Κάθε νέο
βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου σημαίνει
πολλά στην διαμόρφωση μιας ολοκαίνουριας οπτικής στον ορίζοντα της λογοτεχνίας.
Επιμένει με θαυμαστό τρόπο να δημιουργεί στο ημίφως, άοκνα, αφοσιωμένα, ακολουθώντας
μια πολύ μοναχική πορεία. Οι λέξεις του
μοιάζουν με χειροβομβίδες. Αντιδρά στην έκθεση, στην δημοσιότητα, στην συναλλαγή,
στις συμμετοχές σε επιτροπές, στο παλιό, παντού. Μιλάει εκ μέρους του. Ο λόγος
του είναι καταιγιστικός, γοητευτικός, ολοκληρωμένος. Καταφέραμε να τον
πλησιάσουμε, να μας δώσει αυτή την συνέντευξη και είμαστε ευτυχείς γι αυτό.
Έχει γράψει
μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, δοκίμια, μικρά πεζά, αφηγήματα, νουβέλες.
Κυκλοφορούν 18 βιβλία του.
Είναι χαρά και τιμή για εμένα η
συνέντευξη αυτή μαζί σας.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΜΑΙΡΗ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ-ΓΚΙΩΝΗ
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Γνωριστήκατε
με τις λέξεις; Παίξατε αρκετά μαζί τους;
-Ναι. Και γνωρίστηκα και συνδέθηκα
και ερωτεύτηκα και έπαιξα μαζί τους και χώρισα και τις ξαναβρήκα και τις
ξαναδοκίμασα και έμαθα πολλά απ’ αυτές. Οι λέξεις είναι πάντα ανώτερες από μας.
Γιατί κουβαλούν την ιστορία μέσα τους.
Θα ήθελα να
μου μιλήσετε λίγο για την τετραλογία. Πώς ξεκίνησε, πώς κατέληξε. Πώς
υλοποιήσατε κάτι τόσο ευφάνταστο που δείχνει σχεδόν απαγορευτικό;
-Ξεκίνησα το 2011 να γράφω κάποια
κείμενα για λογαριασμό μιας εφημερίδας, ενώ είχα ήδη στο μυαλό μου σχηματισμένη
την ιδέα του πρώτου βιβλίου της τετραλογίας, «Πιο νύχτα δεν γίνεται». Με μια
πολύ μεγάλη πίστη, μια τυφλή ελπίδα ότι αν μπορεί να αλλάξει κάτι στο χαρτί,
ίσως τότε μπορεί να αλλάξει και στην πραγματικότητα, στον αληθινό κόσμο.
Συνήθως σχεδιάζω πράγματα που συμβαίνουν. Σε αυτή την περίπτωση συνέβη ένα
ατύχημα. Υπήρξε ένα αναπάντεχο, ένα απρόσμενο εμπόδιο. Τα βιβλία προχωρούσαν
προς τα μπροστά. Έγινε το «Μετά», έγινε το «Καπνισμένο κόκκινο». Το
μυθιστορηματικό πρόσωπο, η γυναίκα που
ήταν ο κόσμος, προς τα πίσω. Έτσι φτάσαμε στο «Ολομόναχοι μαζί», τελευταίο,
θεωρητικά, βιβλίο της τετραλογίας. Εκεί υπάρχουν και τα θανάσιμα αμαρτήματα που
δεν είναι 7 αλλά 30. Έκανε λάθος ο Πάπας Γρηγόριος ο Α και στην συνέχεια την
πάτησε και ο Δάντης, με την «Θεία Κωμωδία»… (γέλια). Δεν ελέγχω πάντα τους
ήρωες μου, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα ήθελα. Δυστυχώς, τα πράγματα
ξεφεύγουν καμιά φορά. Προφανώς απέτυχα – και δεν εννοώ φυσικά την λογοτεχνική
αξία, εκεί προδήλως, τα πράγματα πήγαν υπέροχα. Εννοώ την καταβαράθρωση αυτού
που ονειρεύτηκα. Νιώθω μια τεράστια ευθύνη απέναντι στον κόσμο για αυτή την
ομολογία αποτυχίας σε μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», που κατά έναν παράλογο
τρόπο παραμένει ζωντανή εντός μου. Σας είπα ότι τις περισσότερες φορές που
αποφασίζω να γράψω κάτι, αυτό συμβαίνει. Μιλώ μεταφορικά, αλλά, αν θέλετε, και
κυριολεκτικά: Όταν πιστέψεις βαθιά σε κάτι υπάρχουν πολλές πιθανότητες αυτό να
συμβεί. Ιδίως όταν προσλαμβάνεις ότι υπάρχουν όλες οι ενδείξεις. Αυτό συμβαίνει
και με το αναγνωστικό κοινό: Πιστεύει σε αυτό που πίστεψες. Όταν λοιπόν,
έρχεσαι εσύ, εκ των συνθηκών, και αναδιατάσσεις ό, τι με μανία υπερασπίστηκες,
ομολογώντας δημόσια την «αποτυχία» σου, ε,
τότε, υπάρχει ένα θέμα. Έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα
ερχόμουν στη θέση να ισχυριστώ ότι αυτό που ισχυρίστηκα ήταν απλώς λογοτεχνία.
