Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΟΝΟΜΑΤΑ


Ο ΚΟΣΜΟΣ ήταν αγορασμένος. Γύρω του κούρνιαζαν νυσταγμένες οι οικογένειες. Ανακάτευαν μια φωτιά χαλασμένη. Με το ένα τους μάτι γυάλινο, τις ραγισμένες τους αγκαλιές στο τζάκι, τα εξασθενημένα, χωρίς ζωή χνότα. Τα σπίτια ήταν όλα από χειμώνα. Γυναίκες με κόκκινα, λυπημένα μαλλιά και άντρες ακατοίκητοι που έγερναν σαν άγνωστα τοπία. Παιδιά ξεκοιλιασμένα. Σε σχήμα σταυρού. Δεν μπορούσε κανείς να δει το στολισμένο τους πρόσωπο.

Οι ψυχές, ένας πόλεμος. Να καταργηθεί το φτηνό ύφασμα, το άβουλο μέσα. Οταν. Είπε να ενωθούμε και πέθανε. Σκαλισμένος έως το κόκαλο, χωρίς να θυμάται ονόματα.

ΤΗ ΝΥΧΤΑ μεταμορφώθηκε πάλι σε ένα ακάθαρτο δέρμα. Να ζήσει ξανά. Τα σβηστά είχαν πάλι ανάψει. Ρουφηγμένος και καταποντισμένος - υπήρχε ακόμη καιρός. Η ματιά του χρειαζόταν στρεβλώσεις. Του άρεσε να απεχθάνεται την πραγματικότητα. Ηθελε όμως να μετέχει.

Οι γωνίες του σώματός του ήταν σιδερωμένες με φως. Ανελέητο φως και του αρκούσε. Στο κρεβάτι, ο σιδερένιος δεσμός. Τυφλός γίγαντας, με τα χέρια δεμένα. Οταν κοιμόταν πάνω του ένιωθε ελαφρύς. Ολος.

Περνούσαν οι μέρες και γιατί. Πετούσαν με τα ορθάνοιχτα μάτια τους. Σ' ένα πηχτό, γνώριμο, αεικίνητο χρώμα. Μέσα απ' τα ξεκούμπωτα ρούχα τους, η ομορφιά. Θα μπορούσε να σκοτώσει γι' αυτήν. Αλήθεια. Θα μπορούσε να διαλυθεί.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ της έβγαινε ίσια στον ωκεανό. Βαφόταν με κάτι τεράστια λέπια και μπορεί. Μόνο εκεί γινόταν να κατοικήσει. Φυτεμένος στον ουρανίσκο της. Σκεπασμένος από σάλιο, καθώς εμίκραινε. Ολο εμίκραινε· σαν κερί που προσωρινά τελειώνει.

Ηταν περισσότερο το τοπίο εκεί; Περισσότερο αυτή η εκπληκτική σιωπή; Θα ξεπερνούσε αυτό που φαινόταν για να γίνει πολίτης του αφανούς. Ενιωθε εξουσιοδοτημένος. Στυλωμένος με πείσμα στην επιφάνειά της. Τον κρατούσε να μη βυθιστεί. Σαν νησί. Ο ήλιος το αναγνώριζε και συμφωνούσε. Του έβαζε την παραλία στα χέρια.

ΘΑ ΣΤΈΚΕΙ από μια γωνιά, σ' έναν ανθισμένο καιρό. Με ή χωρίς. Σ' έναν καταυλισμό των σωσμένων. Δεν θα έχει λέξεις να πει, ιδέες να γράψει. Θα παίρνει εκείνο το παλιό λεωφορείο για τη θάλασσα. Θα αποβιβάζεται πάνω στα πρόσωπα των ανθρώπων. Θα τον αντέχει ο πρωινός ήλιος, θα χαμογελά μυστικά. Θα ανακατεύει τη λίμνη μέσα της.

Ο,τι υπήρξε, θα υπάρξει ξανά. Κάθε τι είναι απόσπασμα. Η μοναξιά του οριακού.

Και το οριακό δεν θυμάται ονόματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=147283

3 σχόλια:

Μαρια Νικολαου είπε...

Δεν μπορούσε να το δει...ίσως γιατί δεν υπήρχε στην πραγματικότητα στολισμένο πρόσωπο...

Καλή Ανάσταση εύχομαι Σταύρο
Με υγεία και αγάπη

Unknown είπε...

Καλή Ανάσταση Μαρία. Παντού.

Dizziland Reporter είπε...

Σταύρο, Χρόνια Πολλά. Κι άσε τις λέξεις να κατολισθαίνουν. Σου έστειλα απάντηση στο σχόλιό σου. Ως Αιμίλιος.
Αλλά εδώ και λίγες μέρες άνοιξα και ένα νέο μαγαζί. Στη Διζιλάνδη.
Πουλάει βιολογική ποίηση! Τουτέστιν, ο διάολος δουλειά δεν είχε.
Μια επίσκεψή σου θα είνα χαρά μου.
The Dizziland Reporter