της Αντιγόνης
Κατσαδήμα
Αν η βιαιοπραγία του αδύτου μπορεί
να περιγράψει την πίεση που τα συναισθήματα ασκούν στον άνθρωπο, σε σχέση με
την συνέχιση μιας πορείας και την σύστοιχη αναθεώρηση αποφάσεων, η Πράξη Εξαφάνισης του Σταύρου
Σταυρόπουλου, από τις εκδόσεις Σμίλη, είναι μια λυτρωτική γραφή που την
επικαλείται τόσο επιμέρους όσο και συνολικά: Με τρόπο που ο αναγνώστης καλείται
να κατανοήσει τη διαφωνία - είναι και πραγματικότητας - όπως επισυμβαίνει και
ωριμάζει συναισθηματικά μέσα του, ενόσω οι ζωηρές εικόνες από τις αγωνίες του
ποιητή την καθιστούν ορατή. Το ταξίδι σε αυτές τις εικόνες και τους
ενεργειακούς κύκλους τους, με τον έναν μέσα στον άλλον, γίνεται και συνωμοτικό,
μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Καθώς ο ποιητής περιπλανιέται όπως ένας
πειραματιστής, ένας αλχημιστής που τροφοδοτεί την έμπνευσή του μέσα από τα
αστικά κολάζ και την Αθήνα-πόλη του σήμερα, με τα μπαρ και τις πλατείες, με τη
διαρκή ροή της.
Από τον Επίλογο μέχρι τον Πρόλογο,
οι παραδειγματικές απορίες του Σταύρου Σταυρόπουλου διατυπώνονται επάνω στη
βάση αντίρροπων λέξεων-δυνάμεων, μέσα από ποικίλα ενεργειακά ζεύγη συνδετικής
και διαλυτικής σημασίας. Κατά συνέπεια, αποκρυσταλλώνεται ένα ιδιαίτερο εκφραστικό
ύφος, η δομή του οποίου υποδιαιρείται σε εποχές-της Συνήθειας, της Σιωπής, της
Πέτρας και της Βροχής- ως αν ήταν ακέραιες Στήλες, αντίστοιχες με εκείνες του J. Bowring-Ισχύς, Σοφία και Ωραιότης. Διόλου τυχαίο, εξάλλου, ότι η
εποχή της Σιωπής, ως άλλη Σοφία, βρίθει από ονόματα μεσολαβητών, όπως του Πόε,
του Ταρκόφσκι, του Μπέκετ και του Μαγκρίτ. Η αλληλοδιείσδυση των αντιστικτικών
κόσμων σε έναν και μόνο πλέον, με άξονα την ποιητική έκφραση, επισφραγίζει την
κίνηση ανάμεσα σε πιθανότητα και πραγματικότητα: φως και σκοτάδι, οικουμενικό
και επιμέρους. Η μαεστρία του ποιητή, εδώ, είναι προφανής.
Ειδικότερα, για να κατανοήσουμε
τη δύναμη της άλλης καταστασιακότητας από την ανατροπή του δεδομένου οικείου, αρκεί
να εξετάσουμε μερικούς διαλεκτικά ποιητικούς συνδυασμούς, όπως λόγου χάρη από
τον Επίλογο είναι οι αντιστίξεις «άσπρο/δερμάτινο»,
«χρυσό/ριψοκίνδυνο» και «πόλη/βαλίτσα». Εν όψει των αναφερθέντων, η πρώτη
εικόνα-χαρακτηρισμός αφορά στο είναι,
στο αδιαίρετο, ενώ η δεύτερη στην κατάσταση
και στο συγκεκριμένο, αυτό που
δημιουργείται μέσα στο ποίημα. Προχωρώντας από το σημείο στη σύνθεση σημείων,
είναι σκόπιμο να ενθέσω λίγους από τους στίχους του ποιητή, προκειμένου να
γίνει ακόμη πιο σαφές το νέο ποιητικό περιβάλλον που δημιουργείται ενώπιον του
διαλόγου των αντιθέσεων:
Από τις Ραγισμένες αγκαλιές:
Έβρεχε πάλι δέρμα
Από τις σκισμένες φωτογραφίες
τους
Εδώ, διαπιστώνεται πως η ακολουθία της σκέψης έχει ως εξής: βρέχει-ροή-ουλή-ρέει αίμα. Η φυσική
προσωποποίηση αποκτά, εν συνεχεία, τεχνικό χαρακτήρα, απέναντι στο επιθανάτιο
σημείο της λήψης, της φωτογραφίας.
Από το Ρέκβιεμ για ένα όνειρο:
Μια μέρα
Κάποιος πήρε το δωμάτιο
Εδώ οι συνειρμοί έχουν ως εξής: κάποιος-όλο-μικρόκοσμος-από
πρόσωπο άτομο. Η απότομη προσγείωση στην κανονικότητα, έξω από τα σύνορα
της φροντίδας, αφήνει μια πικρή γεύση στον δωματιογνώμονα, ενώ το δωμάτιο ήταν
το μήλο, το όλο, ο επίγειος ουρανός του.
Από το Νερό:
Όμως εγώ είμαι νερό
Εσύ είσαι η φωτογραφία του
Σχετικός με τα παραπάνω, αυτός ο συνδυασμός, νερού και φωτογραφίας,
υπακούει στην αρχή ότι, το νερό
σημαίνει κίνηση, ενώ η φωτογραφία δείχνει τη σταθερά. Το τελικό, ωστόσο «του»,
του νερού, υπαινίσσεται τον καθρεφτισμό, την αντανάκλαση, η οποία ενέχει την
κίνηση και το πολλαπλό στο εν, αναιρώντας την αρχή του σημείου.
Από την Ανοσία:
Κάθε που βρέχει ακριβώς
Στις αόριστες καληνύχτες της
πόλης
Και σε αυτό το σημείο, η σκέψη μας πληροί την εξής πορεία: ώρα-πανοραμικό και βροχή-πόλη. Με λίγα
λόγια, ποτέ δεν βρέχει το ίδιο για την ποίηση, ιδίως όταν η γραφή χαρακτηρίζεται
από μια δύναμη στα όρια του στοιχειώδους και του πύρινου.
Καθώς η ανάγνωση της ποίησης απαιτεί και ένα ανάλογο υπόβαθρο, από την
πλευρά του αναγνώστη, ώστε ως διαδικασία να είναι υποκειμενική και, ως
προορισμός, να εγκυμονεί τη συνεύρεση με τον εαυτό, προσωπικά, από τους πολλούς
οξυδερκείς στίχους του Σταύρου Σταυρόπουλου, ξεχώρισα την «αμετάφραστη θάλασσα» από την Ευχή. Δεν υπάρχει πιο εύστοχο επίθετο να
περιγράψει, ή καλύτερα να απεικονίσει, αυτό που νιώθουμε για τη φύση και την
εικόνα της θάλασσας. Είναι η καθαρή λύτρωση, χωρίς εξηγήσεις και διατυπώσεις.
Έτσι απλά, αμετάφραστα. Ενώ πάντα η πόλη θα είναι το αντιφατικά τέλειο χρονογράφημα,
ένα τηλεγράφημα αλλά και ένας δρόμος πραγματικοτήτων, η φύση θα είναι μια
ακατέργαστη τράπεζα, αντίβαρο για τα όσα συσσωρεύονται στο σώμα, στη σπηλιά των
σκέψεων και των συναισθημάτων.
Είναι σημαντικό να συναντιόμαστε με τα ποιήματα εκείνα που μας
στρέφουν στην ποιητική αλχημεία των δυνατοτήτων.
info: για την ποιητική συλλογή «Πράξη
εξαφάνισης» του Σταύρου Σταυρόπουλου, εκδ. Σμίλη.
Περιοδικό «Ο Αναγνώστης»
17.3.2018