Είναι μια ήττα αυτό. Μεγάλη. Γι αυτό ακολούθησαν δύο βιβλία, που «δικαιολογούν»
αυτή την ανεπάρκεια, την ανακολουθία, όπως θέλετε πείτε το, δίνοντας μου χρόνο
για να συνειδητοποιήσω που απέτυχα. Το «Ο άνθρωπος έσπασε» είναι ποιητική
συλλογή και το «Κατά τον δαίμονα εαυτού» είναι σημειώσεις, εν είδει αφορισμών,
επιγραφές από εκείνη την εποχή που έφυγε. Μάλλον θα χρειαστούν ακόμη δύο βιβλία
για να ισορροπήσει το πράγμα – σύνολο, δηλαδή, οκτώ! Η «Πράξη εξαφάνισης» που
είναι έτοιμη και θα κυκλοφορήσει σε δύο μήνες από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και η
«ΤαΠΕΙνΩΣΗ» που γράφεται τώρα. Οκτώ βιβλία για κάτι που δεν υπήρξε, κάτι που
πήγε στραβά. Δεν είναι ένα εύκολο συμπέρασμα αυτό, είναι σαν να αποδέχεσαι τον
θάνατο. Τον αποδέχομαι, γιατί τελικά είναι η μόνη αλήθεια. Πιστεύω στον Μπέκετ:
«Την άλλη φορά θα αποτύχουμε καλύτερα».
Τι είναι για
εσάς ο λόγος;
-Το γράψιμο είναι για μένα ο τρόπος
σκέψης μου. Όταν δεν γράφω δεν μπορώ να σκεφτώ. Είναι σαν να λείπω σε διακοπές.
Αλλάζω συνεχώς την προσέγγισή μου από βιβλίο σε βιβλίο. Αυτό μου επιτρέπει να
ονειρεύομαι και να ψάχνω διαρκώς το καινούριο. Ακολουθώ αυτό που έγραψε ο David Bowie: Throw me tomorrow. Ακούστε, το φως κινδυνεύει μόνο από έναν νεκρό
φωτισμό, δηλαδή μια συμπόρευση με το σύνηθες, το ορισμένο, το δήθεν. Κάνω
συνέχεια νέα βήματα, έτσι αυτό μου επιτρέπει να αναδύομαι κάθε φορά απ’ αυτή
την κατάδυση στα έγκατα του εαυτού, πιο συγκροτημένος, πιο πλήρης, και
συγχρόνως, πιο αβέβαιος. Γράφω εκ μέρους μου, δουλεύω μόνο για μένα. Τίποτε
άλλο δεν μετράει περισσότερο από αυτό που θα μου αποδώσει ως αντίλογο διαφωνίας
ή εύσημο ο ίδιος μου ο εαυτός. Η εσωτερική αρμονία σε σχέση με αυτό που ζω και
με αυτό που γράφω μου ήταν εξαρχής επιβεβλημένη. Αναγκαία συνθήκη. Λέω πολλές
φορές, «Ο καιρός τελείωσε» ή «Ο χρόνος πέθανε». Είναι ένας πεσιμισμός,
βιωμένος, πραγματικός, αποφασισμένος. Έχω δει το έργο και ξέρω το τέλος του.
Παρόλα αυτά είμαι αισιόδοξος γιατί δεν πιστεύω σε αυτό που υπάρχει. Πιστεύω σε
αυτό που θα έρθει αύριο.
Βρήκατε στην
γραφή την εσωτερική σας αρμονία; Τι ψάχνετε σ’ αυτήν;
-Κάποιοι νομίζουν ότι είμαι ροκ
σταρ. Όμως, είμαι απλώς ένας άνθρωπος που διατυπώνει δημόσια, γραπτώς, την
άποψη του, παρατηρώντας τον κόσμο. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει και ένας
ρεμπέτης. Ή ένας ιστορικός τέχνης. Τα βιβλία είναι μόνο το μέσον. Εκείνο που διαφοροποιεί
τα πράγματα και τα κάνει σημαντικά δεν είναι η επιλογή ενός μουσικού σάουντρακ
σε μια ταινία ιδεών. Είναι οι ίδιες οι ιδέες που κυοφορούνται εκεί μέσα, σ’
αυτό το φιλμ. Σπατάλησα 18 βιβλία για να πείσω τον εαυτό μου ότι σημασία έχει η
διαδρομή – όχι ο προορισμός. Να βαδίζεις, να προχωράς, να ονειρεύεσαι. Αυτό
φαίνεται ιδιαίτερα και στο τελευταίο βιβλίο που γράφω, που μοιάζει πολύ με ένα
τελευταίο βιβλίο, όμως συνεχίζει, εκτός σελίδων, το ταξίδι του. Όταν γράφεις
δεν περιμένεις τίποτα. Όλος ο θάνατος είναι μετά.
Βλέπετε γύρω
μας να υπάρχει ευλάβεια και κατάνυξη στον έρωτα;
-Ο έρωτας δεν έχει απαλλακτικό
βούλευμα. Καταδικάζεσαι ερήμην. Ο Σέλλινγκ είχε πει ότι δεν βγαίνει κανείς απ’
τον έρωτα ούτε νικητής, ούτε ηττημένος, είναι απλώς τραγικός. Όταν συναντάς τον
άλλον, αυτόν που σου φαίνεται ο άλλος και δείχνει το άλλο σου μισό, λες
τυφλωμένος ναι στα πάντα. Μετά, μπαίνεις σ’ ένα τούνελ, όπου συνεχώς κάποιος
σου αφαιρεί φως, μέχρι να σκοτεινιάσει τελείως. Αυτός ο κάποιος είναι συνήθως ο
άνθρωπος που πίστεψες, ο άλλος που αγαπάς. Οι λέξεις του έρωτα είναι
στιγμιαίες, ψεύτικες, δεν διαρκούν. Αποτελούν αναστηλώσεις του εαυτού μας,
προκειμένου να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες της καθημερινότητας. Δεν θα ήθελα
να ήταν έτσι. Η ευλάβεια και η κατάνυξη που αναφέρετε υπάρχει στις εκκλησίες,
εκεί που η πίστη είναι διαρκέστερη και λαμπερή. Στο έρωτα υπάρχει ιδιοτέλεια,
προσωπικό κίνητρο, καταφυγή, υποκρισία. Λυπάμαι ειλικρινά πολύ που είναι έτσι
τα πράγματα. Όμως, υπάρχει αγάπη. Από λίγους. Για λίγους. Και αυτό είναι
ελπίδα.
Από το 1983
που γράψατε το πρώτο σας βιβλίο «Διαμελίζομαι» έως σήμερα έχει αλλάξει ο τρόπος
που βλέπετε την ζωή;
-Φυσικά και έχει αλλάξει. Έχουν
αλλάξει τα πάντα. Όταν έγραψα το «Διαμελίζομαι» ήμουν είκοσι χρονών, έλεγα πως
δεν θα ξαναγράψω, νόμιζα πως ήμουν ο Ρεμπώ. Προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν,
να μεγαλώσω, να σκεφτώ. Τώρα έγιναν όλα και θέλω να ξαναγυρίσω πάλι πίσω. Να
πάω να βρω εκείνο το θρασύ, οργισμένο και ανυποψίαστο παιδί που ήμουν.
Τι είναι η
ποίηση για εσάς;
-Ποίηση είναι αυτό που απομένει όταν
καταφέρουμε να ξεχάσουμε όλα όσα γνωρίζουμε, όλα όσα με κόπο και προσπάθειες
ετών μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε ως υλικό στην διαδρομή μας στη ζωή. Ποίηση
είναι ένα μικρό παιδί που κοιτάζει τον ουρανό με αθωότητα.
Το καταφύγιο
στην Τέχνη τι καλό και τι κακό μας μπορεί να μας κάνει;
-Η Τέχνη είναι σημαντικό καταφύγιο. Μπορεί
όμως να γίνει και παγίδα αυτοεγκλωβισμού, αχαλίνωτης ματαιοδοξίας. Σε αυτή την
περίπτωση το παιχνίδι είναι χαμένο, δεν υπάρχει ισορροπία. Ιδίως η μεγάλη
λογοτεχνία, η μεγάλη Τέχνη, έχει μια «αριστοκρατική» αντίληψη για τον κόσμο,
έναν αδιαπραγμάτευτο εστετισμό. Δέχεται πολύ λίγους στο τραπέζι της. Και με
ακόμα λιγότερους συνομιλεί. Είναι μια συνεχής αναμέτρηση με την ερημιά, την
μοναξιά που υπάρχει μέσα στο πλήθος.
Αληθινό
είναι μόνο ότι ονειρευόμαστε; Γιατί;
-Γιατί περίπου το ίδιο έλεγε και η
Βιρτζίνια Γούλφ που αγαπώ πολύ. Και γιατί μέσα σ’ αυτόν τον μικρό αφορισμό, που
προέρχεται από το βιβλίο «Πιο νύχτα δεν γίνεται», αναγνωρίζω πολλά από τα
μεγάλα σημάδια της πίστης που θα ήθελα να έχω. Τα όνειρα δεν συμβαίνουν ερήμην
μας, τα προκαλούμε. Είναι η ειλικρινέστερη εκδοχή αποκρυστάλλωσης όλων όσων δεν
έχουμε συνειδητοποιήσει, αλλά συμβαίνουν μέσα μας, σε καθαρά εσωτερικό
περιβάλλον. Πολλά μπορείς να διδαχτείς από αυτά. Άλλωστε, έχουν και μια
ξεκάθαρη λογοτεχνική ταυτότητα και αξία: Έχουν καταπληκτικές μεταφορές,
εξημμένη φαντασία, ακραίες δόσεις ποιητικότητας. Μια φαντασμαγορία των
αισθήσεων. Τα όνειρα είναι ο εαυτός μας που βάζουμε στη γωνία, αυτό που
κρύβουμε επιμελώς μέσα μας. Απαντούν σε ό, τι δεν μπορεί να πει η γλώσσα. Καμία
γλώσσα δεν μπορεί να ειπωθεί ολόκληρη.
Το ημιτελές
σ’ ένα βιβλίο, σε ένα πίνακα, σ’ ένα μουσικό έργο είναι συναρπαστικότερο από το
τελειωμένο; Ποιά είναι η γνώμη σας;
-Νομίζω ότι κανένα έργο στην
πραγματικότητα δεν ολοκληρώνεται. Το έργο που υπάρχει ως καλλιτεχνικό προϊόν
στην αγορά με την μορφή βιβλίου, πίνακα, ταινίας, εικαστικού ή μουσικού
αποσπάσματος, είναι στην ουσία μια δυνητική εκδοχή αυτού που θα μπορούσε να ήταν
αν είχε ολοκληρωθεί. Το πλήρες, το αληθινό, λείπει. Απουσιάζει. Εσείς πιστεύετε
ότι «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» του Χατζηδάκη ή το «Dark side of the moon» των Pink Floyd ή ο «Ακατανόμαστος» του Μπέκετ ή η
«Γκουέρνικα του Πικάσο είναι ολοκληρωμένα έργα; Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Είναι
απλώς μια πρόγευση, μια ένδειξη, σε ισχυρές ποσότητες έστω, αυτού που θα ήθελε
να μεταδώσει ο καλλιτέχνης. Η προσπάθειά του να πει το όλον με το μέρος. Τίποτα
δεν είναι ολόκληρο στον κόσμο. Όλα είναι μέρη ενός συνόλου που αγνοείται.
Σε ποιά
μουσική κλίμακα είναι γραμμένα τα έργα σας, σε μείζονα ή σε ελάσσονα; Δεσπόζουν
οι λέξεις σας στο πεντάγραμμο της ροκ;
-Καταλαβαίνω ότι η ερώτηση αφορά «Το
ροκ που παίζουν τα μάτια σου»… Λοιπόν, εδώ συμβαίνει μια πολύ μεγάλη
παρεξήγηση, εσκεμμένα και απολύτως υποκριτικά από το περιπλανώμενο «ιερατείο
του χώρου» και εν αγνοία του από το αναγνωστικό κοινό. Σε όλα τα βιβλία
ακούγεται μια μουσική. Παντού στον
κόσμο. Τα βιβλία είναι οι απόπειρες των συγγραφέων τους να «ξεχάσουν» κάτι,
ενταφιάζοντάς το μέσα σε σελίδες. Ο Νίτσε έλεγε ότι η μουσική είναι η τέχνη της
λησμονιάς. Απλώς, εγώ έτυχε να μεγαλώσω με τον Lou Reed και τους Stones. Τι να
κάνουμε τώρα. Η μουσική αυτή με έφερε ως εδώ. Όμως, είναι μόνο το soundtrack του έργου. Η μουσική της ταινίας, της ζωής μου. Και δεν έχει καμία άλλη
σημασία.
Οι
συμβιβασμοί στην καθημερινότητα είναι αυτοί που δεν μας αφήνουν να ζήσουμε;
-Εν μέρει, ναι. Η καθημερινότητα
είναι ο καθρέφτης των συμβιβασμών μας. Εκεί αποτυπώνονται πραγματικά όλα, όχι
στο χαρτί, στο έργο. Έργο είναι και ο τρόπος που ζεις. Είναι και οι αρνήσεις,
τα όχι που θα πεις. Είναι και η εμμονή στην αγάπη – με κάθε κόστος. Η
λογοτεχνία αρχίζει εκεί που τελειώνει η ζωή και οι βεβαιότητές της. Ασχολείται
κυρίως με την ατέλεια, με το σύμπτωμα της έλλειψης. Δεν μπορεί να θεραπεύσει,
απλώς επισημαίνει. Μιλά με πιθανότητες, κι αυτό μπερδεύει ακόμη περισσότερο τα
πράγματα.
Είναι μόνο
μια γυναίκα -κόσμος;
-Κοιτάξτε, τα βιβλία τα σχεδιάζουν
τα πάθη. Αυτός που γράφει απλώς υποκύπτει σε αυτά. Τα υπακούει και τα
εμπιστεύεται. Η γυναίκα είναι η μόνη που μπορεί να γεννήσει τον κόσμο από την
φύση της, να τεκνοποιήσει. Διαθέτει τα κατάλληλα όργανα αναπαραγωγής. Είμαστε
όλοι παιδιά γυναικών που μας υποδέχτηκαν στη μήτρα τους. Κάποτε, ένα κορίτσι
μου έγραψε: «Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες
των Θεών». Αυτό είναι κόσμος.
Ποιούς
ποιητές θαυμάζετε;
-Πολλούς. Όλους όσους για μένα
υπήρξαν σημαντικοί στην διαδρομή. Εμβληματικές φιγούρες της εφηβείας,
στηρίγματα στην ενηλικίωση, αποκούμπι στην ωριμότητα, δρόμοι που άνοιξαν
διάπλατα, φώτα, συγκίνηση. Μπουκόφσκι, Ρεμπώ, Κάμμινγκς, Γκίνσμπεργκ,
Λαπαθιώτης, Γώγου, Ντύλαν Τόμας, Καρούζος, Παβέζε, πολλοί. Μ’ αρέσει να
ανακαλύπτω στις σελίδες των άλλων κομμάτια δικά μου, ζωές που έχω ζήσει. Οι
ποιητές είναι φάροι μέσα στην νύχτα του κόσμου.
«Πότιζα τις
σελίδες να μεγαλώσουν οι λέξεις», δανείζομαι τον στίχο σας, καθώς αυξάνονται - γερνούν
οι λέξεις;
-Οι λέξεις έχουν γεννηθεί
γερασμένες. Κουβαλάνε τα χρόνια, βαρύνονται με όλες τις επιλογές, χωράνε όλες
τις ιστορίες. Αν αυτό δεν είναι γήρας, τότε τι είναι; Μετά ακολουθούν πάντα την
αντίστροφη διαδρομή. Ξεκουβαλούν, απαλλάσσονται απ’ τα βάρη και γίνονται νέες.
Αυτό λέγεται επιλογή. Διαλέγω πάντα τις πιο νέες λέξεις, αυτές που έχουν
μπροστά τους ακόμα μια αχαρτογράφητη διαδρομή και εμπνέονται απ’ αυτήν.
Προσπαθώ να τις μεγαλώσω μέσα στις σελίδες. Ασκώ το πατρικό μου καθήκον
(γέλια). Ο συγγραφέας είναι ο πατέρας του ανεκπλήρωτου. Αυτό θέλει πάντα να
μεγαλώσει. Μπορεί βέβαια, να με διαλέγουν κι αυτές. Ποιός ξέρει; Η σχέση μου
πάντως μαζί τους είναι ειλικρινής. Νομίζω όμως πως και οι λέξεις είναι
ειλικρινείς μαζί μου. Μου λένε τι θέλουν και τι δεν θέλουν.
Κυκλοφόρησε
μόλις το νέο έργο σας από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα με τίτλο «Ασκήσεις ύφους». Συγκεντρώνονται
όλες οι Τέχνες μαζί στην γραφή σας;
-Καταρχήν οι «Ασκήσεις ύφους» είναι
έργο συλλογικό. Έχει γραφεί μαζί με την Μαρία Χρονιάρη. Το βιβλίο ξεκίνησε σαν
παιχνίδι, ένα παιχνίδι μαθητείας στην αποκρυστάλλωση του στίχου. Είναι ένα
κλείσιμο του ματιού στο τυχαίο που προκύπτει συχνά. Εξελίχτηκε ως απόδειξη του
θεωρήματος που λέει ότι στην λογοτεχνία όλα είναι εφικτά, αρκεί να το πιστέψεις
και να τους δώσεις χώρο. Μια προσωπική γλώσσα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο
ανθρώπους, ένα παράτολμο εγχείρημα, κατέληξε στα βιβλιοπωλεία. Δεν μπορεί
κανένας να διακρίνει έλλειψη ομοιογένειας εκεί, παρότι είναι δυο διαφορετικές
οπτικές. Αυτό και μόνο το στοιχείο κάνει το βιβλίο επιτυχημένο. Τα ποιήματα
διασκεδάζουν με την «σοβαροφάνεια», με την «υποκρισία» της ποίησης, παίζουν με
το «υψηλό νόημα». Εμένα μ’ αρέσουν αυτά. Μ’ αρέσει η ανατροπή του ισχύοντος, η
απομάγευση. Από την άλλη μ’ αρέσει και αυτό που έλεγε ο Αρτώ: «Όλες οι λέξεις
είναι ένα ψέμα. Θα αρκούσε να κοιταζόμαστε». Ισχύει. Το «Ασκήσεις ύφους» είναι
ένα στοίχημα που κερδήθηκε. Οι περιοχές της γνώσης που φωτίζονται μέσα από αυτά
τα ποιήματα είναι διασταυρούμενες ματιές που ανανεώνουν το εκάστοτε νόημα του
στίχου. Ή το καταστρέφουν, κτίζοντας ένα καινούριο. Για το άλλο που με ρωτάτε,
ναι, για μένα δεν υπάρχουν είδη. Μιλάω για μια λογοτεχνία εν γένει, ολόκληρη,
μια συμπυκνωμένη πλάκα ιδεών που να περιλαμβάνει όλες τις αποφύσεις του λόγου,
να έχει εικόνα, ρυθμό, εικαστικό περίβλημα, κινηματογραφική οπτική,
μουσικότητα.
Τι σας
οργίζει σήμερα ;
-Όλη αυτή η ακράτεια συναισθημάτων, ο
υπερθετικός βαθμός, οι χειμαρρώδεις εξομολογήσεις, η υπερβολική χρήση του
ρήματος «σ’ αγαπώ». Δεν υπάρχει τίποτα πιο fake από αυτό. Από πίσω κρύβεται, σχεδόν πάντα, μια
αδιόρατη απειλή, ένα εφιαλτικό σενάριο. Η κοινωνία σήμερα βασίζεται στην
υπερβολή. Δεν υπάρχει ταυτότητα σε αυτό. Μόνο μάσκες. Τα πρόσωπα αυτών των
χαρακτήρων είναι κεραμικά. Θυμίζουν παράσταση από αρχαία τραγωδία. Αν πέσει
κάτω το πρόσωπό τους θα σπάσει, θα γίνει κομμάτια. Το ξέρουν καλά αυτό, γι αυτό
προσπαθούν με χίλιους τρόπους να το κρατούν κολλημένο στον λαιμό τους. Γι αυτό
φοβούνται τόσο πολύ την αποκάλυψη, το ξεσκέπασμα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι
πιο ηττημένοι απ’ όλους. Μέσα τους κατοικεί μόνο η ανασφάλεια ενός αποτυχημένου
εγώ και μια χαλασμένη οικογένεια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
http://www.palmosnews.gr/arthrografia/article/-1/ceb78a3e-d1dd-4326-a764-ed9558110094
http://www.palmosnews.gr/arthrografia/article/-1/ceb78a3e-d1dd-4326-a764-ed9558110094
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου