέρους μου, κατά τον δαίμονα εαυτού»

Τα τελευταία χρόνια, όσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα, τόσο πιο παραγωγικός είσαι. Δεν ξέρω αν είναι συμπτωματικό αυτό...

Πάντοτε ήμουν παραγωγικός. Δες από το ’02 και μετά, κάθε χρόνο έχω κι ένα βιβλίο. Ποιητικές συλλογές, αφηγήματα, «μυθιστορήματα», μικρά πεζά. Πράγματι τα τελευταία δύο χρόνια το πράγμα ξέφυγε λίγο. Εκδίδω δύο-τρία βιβλία το χρόνο. Αυτό δεν οφείλεται στην ευαισθητοποίησή μου απέναντι στην εποχή, αλλά σε μια προσωπική μου συνθήκη που με έχει αναγκάσει να εκφράζομαι πιο συχνά, γιατί οι προσλήψεις των εικόνων και των γεγονότων είναι πολύ πιο συχνές και βάναυσες. Δεν έχει να κάνει με την οικονομική κρίση ή την παρακμή, ας πούμε, της αριστεράς. Ήμουν στην ομάδα Ρήξη του Καραμπελιά στα δεκαεξήμιση. Είναι μνήμες που αν είχα κάτι να τις σβήσω θα το έκανα. Δεν το λέω για τον Καραμπελιά προσωπικά, προς Θεού. Τον εκτιμώ πολύ. Θυμάμαι ότι έπαιρνα την Προλεταριακή Σημαία (ΚΚΕ μ-λ), έχω φωτογραφία σε μια διαδήλωση για την Εργατική Πρωτομαγιά όπου κρατάω την εφημερίδα, και μέσα της διπλωμένο ήταν το Λούκι Λουκ! Καθόλου τυχαίο – τότε δεν μπορούσα να τα διαχωρίσω, μου άρεσε το Λούκι Λουκ, αλλά και να είμαι μαοϊκός. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως το σωστότερο ανάμεσα στα δύο ήταν το Λούκι Λουκ, γιατί είναι διαχρονικό, ενώ το άλλο δεν άντεξε. Τα πολλά βιβλία δεν οφείλονται, λοιπόν, στην εποχή. Βέβαια, όσο η εποχή σκληραίνει, αφοπλίζει τα προσωπεία των ανθρώπων, βγάζει στη φόρα τις κρυμμένες τους λεπτομέρειες. Υπό αυτή την έννοια, η εποχή έχει βοηθήσει. Σήμερα ζούμε την εποχή της πέτρας. Υπάρχουν όμως οι λέξεις. Είναι μεγάλο όπλο. Η λογοτεχνία δεν είναι αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, να βγάλουμε κανα βιβλίο, να πάρουμε κανα βραβειάκι και να πηδήξουμε καμιά γκόμενα. Είναι παρέμβαση στα πράγματα. Είναι ωρολογιακή βόμβα.

Επειδή πολλοί νιώθουν καλύτερα όταν βάζουν καταστάσεις και ανθρώπους σε κουτάκια με ετικέτες, εσένα αρέσκονται να σε τοποθετούν στο κουτάκι της «ροκ μυθολογίας των Εξαρχείων», που περιλαμβάνει και ανθρώπους που έζησες όπως η Γώγου και ο Σιδηρόπουλος. Όμως νομίζω πως αυτό το κοστούμι που σου φοράνε πρέπει να σου είναι στενό.

Αυτός είναι ο τρόπος τους να εκφράζουν την μικρότητά τους απέναντί μου. Νομίζουν ότι έτσι με αφοπλίζουν, ότι με κρατούν στην γωνία. Το είπε ο Αναγνωστάκης: «Δεν πειράζει. Τόσοι ήταν». Είναι γελοίο. Όλες αυτές οι ετικέτες είναι γελοίες: Ο «συγγραφέας των Εξαρχείων», ο «ροκ τύπος» κλπ. Εκείνη τη στιγμή βλέπουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη στις πραγματικές του διαστάσεις και δεν μπορούν να ανεχτούν το ότι όλα τα γουρούνια ΔΕΝ έχουνε την ίδια μούρη. Είχα σχέση με τα Εξάρχεια και με αυτούς τους ανθρώπους, μη φανταστείς κάτι τρομερό, ποτέ δεν ήμουν αυτό που λένε «ακτιβιστής». Δεν έχω πια, εδώ και πολλά χρόνια. Ξεχωρίζω μερικούς με τους οποίους μιλάω ακόμη, οι περισσότεροι όμως ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν είναι ορκισμένοι «επαναστάτες» αλλά καθηγητές πανεπιστημίου, άνθρωποι που έχουν κάνει μια σοβαρή διαδρομή – να μη λέμε ονόματα, δεν χρειάζεται. Το κουτάκι όχι απλώς μου είναι στενό, αλλά δεν είναι δικό μου, είναι ξένο. Είναι το κοστούμι που είχα 19 χρονών, όμως τότε δεν φορούσα κοστούμι, αλλά καμπάνες, κι είχα μαλλιά. Τώρα είμαι άλλος. Αφοσιωμένος στα βιβλία μου, σε αυτό που πρέπει να κάνω. Συνεχίζω να διαβάζω μανιωδώς και να ακούω Rory Gallagher, όμως απεχθάνομαι όσους ακούνε το «Moonchild» σήμερα. Γιατί εγώ δεν είμαι παιδί του φεγγαριού, ποτέ δεν ήμουν. Είμαι παιδί του εαυτού μου, μεγάλωσα εκ μέρους μου, κατά τον δαίμονα εαυτού. Αν θέλεις να είσαι συνεπής με τον εαυτό σου, αν θες να μιλάς ειλικρινά μαζί του κι αυτό να μην εκφράζεται μόνο μέσα από το συνολική σου κατάθεση, αλλά και από την στάση σου απέναντι στα πρόσωπα και τα πράγματα, και από τον τρόπο που ζεις, που αντιδράς, που υπάρχεις, ε, αυτό είναι κομματάκι δύσκολο. Έχω την αναγκαία έπαρση να ισχυρίζομαι ότι το έχω καταφέρει. Μου φτάνει αυτό.

Τι γράφεις τώρα;

Ειλικρινά δεν έχω την πρόθεση να προκαλέσω, ποτέ δεν ήταν στόχος μου αυτός, αλλά γράφω ένα βιβλίο το οποίο έχει πολύ σεξ, αρνητικό σεξ, ταπεινωτικό, χυδαίο, προδομένο, πρόστυχο. Υπολογίζω να κυκλοφορήσει τον Ιούνιο. Στην ουσία περιγράφονται δύο μόνο ερωτικά βράδια στο κέντρο μιας πόλης πεθαμένης στις καληνύχτες. Θα είναι κοντά 300 σελίδες, το μεγαλύτερο σε έκταση βιβλίο μου! Νομίζω πως το «Σέξους – Νέξους – Πλέξους» του Μίλλερ, «Η ιστορία του ματιού» του Μπατάιγ, «Οι 120 μέρες στα Σόδομα» του Ντε Σάντ, ή το «11.000 βέργες» του Απολινέρ θα μοιάζουν σαν απλά ερωτικά κόμικ μπροστά του! Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η κάθε ακραία ερωτική σελίδα έχει απέναντί της, την ακριβώς διπλανή της όπου συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Εκεί υπάρχει φιλοσοφία, υπάρχει Φρόιντ, Λακάν, Μπέκετ, υπάρχει ο λογοτεχνικός τρόπος αποτίμησης. Είναι ένα συνεχές upside down, νιώθεις κενά αέρος μέσα στο βιβλίο, σαν να βρίσκεσαι σε αεροπλάνο, σφίγγεται το στομάχι σου. Ή σε καράβι, πραγματικό καράβι, γιατί υπάρχουν και πολλοί/ες που πιστεύουν ακόμα σε χάρτινα καραβάκια και ερωτευμένα σκιάχτρα και τέτοιες μαλακίες για να πηδηχτούν… Φαντάσου ένα μεγάλο καράβι, να υπάρχει  θαλασσοταραχή, να το σηκώνει το κύμα στον αέρα και να γέρνει. Φαντάσου τώρα ότι αυτό το καράβι είναι το βιβλίο. Σε κάθε δισέλιδο ανοιχτό συμβαίνει αυτό. Το κύμα παρασέρνει τις λέξεις της σελίδας πότε απ’ τη μία μεριά και πότε απ’ την άλλη. Έτσι το άγριο σεξ ενώνεται με την φιλοσοφία και τανάπαλιν, η φιλοσοφία το ενοχοποιεί ή το οικτίρει στον βαθμό που οφείλει να το κάνει, πέφτοντας στην πλευρά του. Υπάρχει μια ακατέργαστη, μια μεγάλη λύπη στο βιβλίο. Από δω κι από κει. Οι πουτάνες, ξέρεις,  ζουν ανάμεσά μας. Καμιά φορά και μαζί μας.

Μπορεί να είναι κάτι τόσο βιωματικό;

Τι βιωματικό, δεν καταλαβαίνω. Ποιος μίλησε για βιωματικό; Ένα μυθιστόρημα είναι. Απλώς. Μπορεί και να μην συνέβη ποτέ. Ή να συνέβη κάπου. Με κάποιους. Ποιος ξέρει;

Εσύ;

Ό, τι γράφω είναι συγχρόνως και πραγματικό και επινοημένο. Δεν λένε ότι η αλήθεια βρίσκεται πάντα στη μέση; Όλη την αλήθεια την γνωρίζουν μόνο οι λέξεις. Σημασία έχει ότι πήρα μια απόφαση. Να χρησιμοποιήσω τις κανονικές λέξεις, αυτές που λένε προφορικά οι άνθρωποι μεταξύ τους εκείνη την ώρα, την πραγματική περιγραφή της πράξης. Προσοχή, δεν λέω την πράξη του έρωτα πρόστυχη. Ό, τι κι αν διαμείβεται μεταξύ των δύο, είναι ο δυνατότερος δεσμός ζωής. Με μια προϋπόθεση, το ΜΑΖΙ. Δηλαδή, αγάπη. Δηλαδή, τρέχα γύρευε… Ξαναλέω ότι πρόκειται για ένα αρνητικό, σε όλες του τις εκδοχές, βρώμικο πήδημα που έχει να κάνει με την «γυναίκα που ήταν ο κόσμος», αυτή που απασχόλησε τα τελευταία έξι βιβλία μου – τα τέσσερα σχεδόν εμμονικά. Έχει να κάνει με την γενικότερη ουσία του κόσμου, το ψυχικό τραύμα, την παγκόσμια πληγή. Ένα «κρυφό γαμήσι» από παντού. Σαρωτικό. Ε, λοιπόν ο κόσμος πηδήχτηκε μέχρι θανάτου και πέθανε. Τελείωσε. Αυτό ήταν. Υπάρχει μια χαρακτηριστική φράση μέσα στο βιβλίο που λέει: «Δεν γαμιέται πια. Είναι πεθαμένη». Όμως τα πράγματα εξελίσσονται αναπάντεχα. Η ιστορία της λογοτεχνίας ήταν πάντα πολύ καθησυχαστική σε ό, τι αφορούσε τον βαθύ εαυτό της. Η ουσία μιας αφήγησης δεν έχει να κάνει με την ακρίβεια των γεγονότων που διαδραματίζονται. Αλλά με μια μεταφορά, ένα υπερσχόλιο πάνω σε αυτά, που να μοιάζει σχεδόν με παραβολή. Έχει να κάνει με το συναίσθημα που απελευθερώνει, με το σχήμα που προσπαθεί να εντάξει μέσα στο βιβλίο. Το βιβλίο ασχολείται πολύ με την «τραυματική οικογένεια», την «Αγία οικογένεια», τους δήθεν «αγγέλους» που γίνονται «διάβολοι», τις «αγνές ψυχές», τις «αιώνιες αγάπες», την «ατιμωτική χρήση των ανθρώπων». Αδιάφορο πάντως, μπροστά στην συγκλονιστική  τραγωδία της γραμματικής…
Όπως καταλαβαίνεις, μετά από 18 βιβλία, αν εγώ ξαφνικά εκδίδω αυτό, θα φανεί εντελώς αταίριαστο. Θα γίνει της πουτάνας. Δεν με ενδιαφέρει. Έχω μικρό παιδί, που όταν μεγαλώσει, θα προσπαθήσω να του εξηγήσω γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό το βιβλίο. Και θα το καταλάβει. Προσποίηση υπάρχει παντού, και είναι εις βάρος της ποίησης. Ο Σεφέρης «έκρυβε» τα ερωτικά του ποιήματα με τα γαμήσια του και μάλιστα είχε δώσει εντολή να εκδοθούν μετά θάνατον, όμως τα έγραφε… Όταν ο Καββαδίας τον πέρασε από ένα δρόμο με μπουρδέλα σε μια ευρωπαϊκή πόλη όπου είχε διοριστεί πρόξενος, τότε ο Σεφέρης δήθεν προσβλήθηκε, κοκκίνισε. Αυτά είναι μαλακίες. Δεν έχω τέτοια υποκρισία προθέσεων. Ο Εμπειρίκος καθυστερούσε επίτηδες τον Μεγάλο Ανατολικό, τόσα χρόνια. Αλλά δεν είναι έτσι. Ο καθένας λέει ό,τι τολμάει να πει. Αυτό το βιβλίο είναι το ίδιο με τα άλλα βιβλία μου. Με όλα τα άλλα. Ίδιος τρόπος, ίδια θέαση, ίδια δομή, ίδια γλώσσα. Μόνο το σεξ αλλάζει. Όποιος αντέξει.
Από το καλοκαίρι έχει προκύψει μια επαφή με την Αμερική, όπου δεν ζητούν βέβαια τα ποιήματα μου, ζητάνε τα δύο ροκ βιβλία – τι θα ζητούσαν; Αν λοιπόν μεταφραστούν στα αγγλικά, όπως είναι πολύ πιθανό, στην Αμερική όπου το κοινό είναι άλλου μεγέθους και άλλου βεληνεκούς, έχω σκεφτεί σοβαρά αυτό το βιβλίο να μεταφραστεί από μένα στα αγγλικά, να κυκλοφορήσει πρώτα εκεί, και μετά να κυκλοφορήσει εδώ το ελληνικό κείμενο ως μετάφραση, μήπως έτσι κλείσουν κάποια στόματα που θα αρχίσουν να ουρλιάζουν και να χωλαίνονται.  Τι να σου πω, δεν ξέρω. Το πιο πιθανό είναι να κυκλοφορήσει κατευθείαν στα ελληνικά. Θα λέγεται «ΤαΠΕΙνΩΣΗ». Νομίζω πως θα είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Τον Μάρτιο θα βγει και μια ποιητική συλλογή, απ’ τον Γαβριηλίδη: «Πράξη εξαφάνισης». Για την γυναίκα που ήταν ο κόσμος. Ο κόσμος με ρωτάει ποια είναι αυτή η γυναίκα. Όλοι. Μέχρι και στην Κύπρο με ρωτούσαν ποια είναι. Δεν ξέρω. Αν ήξερα θα τους έλεγα. Πιθανότατα, είναι ο κόσμος του καθενός. Το πολύτιμο.

 «Κάθε τι που κάνω είναι διαφορετικό, γιατί αλλιώς βαριέμαι. Τα μάτια μου είναι συνεχώς στραμμένα στο αύριο»

Υπάρχει κι ένα κεφάλαιο που αν δεν το θίξουμε, αυτή η κουβέντα δεν κλείνει: η τεράστια κοινή μας αγάπη που ονομάζεται Peter Hammill.

Μα, αυτός είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος για αυτή την συνέντευξη!  Εγώ δεν δίνω πολλές, βαριέμαι να μιλάω. Έχω συνηθίσει να γράφω. Όταν όμως ένας άνθρωπος αγαπάει τον Peter Hammill, ε, τότε δεν χρειάζονται άλλες συστάσεις. Τον γνώρισα για πρώτη φορά γύρω στα 16-17. Ο πρώτος μου δίσκος ήταν το Machine Head των Deep Purple, ο δεύτερος το Phoenix των Grand Funk, ο τρίτος το Sticky Fingers των Stones ή το Birds of Fire των Mahavishnu Orchestra του McLaughlin. Ε, ο 5ος ή 6ος ήταν το «H to He Who Am The Only One» των Van Der Graaf Generator! Όταν το άκουσα τρελάθηκα, άλλαξε η ζωή μου. Τι λέει ο τύπος σκέφτηκα, και πώς αλλάζει 15.000 κραυγές, ενώ παραμένει πάντα ο ίδιος; Έμενα τότε στο εφηβικό μου δωμάτιο, ένα δωματιάκι σαν σοφίτα στο πατρικό μου, με τις αφίσες μου, τα βιβλία μου, το μικρό στερεοφωνικό… Είχα πάρει τον δίσκο στο Μοναστηράκι, στο Jazz Rock. Το πρώτο κομμάτι της 2ης πλευράς λέγεται «Lost». Δέκα λεπτά σουίτα, χωρισμένη σε τρία μέρη. Βαστούσα το σκουπόξυλο της μάνας μου, κι είτε έπαιζα με αυτό κιθάρα ανεβασμένος στο τραπέζι, είτε σαξόφωνο όπως ο David Jackson! Αυτό το κομμάτι σημάδεψε τη ζωή μου με εκπληκτικό τρόπο. Οι τελευταίοι στίχοι είναι: «Δεν μπορώ να σταματήσω τις λέξεις που έρχονται… I love you…»  Έτσι ξεκίνησε, λέγοντας πως αυτός ο τύπος είναι ο δίδυμος αδελφός μου πάνω στη γη. Έκλεισα δύο μουσικά περιοδικά για τους Van Der Graaf και τον Hammill! Με αφορμή το άλμπουμ του Sitting Targets – που δεν είναι και τόσο σημαντικό για  Hammill – αφιέρωσα στο Μουσικό Εξπρές, που τότε πούλαγε 8.000 αντίτυπα, δέκα σελίδες περιοδικού για ένα δίσκο – κι εξώφυλλο ο Hammill με την κιθάρα του από το Over! Και το περιοδικό έπεσε στα 1.100 και δεν ξαναβγήκε. Ο συγχωρεμένος ο Τάσος ο Ψαλτάκης μού είπε ένα μήνα αργότερα: «Παιδί μου Σταυρόπουλε, τώρα που το κλείσαμε το περιοδικό, πες μου, ποιος είναι αυτός ο πούστης ο Hammill;» (Γέλια). Έτυχε πολλές φορές, και σε συνεντεύξεις με τον Πετρίδη την εποχή του ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ όπου δεν πήγα, αλλά και με τον Θανάση Μάνθο που με παρακάλαγε, κι ήταν κι αυτός φανατικός του Hammill, να αποφύγω την τελευταία στιγμή να τον συναντήσω. Την τελευταία φορά που είχε έρθει στο Κύτταρο, είχα πει ότι θα πήγαινα να τον βρω, αλλά δεν πήγα. Όχι ότι έχω να φοβηθώ κάτι – ο άνθρωπος είναι πολύ γνήσιος και αληθινός και αποκλείεται να αλλάξει η εικόνα που έχω γι’ αυτόν.
Γιατί γνωρίζεις κάποιον άνθρωπο μέσα από το έργο του, σε τροφοδοτεί και σε φωτίζει, κι αν κάτσουν δυο στραβές αυτό το φως θα τελειώσει οριστικά. Δεν το φοβάμαι πια αυτό. Δεν είναι μόνο ο Hammill, όμως. Είναι και ο Ρεμπώ, και o Wallace Stevens, και o Προυστ, και ο Τσόκλης, και  ο Σαγκάλ, και ο Μπουκόφσκι, και ο Ρολάν Μπαρτ και ο Κάφκα, και ο Νίτσε, και ο Μπέκετ, και ο Χειμωνάς, και ο Μικ Τζάγκερ, και η Πάτι Σμιθ, και ο Μπόουι και ο Ντεριντά, και τόσοι άλλοι, οι οποίοι είναι μια ομάδα, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους. Είναι ένα είδος σε έλλειψη που οδεύει προς εξαφάνιση:  Άνθρωποι που λένε την άποψή τους. Είναι δημιουργοί. Λέγεται ότι δεν έχουμε καλούς κριτικούς. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν γράφονται καλά ποιήματα! Αυτή είναι η αλήθεια. Τα ποιήματα είναι υπερεκτιμημένα. Ο Ελύτης ήταν υπερεκτιμημένος. Και ο Σεφέρης. Αυτός ήταν περισσότερο διπλωμάτης, παρά ποιητής. Μιλάει κανείς για τον Σαχτούρη σήμερα; Ή στην πολιτική. Ξέρεις γιατί δεν έχουμε καλούς πολιτικούς; Επειδή δεν υπάρχουν πολίτες να υποστηρίξουν την άποψή τους ενάντια σε αυτούς. Επειδή οι πολίτες αυτής της χώρας είναι θλιβεροί, είναι κλόουν του εαυτού τους, οικογενειακά κακέκτυπα, περιπλανώμενες μάσκες. Επειδή ούτε την ώρα που καταλαγιάζει η μέρα επιτέλους και πάνε στο κρεβάτι τους δεν θα θέσουν κρίσιμα ερωτήματα στον εαυτό τους. Λένε ψέματα συνέχεια γιατί μισούν τον εαυτό τους γιατί δεν έγιναν ποτέ αυτό που ονειρεύτηκαν ή θα ήθελαν να είναι. Αλλά για να ονειρεύεσαι κάτι, πρέπει να έχεις και εφόδια, ψυχικά αποθέματα να δαπανήσεις. Να εκτεθείς, να ρισκάρεις, να χύσεις αίμα. Τα θέλουν όλα έτοιμα, βραβεία, οικογένεια, γκόμενα, εξοχικό, καλό όνομα, και γι αυτό μισούν τον εαυτό τους, κι επειδή δεν θέλουν να το παραδεχτούν, μισούν πάντα κάποιον άλλο. Εγώ προσωπικά έχω συγκεντρώσει, νομίζω,  πολλά μίση… Δεν πειράζει. Καλά είναι κι έτσι. Νιώθω καλά. Ευτυχώς δεν μιλήσαμε καθόλου για λογοτεχνία.

Και οι γυναίκες; Σε γοητεύουν;

Δεν έχει τίποτα γοητευτικό ο θάνατος. Υπάρχει μια προσωρινότητα, που νομίζεις ότι διαρκεί μια ζωή. Αυταπατάσαι. Οι γυναίκες προσεύχονται σε άλλο Θεό – που συχνά αποκαλείται διάολος. Ανήκουν αλλού. Τις περισσότερες φορές είμαστε υποχρεωμένοι να τις αγαπάμε. Όμως, θέλω να κλείσουμε με Μπουκόφσκι.  Γίνεται; Με την «Ιδιοφυία του πλήθους». Να μείνει αυτό. Κουράστηκα. Είπαμε πολλά. Ποτέ μου δεν έχω μιλήσει τόσο πολύ. Μετά τις 4.48 δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ. Είχε δίκιο η Κέην. Τι ώρα είναι τώρα; (γέλια)

Μα φυσικά.

Στο διαβάζω:

Εκείνοι που κηρύττουν Θεό, χρειάζονται Θεό.
Εκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη.
Εκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη.
Προσοχή στους κήρυκες.
Προσοχή στους γνώστες.
Προσοχή σ’ εκείνους που όλο διαβάζουν βιβλία.
Προσοχή σ’ εκείνους που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια,
είτε είναι περήφανοι γι’ αυτήν.

Προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί θα θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα.
Προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να κρίνουν,
φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν.

Προσοχή σ’ εκείνους που αναζητούν τα πλήθη,
γιατί είναι ένα τίποτα μόνοι τους.
Προσοχή στο μέσο άντρα. Τη μέση γυναίκα.
Προσοχή στην αγάπη τους, η αγάπη τους είναι μέτρια
αναζητά το μέτριο.

Υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους,
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σας σκοτώσει,
να σκοτώσει τον καθένα.

Δεν αντέχουν τη μοναξιά,
δεν καταλαβαίνουν τη μοναξιά.
Θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε
Oτιδήποτε διαφοροποιείται απ’ τα δικά τους μέτρα.

Ανίκανοι όπως είναι να δημιουργήσουν Τέχνη
ανίκανοι είναι και να την καταλάβουν
θα εκλάβουν την αποτυχία τους ως δημιουργών μόνο ως αποτυχία του
κόσμου συνολικά.

Ανίκανοι όπως είναι να αγαπήσουν πλήρως
θα θεωρήσουν και τη δική σας αγάπη ελλιπή
και θα σας μισήσουν γι’ αυτό
και το μίσος τους θα είναι τέλειο
Όπως ένα αστραφτερό διαμάντι
όπως ένα μαχαίρι,
όπως ένα βουνό,
όπως μια τίγρη,
όπως το δηλητήριο…

Η πιο τελειοποιημένη Τέχνη τους.


Popaganda, 24.01.2016

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