Τι θέλεις πάλι μέσα στο θάνατό μου ;
Θα ξυπνήσεις τα φαντάσματα που κοιμούνται
Μεταξύ χολ και κρεβατοκάμαρας
Με το μεγαλύτερο τμήμα της καρδιάς σου
Χωρισμένο
Θα λερώσει και το χαλάκι
Έτσι όπως στάζει
Αυτό το ακατάλληλο κόκκινο
Όσο πάει απλώνεται
Στις γνωστές εβδομαδιαίες συνεδριάσεις μας
Με δαγκώνεις
Και φοράω σκισμένες υπομονές
Πάνω απ’ τη ναφθαλίνη μου
Να μη με γεννάει κανείς
Το ραδιόφωνο στην κουζίνα
Παίζει εκείνο το ξεχασμένο τραγούδι
Θα αλλάξω τις στροφές του
Και θα το γυρίσω ανάποδα
Να έρθει ο διάολος και να φοβηθείς
Να φύγεις απ’ την κουζίνα
Αφού ούτως ή άλλως
Δεν ξέρεις να μαγειρεύεις
Ακούω τα τακούνια σου στο κεφάλι μου
Το κάνουν στρογγυλό
Μοιάζει με πεθαμένο φεγγάρι
Άρχισες να διαδίδεσαι στο σώμα μου
Σαν πυρκαγιά
Ένας δηλητηριώδης κισσός
Βγαίνει απ’ το στόμα σου
Σε μια τελική αναρρίχηση
Σβήνεις μέσα στη γλώσσα μου
Σε χιλιάδες κίτρινα χάπια
Σπασμένα στη μέση
Στο τέλος μάζεψες τα σεντόνια
Χρειάζονται πλύσιμο είπες
Με μια υπόκλιση παλιάτσου
Ήξερα ότι έβγαινες από μέσα μου κρυφά
Το χρώμα στη μύτη και στα μάγουλα
Ήταν ακρυλικό διπλής
Όπως βάφουν τα παλιά αυτοκίνητα
Για να φαίνονται καινούρια
Ένας σκορπιός ανέβηκε
Στη γνωστή κόλαση όπου εργαζόμουν
Άνοιξε ένα τετράδιο
Και άρχισε να καταγράφει ζημιές
Τον πυροβόλησα
Και ξαναέπεσα για ύπνο
(ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ, Αλαζονεία, εκδ. Σμίλη 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου