Photo: Μαρία Χρονιάρη, Ναύπλιο
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ FRACTAL ART ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε την συνέντευξη
αυτή τελείως ανάποδα. Από το τέλος προς την αρχή. Στο τελευταίο ποίημα της
συλλογής σας «Ολομόναχοι μαζί» - το οποίο αποτελεί και το τέλος μιας σειράς
τεσσάρων βιβλίων- γράφετε το εξής: “Μη φοβάσαι/ Ένα βιβλίο είναι μόνο/ Μια
γρατζουνιά κόκκινου/ Όλος ο θάνατος/ Είναι μετά/ Η επόμενη γη/ Θα έχει μόνο
λογοτεχνία”. Γιατί βάζετε τον θάνατο σ’ αυτό που επέρχεται;
-Γιατί είναι ο θάνατος τεσσάρων βιβλίων. Ο θάνατος ενός
κόσμου που είχα την ψευδαίσθηση ότι θα παρέμενε πάντα δίπλα μου, συντροφεύοντας
τις αναζητήσεις μου. Η λογοτεχνία είναι, ούτως ή άλλως, ψευδαίσθηση, αλλά δεν
θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτόν τον βαθμό αποτυχίας. Η τετραλογία ήταν ένα
παράτολμο,
ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο. Το ήξερα πριν ξεκινήσω. Πίστεψα
πολύ σε αυτό. Έδωσα πολύ απ’ τον εαυτό μου, πολλά κομμάτια από τον τρόπο που
αντιμετωπίζω το παρόν και το μέλλον. Κάποια στιγμή νόμισα ότι τα κατάφερα. Ο
κόσμος, όμως δεν θα συμφωνήσει ποτέ με το λογοτεχνικό του ομοίωμα. Έχει άλλες
προσημειώσεις υπ’ όψιν του… Δεν πειράζει. Η ζωή είναι μια σειρά από
υποσημειώσεις, άναρχα διατυπωμένες, σ’ ένα κυρίως έργο που θα συνεχίσει να
αγνοείται. Την άλλη φορά θα αποτύχουμε καλύτερα. Δεν το έλεγε ο Μπέκετ στον
«Ακατανόμαστο»; Σημασία έχει να πιστεύεις κάπου με δύναμη. Χρειάζεται αγάπη γι
αυτό. Και μεγάλη αφοσίωση. Δεν μπορείς να κάνεις κανέναν να σε αγαπήσει.
Μπορείς, όμως, να τον αγαπάς εσύ. Για αυτά τα τέσσερα βιβλία είμαι πολύ
περήφανος.
Η συλλογή αυτή φέρει τον υπότιτλο: «Γράμματα
σε έναν αφανέρωτο κόσμο». Ποιος είναι αυτός;
-Αυτός που φοβήθηκε να γεννηθεί. Ο καινούριος.
Ποια η θέση της παράδοσης στην
τέχνη και ποιο το βάρος της στο δικό σας έργο;
-Συνηθίζουμε να απαξιώνουμε το παλιό, να το μειώνουμε, να
το αγνοούμε επιδεικτικά, να το διαγράφουμε. Όμως το παλιό μάς έφτασε ως εδώ.
Εγώ παιδί διάβαζα κλασική λογοτεχνία, όπως οι περισσότεροι. Διάβαζα
Ντοστογιέφσκι, Σταντάλ, Φώκνερ, Γκόρκι, Κόνραντ, Ναμπόκωφ, Φλωμπέρ, Ουγκώ, Μέλβιλ,
τι να κάνουμε τώρα; Να τους πετάξουμε όλους στα σκουπίδια και να πούμε ότι
παρήλθαν; Τμήματα του έργου τους θα μείνουν για πάντα. Παρότι στο γράψιμό μου
δεν ενσωματώθηκε σχεδόν τίποτε από αυτή την «κλασική σχολή», η επιρροή της
παραμένει βαθιά. Τα καλύτερα χρόνια μου τα πέρασα με αυτούς και με αλχημιστικές
παρερμηνείες του Νίτσε και του Ρεμπώ… Αν δεν υπάρχουν γερές βάσεις, δεν μπορείς
να χτίσεις στα σύννεφα. Εκεί υπάρχουν μόνο δροσοσταλίδες. Αυτοί οι συγγραφείς,
αυτή η παράδοση, μας επιτρέπει, γνωρίζοντας την καλύτερα, να την αποδομήσουμε
και να προχωρήσουμε παρακάτω. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι συγγραφείς, δεν θα υπήρχε
τίποτα. Όλα είναι μια εξέλιξη ενός κύκλου που μεγαλώνει. Ή μικραίνει, ανάλογα
με τους καιρούς.
Στην τετραλογία σας παρατηρείται η
διαδοχή πεζού και ποίησης. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
-Δεν συμβολίζει κάτι ιδιαίτερα. Απλώς συνηθίζω μετά από
ένα πεζό, να κάνω ένα ποιητικό βιβλίο και το αντίστροφο. Όλες οι εκδοχές του
γραπτού λόγου με ενδιαφέρουν εξ ίσου.
Η Γυναίκα και η Θάλασσα είναι τα δύο
κεντρικά σύμβολα στο έργο σας. Θα ήθελα να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτά.
-Το κεντρικό πρόσωπο της τετραλογίας είναι η γυναίκα. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, καθώς
παρουσιάζεται, για να είμαι πιο ακριβής. Η θάλασσα αποτελεί μέρος της. Επωάζεται
μέσα στην μήτρα της για να τεκνοποιήσει τον διαφορετικό κόσμο. Είναι ένα
εξιδανικευμένο πρόσωπο, μια σχεδόν εμμονική προσήλωση σε κάτι που, μάλλον, δεν
υπήρχε. Σ’ αυτήν βασίζονται και τα τέσσερα βιβλία, γύρω της κτίζεται (και
γκρεμίζεται) ένα άλλο σύμπαν. Το νήμα της παρουσίας της είναι, συμβολικά και
κυριολεκτικά, μεταφυσικό. Αποτελεί το κλειδί της ανάγνωσης, το κλειδί του
κόσμου που φεύγει, έρχεται και ξαναφεύγει. Αν ήταν ταινία θα ήταν σίγουρα η
ταινία του Κιμ- Κι- Ντουκ, «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και πάλι
άνοιξη». Και θα έβρεχε συνέχεια, όπως στην «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι.
Στο πέρασμα από το «Πιο νύχτα δε
γίνεται» στο «Μετά», βλέπουμε τα πρόσωπα να χάνονται... Παρατηρούμε, δηλαδή,
μια πορεία εκφυλισμού με αποκορύφωμα την ανυπαρξία του κόσμου στο «Μετά». Ποια είναι
η σημασία του;
-Αυτό δεν γίνεται και στον πραγματικό κόσμο; Δεν βλέπετε
ότι έχει ανοίξει μια τεράστια τρύπα και τα τραβάει – μας τραβάει όλους προς τα
κάτω; Είναι ένας κοσμικός όλεθρος αυτό που ζούμε. Μια πορεία αφανισμού,
μετάλλαξης προς το ανύπαρκτο είναι. Οι άνθρωποι είναι καρικατούρες, κινούμενα
σχέδια, θλιβερά σκιάχτρα. Αυτή την επιλογή τους άφησαν. Εκείνοι την
αποδέχτηκαν. Την αγκάλιασαν. Και φτάσαμε ως εδώ. Το «Μετά» είναι ένα πραγματικό
γεγονός, δεν είναι λογοτεχνία. Είναι η ιστορία μιας γης που χάθηκε. Απλώς, δεν
το έχουμε καταλάβει.
Κι έπειτα... Στο «Καπνισμένο κόκκινο»
ζούμε την ανασύνθεση του κόσμου. Ποιες είναι οι πρώτες ύλες του και τι κόσμος
είναι αυτός που δημιουργείται;
-Το «Καπνισμένο κόκκινο» αποτελεί τον τρίτο κρίκο της
αλυσίδας, το μετά το «Μετά». Είναι το πιο αισιόδοξο βιβλίο που έχω γράψει στη
ζωή μου. Το επέτρεψαν και οι συνθήκες, βλέπετε – οι προσωπικές εννοώ. Ο κόσμος εδώ
ανασυντίθεται από τα υλικά της
καταστροφής του: Νερό – Φωτιά – Γυναίκα. Με αυτή την σειρά. Είπα για την
γυναίκα ότι είναι η ταινία του Κιμ – Κι – Ντούκ. Αυτό το βιβλίο, θα έλεγα, με παραπέμπει
έντονα στο τραγούδι του Neil Young, «Like a hurricane»: Once I thought I saw you / In a crowded hazy bar / Dancing on the light / From star to star…Κι έπειτα: …where the feeling stays / I want to love you but / I'm getting blown away…Η λογοτεχνία είναι μια προσπάθεια να
δούμε την ζωή με το πρόσωπο που την ονειρευτήκαμε όσο ήμασταν ακόμη παιδιά.
Με το «Καπνισμένο κόκκινο» εισάγετε
μια εντελώς καινούρια εικόνα για το μυθιστόρημα. Είναι μια νέα μορφή που
βρίσκει ολοένα και περισσότερους μιμητές. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια γι
αυτήν;
-Όταν έγραψα το «Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια» το 10,
όλοι με κοίταζαν παράξενα, με δυσπιστία, δεν μπορούσαν με τίποτε να επικοινωνήσουν.
Άνθρωποι του χώρου, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, μου έλεγαν ότι «λείπουν λέξεις»,
ότι «βαριόμουν να τελειώσω τις σελίδες», ότι «αυτό είναι ποίηση». Στο
«Καπνισμένο κόκκινο» το 13, που ακολουθεί ακριβώς την φόρμα αυτή, τα πράγματα άλλαξαν
τελείως. Όλοι μου έδιναν συγχαρητήρια! Πολλές φορές ήταν οι ίδιοι του 10, που
δεν θυμόντουσαν αυτό που είχαν χλευάσει πριν, γιατί δεν το καταλάβαιναν. Τα
πράγματα προχωράνε μπροστά, παντού. Οφείλεις να έχεις το βλέμμα σου στραμμένο
σε αυτό που έρχεται. Και αυτό που έρχεται είναι αυτή η μορφή. Το παλιό
μυθιστόρημα για μένα έχει πεθάνει. Μια αδιάκοπη φλυαρία που δυσκολεύεσαι να
τελειώσεις και το παρατάς. Έπειτα διαβάζεις τις κριτικές, για να μην θεωρείσαι
αδιάβαστος. Αυτή η κοροϊδία τελείωσε. Τώρα γράφουν πολλοί έτσι, με αυτή την
δομή. Το σημαντικό είναι να περιγράψεις την διαδρομή της ψυχής του ήρωα σου και
όχι την διαδρομή που κάνει σε εικοσιπέντε σελίδες ο ήρωας για να φτάσει από το
Μοσχάτο στην Αθήνα. Ο «Οδυσσέας» ήταν τελείως διαφορετικό πράγμα, γιατί ο Τζόυς
ήταν τελείως διαφορετικός.
Η πολυφωνικότητα στο τελευταίο σας βιβλίο,
πόσο βοήθησε στην αποκρυστάλλωση της γενικής σας αναζήτησης- πρόθεσης;
-Θα εννοείτε το «Ασκήσεις ύφους», φαντάζομαι. Δεν είναι
μόνο δικό μου, είναι και της Μαρίας Χρονιάρη. Κάποια μου μίλησε, αναφερόμενη σε
αυτό το βιβλίο με παρρησία, για ισάξιες
λέξεις. Δεν υπάρχουν ισάξιες ή ανάξιες λέξεις. Υπάρχουν μόνο οι λέξεις, εκ
μέρους τους. Και, εν προκειμένω, οι λέξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό το
βιβλίο είναι άξιες. Άσχετα με το
ποιος απ’ τους δύο τις έγραψε. Έτσι πιστεύω εγώ. Σε αυτό που με ρωτάτε, αν με
βοήθησε στην αποκρυστάλλωση της γενικότερης αναζήτησής μου, όχι. Το βιβλίο
είναι αυτό που λέει ο τίτλος του: Ασκήσεις ύφους. Προσπάθησα, μάλλον, να
ανταγωνιστώ τον Καινώ (γέλια)… Ήταν ένα ωραίο παιχνίδι, ένα κλείσιμο του ματιού
στον «βαθύ ποιητικό οίστρο»… Δεν χρειάζεται να απομονωθείς σε ένα νησί πέντε –
έξι μήνες για να γράψεις μια ποιητική συλλογή. Το κάνεις και σε δυο – τρεις
μέρες, πίνοντας τον καφέ σου και απολαμβάνοντας προσωπικές στιγμές στο
Λουτράκι. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Και η ανταπόκριση της
κυρίας Χρονιάρη, επίσης. Είναι ένα καλό πείραμα που έφτασε στα βιβλιοπωλεία και
ο κόσμος το αγαπά. Ένα καλό βιβλίο. Είναι αδύνατον να καταλάβεις, αν δεν δεις
τις δύο υπογραφές στο εξώφυλλο, ότι πρόκειται για «συνεργασία». Το ύφος είναι
απόλυτα ενιαίο και συμπαγές.
Τελικά είναι όλα λογοτεχνία;
Όταν ο Κάφκα έλεγε δεν
είμαι τίποτε άλλο από λογοτεχνία θεωρώ πως το πρόσημο της σκέψης του, ο
προσανατολισμός του, ήταν θετικός. Το η
επόμενη γη θα έχει μόνο λογοτεχνία στο «Ολομόναχοι μαζί» είναι ακριβώς το
αντίθετο, παρότι μοιάζει. Έχει μια μαύρη πρόσοψη, ένα αποκρουστικό μήνυμα
εσωτερικά, μια απελπιστική πινακίδα. Γιατί δεν θα υπάρχουν πια άλλοι άνθρωποι.
Σας έχουν αποδώσει πολλούς
χαρακτηρισμούς. Ο ένας απ’ αυτούς είναι του ρομαντικού ποιητή. Εσείς πως
βλέπετε τον εαυτό σας;
-Δεν νομίζω ότι είμαι αυτός που περιγράφουν. Πέρασα από
όλα σχεδόν τα στάδια της ενηλικίωσης. Τώρα απολαμβάνω την μοναξιά μου και ξέρω
πώς να μην προδίδω τον εαυτό μου. Έμαθα.
Θα μπορούσατε να φανταστείτε τον
εαυτό σας δίχως την γραφή;
-Δεν νομίζω. Δεν έχω κάποιο καλύτερο τρόπο να σκέφτομαι.
Δεν λέω να ζω, γιατί αυτό πια είναι πολύ δύσκολο… Οι άνθρωποι ξεγελάνε κάθε
μέρα τον εαυτό τους, ζώντας έναν μεγάλο και αδιάκοπο προσωπικό θάνατο.
Τι φοβάστε περισσότερο;
-Όχι πάντως τον θάνατο. Αυτός θα έρθει μια μέρα και θα
φοράει τα καλά του. Φοβάμαι τον έρωτα που δεν είναι αγάπη και, ίσως ίσως, ούτε
έρωτας. Φοβάμαι τους νεκρούς ανθρώπους που τριγυρίζουν ανάμεσά μας,
παριστάνοντας τους ζωντανούς. Τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων πίσω απ’ τα πρόσωπά
τους. Την νεκρική μάσκα που φορούν για να κρύβονται και την πουδράρουν κάθε
μέρα με ρουζ για να φαίνονται ζωντανοί. Είναι το απαραίτητο αξεσουάρ τους όταν
βγαίνουν έξω, το κουβαλάνε στη τσάντα τους πρωί πρωί, μαζί με το όπλο. Δεν το
ξεχνάνε ποτέ. Η γυναίκα ξεχνάει ποτέ το κραγιόν της; Ο Αναγνωστάκης το έχει αποτυπώσει
πολύ καλά: Φοβάμαι τους ανθρώπους που με
καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. Φοβάμαι,
φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο. Κι εγώ.
Ποιος ο στόχος σας ως ποιητής;
-Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν
άνθρωπο που γράφει και αυτό προσπαθεί να το κάνει όσο γίνεται καλύτερα. Το μόνο
που θα ήθελα σήμερα είναι να είμαι ένας διανοούμενος που δεν θα υποκρίνεται τον
διανοούμενο.
Ποια είναι η θέση της μουσικής στο
έργο σας;
-Αυτή που είναι και στη ζωή μου. Μεγάλη. Ο Χένρι Μίλερ
είχε πει κάποτε: Η μουσική είναι ένα
ωραίο ναρκωτικό αν δεν την πάρεις πολύ στα σοβαρά. Κάποιες φορές την πήρα
και το πλήρωσα. Ο Νίτσε, επίσης, είχε πει ότι η μουσική είναι η τέχνη της λησμονιάς. Είμαι μεταξύ του Χένρι Μίλερ
και του Νίτσε. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν, πάντως. Μου είναι αδιανόητο να
μην ακούω μουσική.
Είχατε ποτέ ανάγκη για σιωπή;
-Τον τελευταίο καιρό πάντα. Όταν γράφεις, δεν μιλάς. Μοιάζει
με άσκηση αφωνίας. Οι λέξεις που περισσεύουν, οι λέξεις που διασώζονται από την
προφορική, καθημερινή σπατάλη, βρίσκουν την θέση τους στα βιβλία. Εκεί νοιώθουν
καλύτερα.
Πως αισθάνεστε κάθε φορά που
ολοκληρώνεται ένα βιβλίο σας;
-Μέσα από το πρόσωπο της γραφής προσπαθώ να δω το πρόσωπο
των ανθρώπων. Αυτό τις περισσότερες φορές είναι τρομακτικό και επώδυνο.
Αισθάνομαι πληγωμένος από αυτό που είδα. Όταν τελειώνω ένα βιβλίο νιώθω αυτό
που νιώθει και ο προδομένος εραστής. Ερωτική απογοήτευση. Είναι οξύμωρο: Να μην
θέλω να ξαναγράψω και να γράφω συνέχεια.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να δώσετε
στους αναγνώστες;
-Ο Μαρκ Τουέην διηγείτο πως αν φροντίσεις ένα σκυλί, αν το
μαζέψεις απ’ το δρόμο και το ταΐσεις δεν πρόκειται να σε δαγκώσει ποτέ. Αυτή
είναι και η βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα σκύλο και έναν άνθρωπο. Το μήνυμα,
λοιπόν, είναι ένα: Να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του σκύλου. Να είμαστε
ευγνώμονες, γενναιόδωροι, να αγαπάμε στις πράξεις και όχι στα λόγια. Να είμαστε
άξιοι της εμπιστοσύνης του άλλου. Η επιλογή, η μοναδικότητα της αγάπης είναι,
δυστυχώς, μόνο για όσους μπορούν να αντέξουν την ομορφιά της. Είναι δύσκολοι οι
καιροί. Άσκημοι. Ο κόσμος έχει συνηθίσει στην ασχήμια. Αλλά η ομορφιά είναι
μονόδρομος.
Διαβάζουμε για το βιβλίο που
γράφετε, έχετε μιλήσει γι αυτό σε συνεντεύξεις σας, υπάρχουν αποσπάσματα στη
σελίδα σας, το περιμένει πολύ ο κόσμος. Είναι, νομίζω, κάτι έξω από σας, έξω απ’
όλα όσα έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στα βιβλία σας. Είναι έτσι;
-Παρά την σκληρότητά του το βιβλίο είναι, νομίζω,
ελεγειακό. Έχει μια απόκοσμη ιερότητα, είναι μια συνεχής αιώρηση ανάμεσα στο
τραγικό και στην συνείδηση ή την ασυνειδησία των πραγμάτων. Με κάτι ανίερο μου
δίνεται η δυνατότητα να σχολιάσω το ιερό. Να το διαλέξω. Από σελίδα σε σελίδα
το κλίμα αλλάζει ολοκληρωτικά και επανέρχεται πάλι. Από τη μία η χυδαιότητα, ο
συρφετός δυο ξένων κορμιών, η αρρώστια της σάρκας. Από την άλλη το πλαίσιο της
αντοχής, το θαύμα της αγάπης, η αγάπη εκ μέρους της. Μόνη. Θα ήθελα να δω πώς
θα το προσλάβει το κοινό, αν θα νιώσει αυτό που εγώ θέλω να δείξω. Σε καμία
περίπτωση δεν πρόκειται για ένα βιβλίο για το σεξ. Η βιαιότητα και η ένταση των
σκηνών που περιγράφονται θα μπορούσε να σε παραπλανήσει. Όμως, όχι. Πρόκειται
για ένα βιβλίο για την Αγάπη. Που συνήθως είναι αμίλητη.
Σαν γεγονός, σαν περιστατικό, περιγράφονται δύο ερωτικές
νύχτες στο κέντρο μιας πόλης που δεν διευκρινίζεται, σ’ ένα δωμάτιο. Το σώμα
εκείνης δοκιμάζεται, εθίζεται, αντλεί ευχαρίστηση από τον διασυρμό του, την
προδοσία του. Το σώμα του άλλου ικανοποιεί τις πιο ακραίες φαντασιώσεις του
πάνω της. Πρόκειται για δυο σώματα που δεν επικοινωνούν πουθενά. Υπάρχουν
εκτεταμένες περιγραφές που, προφανώς, δεν συμβαίνουν. Όταν πηδιέσαι έτσι, το
γλεντάς. Μετά έρχονται οι συνέπειες. Τα δύσκολα, που αφορούν στο ό,τι κάνεις
και σου επιστρέφεται σε μεγαλύτερο βαθμό, γυρνάει πάνω σου και σε τρώει . Στην
Τέχνη, αν θέλεις να δείξεις κάτι, να το τονίσεις, να περάσεις από μέσα του, ο
ασφαλέστερος τρόπος είναι η υπερβολή, η διόγκωση των γεγονότων, η ακραία
εκδοχή. Στην πραγματικότητα η «πράξη» αυτή, αυτού του είδους οι «συναντήσεις»
είναι βιαστικές και ασήμαντες. Στην ουσία, δηλαδή, μιλάμε για ένα αποτυχημένο
πήδημα. Μια ξεπέτα της στιγμής, ένα ξόδεμα σωματικών υγρών. Τυχαίο. Που όμως
σηματοδοτεί πολλά. Οι προεκτάσεις που δίνονται αφορούν καθαρά την ιδέα της
μυθοπλασίας και ό,τι αυτή θέλει να φανερώσει από κάτω. Η «ΤαΠΕΙνΩΣΗ» είναι ένα
υπόγειο βιβλίο που θα πρέπει να το διαβάσεις, κυρίως, πλάγια. Θίγονται πάρα πολλά:
Η δήθεν ηθική, η καταγωγή της οικογένειας, η σταθερότητα της αέναης πίστης, ο
εαυτός σε ξεχωριστά αντίτυπα, οι μάσκες των ανθρώπων, η θρησκευτικότητα της
ψυχής, η αλήθεια με τον τρόπο που την εννοούσε ο Καντ, ο θάνατος, βιολογικός
και συμβολικός. Ελπίζω να καταλάβουν όσοι είναι διατεθειμένοι να καταλάβουν. Θα
βγει μέσα στο 16.
Με ποιο τραγούδι θα θέλατε να
κλείσουμε την συνέντευξη αυτή;
-Με το Dream is Destiny των No Clear Mind. Γιατί οι άνθρωποι μπερδεύουν πολύ το πεπρωμένο με το πετρωμένο. Δημιουργούν
έναν ανεξίτηλο, έναν άδικο θάνατο. Και γιατί μου θυμίζει αυτά που πρέπει να
ξεχνάω. Θα τα ξεχνάω κάθε μέρα, όπως θα έλεγε και ο Ινδός ποιητής, φίλος του
Βασίλη Αλεξάκη.