Σταύρος Σταυρόπουλος, Πράξη Εξαφάνισης
Σμίλη, Αθήνα 2016
Το ποιητικό έργο του Σταύρου Σταυρόπουλου είναι μια μορφή
κοσμογονίας στην οποία εμπεριέχεται η προφητεία της καταστροφής του κόσμου και
της αναδημιουργίας του. Η κοσμογονία αυτή ταυτίζεται με την ποιητική δημιουργία
καθώς ο δημιουργός είναι ο ποιητής-προφήτης.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίηση του Σταυρόπουλου είναι
μια προσπάθεια ανανέωσης του κοσμογονικού μύθου, ως μια παραλλαγή του. (Σύμφωνα
με τον Levi Strauss «ο μύθος αποτελείται από το σύνολο των παραλλαγών του»). Ο
μύθος στην ποίηση του Σταυρόπουλου έχει, επίσης, διπλό ρόλο: αποτελεί το κύριο
υλικό προσέγγισης και κριτικής της πραγματικότητας αλλά είναι και η έντεχνη
αναπαράστασή της.
Ο Σταυρόπουλος με την τετραλογία του Πιο νύχτα δε γίνεται,
Μετά, Καπνισμένο κόκκινο και Ολομόναχοι μαζί ξεκίνησε την καταγραφή, με τη
γλώσσα της ποίησης, της πορείας του κόσμου προς το τέλος του και την εξαγγελία
της αναδημιουργίας του:
«Εκείνη τη στιγμή ο κόσμος έγινε βυθός. Στον πυθμένα της
θάλασσας έμειναν στολισμένοι οι άνθρωποι και τα κοιτάσματά τους, σχεδόν ενωμένα
[….] Εδώ κι εκεί, καμένες χορδές. Σωροί από ζωές στοιβαγμένες. Στην καμπούρα
της γης.» - Καπνισμένο κόκκινο
«Θα γεννηθώ ξανά με άφτιαχτο πρόσωπο. Στο προαύλιο αυτής της
αιώνιας φωτογραφίας, να κουβαλήσω το τοπίο — σαν σαλιγκάρι» - Μετά
Από την αρχαιότητα, ήδη, ο άνθρωπος προσπάθησε, μέσα από τη
φιλοσοφία, τη θρησκεία αλλά και τον μύθο, να αποδώσει τη γέννηση του κόσμου σε
κάτι ιδεατό και μέσα από αυτό να πνευματοποιήσει τη φύση. Έτσι, το νερό, το
χώμα, το φως, η φωτιά, ο αέρας θεοποιήθηκαν. Παράδειγμα αυτής της ανθρώπινης
«αισθητικής» αναζήτησης αποτελούν ο βαβυλωνιακός μύθος, ο ινδικός μύθος αλλά
και οι μύθοι των αρχαίων Ελλήνων. Στην κοσμογονία του Ησιόδου το Χάος, η Γη και
ο Έρωτας συνέβαλαν στη δημιουργία του κόσμου. (Στοιχεία που συναντάμε σε όλα
σχεδόν τα ποιήματα του Σταυρόπουλου). Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο δημιουργίας
στη φιλοσοφία, η πάλη των δύο αντιθέτων, της φιλότητας και του νείκους, κατά
τον Εμπεδοκλή, υπάρχει στην ποίηση του Σταυρόπουλου ως πάλη της γυναίκας με τον
άντρα. Ο έρωτας για τη γυναίκα μετατρέπει το ποίημα σε σώμα. -Το σώμα ως
γενεσιουργός αιτία και ως κόλαση του πνεύματος.
«Έχω όλα τα αινίγματα της δίψας
Αποκλεισμένα στο σώμα μου
Για να μπορείς εσύ να έρχεσαι να με βλέπεις
Όποτε θέλεις» - Πράξη Εξαφάνισης
Στη χριστιανική φιλοσοφία το σώμα εξέπεσε και κατηγορήθηκε
για τα πάθη του. Για τον Σταυρόπουλο η οδός διάσωσης του έρωτα και του σώματος,
του ιερού δοχείου της ψυχής, είναι η ποίηση. Η ποίηση είναι η μόνη οδός
εξαγνισμού για το σώμα, μέσα από τον λόγο, που μπορεί να το αποδίδει στην
αθανασία. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε θα καταστραφεί, μας λέει ο ποιητής.
«Μάζεψε τις λέξεις, όπως στις παλιές τυπογραφικές μηχανές
και σφράγισε τα χείλη της. Βιβλιοδέτησε με επιμέλεια τον προορισμένο χρησμό. Η
γυναίκα που ήταν ο κόσμος άνοιξε με λύπη θολή και είπε: Ο χρόνος πίσω δεν
γυρνά, αναπαυμένη πάνω στις φωτογραφίες της.» - Ολομόναχοι μαζί
Η νέα ποιητική συλλογή του ποιητή Σταύρου Σταυρόπουλου
«Πράξη Εξαφάνισης» ξεκινάει με το ποίημα «Επίλογος» και τελειώνει με το ποίημα
«Πρόλογος». Ο μύθος του ποιητή ξεκινάει αντίστροφα, δηλαδή από τον θάνατο προς
τη γέννηση, και αποτελείται από τρία κοσμογονικά στοιχεία τη γυναίκα, το σώμα
και το νερό.
Ο Σταυρόπουλος γράφει ποίηση που μοιάζει με προφητεία της
οποίας η έμπνευση είναι ο έρωτας. Ο έρωτας διατρέχει όλες τις αισθήσεις που
εικονοποιούνται μέσα στο ποίημα. Προφητεύει τον θάνατο του ποιητικού
παρελθόντος εξαγγέλλοντας τη γέννηση του νέου. Η νέα ποίηση κυοφορείται μέσα
από την οδύνη του θανάτου. Ο κόσμος, στην ποίηση του Σταυρόπουλου ήταν γυναίκα,
η οποία καλείται να φέρει σε πέρας μια αποστολή. Όμως η αποστολή που της
αποδίδει ο ποιητής είναι η δημιουργία του κόσμου, είναι η δική του αποστολή.
Όπως γράφει η κορυφαία Πολωνή ποιήτρια Άννα Καμιένσκα «Κάθε ποιητής έχει να ολοκληρώσει μια αποστολή» έτσι και ο ποιητής Σταύρος Σταυρόπουλος έχει φανερά να ολοκληρώσει την αποστολή του ποιητή που ζει στο τέλος μιας εποχής. Πρέπει να μιλήσει για τον θάνατο και να προφητεύσει τη γέννηση.
«Έχουν μία αίγλη θριάμβου
Αυτά τα ερείπια
Στερεώνουν το θάνατο
Σ’ ένα διάσημο φως
Μετράω βυθούς και εξέρχομαι» - Πράξη Εξαφάνισης
Η ποίηση με τη μορφή μιας μούσας- γυναίκας που ήταν ο
κόσμος- θα διαθέσει το σώμα, τις λέξεις, με το οποίο ο ποιητής θα γεννήσει το
νέο κόσμο.
«Μ’ άρεσε
Να σωπαίνω τις λέξεις πάνω σου
Να κοιμούνται»
Η δημιουργία του κόσμου απαιτεί τα πρωταρχικά στοιχεία της
φύσης, όπως το νερό. Έτσι και ο ποιητής-δημιουργός επικαλείται την έμπνευση, το
νερό, για να μπορέσει να δημιουργήσει το ποίημα:
«Καμιά φορά
Επικαλούμαι το νερό
Για να μπορέσουν να συνεχίζουν οι λέξεις»
Κάποιες φορές τα ποιήματα κρύβονται στα μάτια καθώς η όραση
συλλαμβάνει πρώτη μια εικόνα ακατέργαστη «απόκρημνη» που τη μετατρέπει ο
δημιουργός σε ποιητική ιδέα:
«Τα μάτια μας έκρυβαν στις γωνίες
Απόκρημνα ποιήματα
Και στηνόταν ένα πανηγύρι τρελό
Στο χαρτοπόλεμο της αγάπης»
Η αγάπη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή ανάμεσα στον ποιητή και
την ποίηση, τον κόσμο που ήταν γυναίκα, γίνεται η πηγή δημιουργίας, το νερό, η
θάλασσα από την οποία εμπνέεται το ποιητικό υποκείμενο και γράφει το ποίημα:
«Εγώ Εσύ
Και η θάλασσα που ξέβραζε ποιήματα
Παγωμένα
Αναντικατάστατα
Ωμά»
Ο ποιητής κωπηλατεί πάνω στη θάλασσα- ποίηση και γράφει το
ταξίδι-ποίημα με τη θέληση του δυνατότερου στοιχείου, της θάλασσας-ποίησης. Ο
ποιητής γίνεται το μέσο, το κουπί:
«Κι αυτά τα ποιήματα
Που τώρα γράφω
Δεν τα έγραψα εγώ
Τα κουπιά τα έγραψαν
Εγώ δεν γράφω ποιήματα»
Κάποια στιγμή ταυτίζεται με την ποίηση και αναζητά στον
εαυτό του τον σκοπό της. Πώς γίνεται να υπάρχει η ποίηση έξω από τον ποιητή; Η
φύση είναι η αιτία της δημιουργίας ή υπάρχει μια δύναμη η έμπνευση; O ποιητής
ξεσπάει:
«Όμως εγώ είμαι νερό
Εσύ είσαι η φωτογραφία του»
Αλλά καταλαβαίνει γρήγορα ότι οφείλει να σώσει το
δημιούργημά του ακόμη κι αν είναι ένα κατασκεύασμα του νου, ένα πλάσμα της
φαντασίας του, μία γυναίκα ή ένα όνειρο που δεν υπάρχει. Πρέπει να του
εμφυσήσει ζωή:
«Κι εγώ ανάποδα
Χωρίς χέρια
Να κρατάω με λύσσα
Εσένα που δεν υπάρχεις
Στα δόντια μου
Για να μη μου πεθάνεις»
Ο δημιουργός μιλώντας για τον θάνατο κερδίζει την αθανασία
του, μετατρέποντας τον θάνατο σε ποίημα. Ο θάνατος μπορεί να νικηθεί μέσα από
τις λέξεις που τον λιγοστεύουν όπως ο χρόνος τη ζωή. Ο Σταυρόπουλος ειρωνεύεται
την ποίησή του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από την πικρή διαπίστωση:
«Εντάξει το να μεγαλώνει κανείς
Είναι βαριά ασθένεια
Και προπάντων ανίατη
Αλλά όλο για θανάτους θα μιλάμε τώρα;»
Ο θάνατος θέτει επιτακτικά το ερώτημα της ύπαρξης. Υπάρχω,
υπήρξα κι αν υπήρξα ήμουν μέσα στο ποίημα κάποιου άλλου που τώρα ζει σ’ εμένα;
Υπήρξα άραγε ως ο Πόε στο «Κοράκι», ο Μπέκετ στον «Ακατανόμαστο», ο Κάφκα στη
«Μεταμόρφωση» φαίνεται να αναρωτιέται ο Σταυρόπουλος. Και καταλήγει:
«Είναι κακό να νιώθεις
Έτσι ατελείωτος σήμερα»
Ο παλιός κόσμος και οι γνωστές ποιητικές μορφές κάποια
στιγμή όμως «τελειώνουν» και ο ποιητής πρέπει να φτιάξει τον κόσμο που έρχεται
και να αφήσει πίσω του ό,τι πέθανε:
«Όταν σε περικυκλώνει η στάχτη
Το μόνο που έχεις
Είναι να κρεμάσεις τον επόμενο κόσμο
Στην πλάτη σου
Και να προχωρήσεις»
Τότε ο δημιουργός νιώθει μόνος καθώς:
«Είμαι ένας από σας
Χωρίς εσάς»
Ο Σταυρόπουλος επιστρέφει μέσα από τα ποιήματά του στην
αρχαία πηγή της κοσμογονίας, τη μυθολογία στην οποία ο κόσμος τελειώνει με το
φόνο των προηγούμενων θεών. Έτσι κι εκείνος πρέπει να σκοτώσει τους ποιητικούς
του προγόνους για να προχωρήσει η ποίηση:
«Μέχρι να τελειώσει αυτός ο κόσμος
Όπως ταιριάζει στα άρρωστα ποιήματα
Που αντί για ρήματα
Έχουν σκοτωμένους θεούς»
Αλλά δεν μπορεί τόσο εύκολα να σκοτώσει τους ποιητικούς του
προγόνους, καθώς το παρελθόν έχει ριζώσει στις λέξεις και στα νοήματά τους:
«Είμαι κατακλυσμένος από τις λέξεις
Που προτίμησε να τελειώσει η έρημος»
Η επιθυμία να δημιουργήσει μια νέα ποίηση είναι έντονη αλλά
ο ποιητής γνωρίζει καλά ότι η κυοφορία του νέου είναι αργή:
«Θέλω τόσο πολύ να φιλοξενηθώ αλλού
Που σχεδόν αποσπώμαι
Είναι και περασμένος ο κόσμος
Γεννιέται πάντα αργά
Με καθυστερημένα ρολόγια»
Όμως ο ποιητής είναι αποφασισμένος να περάσει στο μέλλον και
η μοίρα του ποιητή –προφήτη είναι το φως ακόμη κι αν αυτό του κοστίσει τη
μοναξιά:
«Δεν θα γυρίσω να δω. Θα τις ρίξω στη θάλασσα με βαρίδια και
χωρίς άλλο λαιμό. Χωρίς να πω γράμματα. Θα πάρω το αρχαίο τσεκούρι μου. Και από
την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός.»
Η ποίηση του Σταυρόπουλου είναι μια ποίηση που έχει ρυθμό,
πρωτότυπες εικόνες και συναισθήματα που κάποιες φορές αναμιγνύονται σε ένα
τραγούδι που θρυμματίζεται. Μπορεί κάποιος να την αντιληφθεί ως «διαμάντια ή
σκουριά» όπως το ομώνυμο τραγούδι της Joan Baez "Diamonds and Rust", το οποίο
προτάσσει ο Σταυρόπουλος στην προηγούμενη συλλογή του και το άκουγα όσο καιρό
διάβαζα τις ποιητικές του συλλογές.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Νότα Χρυσίνα
Περιοδικό Τέχνης frear.gr
29 Αυγούστου 2017
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου