Όταν ήμουν έφηβη, θυμάμαι, με είχε συγκλονίσει το βιβλίο Οι απόψεις ενός κλόουν
του Χάινριχ Μπελ. Γιατί το «πρόσχημα» για τις ευθύβολες και εξαιρετικά
διεισδυτικές παρατηρήσεις του για την ιστορική συγκυρία και την κοινωνία
της εποχής ήταν ισχυρότατο, αριστοτεχνικά αλληγορικό και κούμπωνε
ακριβώς πάνω στις τότε εφηβικές μου αναρωτήσεις. Συνοψιζόταν δε στη
φράση: «mein fürchterlichstes Leiden ist die Anlage zur Monogamie» («το
μεγαλύτερό μου μαρτύριο είναι το εδραιωμένο μου αίσθημα για τη
μονογαμία»). Έκτοτε, η φράση αυτή υπήρξε για μένα, και για πολλά χρόνια,
το πλέον δυσεπίλυτο απ’ όλα τα προκλητικά μηνύματα όχι μόνο αυτού του
πολυεπίπεδου μυθιστορήματος αλλά και της ίδιας της ζωής. Την ζήλεψα αυτή
τη βεβαιότητα του κλόουν, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Γιατί το αναφέρω όμως αυτό; Ηθελημένα ή και
αθέλητα, ο Σταύρος Σταυρόπουλος φαίνεται να κρατά στα χέρια του ένα
παρόμοιο δώρο. Διαβάζοντας τα ποιήματά του πείθομαι για την αλήθεια
τους, εξαιτίας της προσήλωσής του σ’ αυτήν, ακόμα κι όταν δεν τη
συμμερίζομαι απολύτως. Και βέβαια, το πρόσχημα κι εδώ είναι ξανά και
ξανά ο έρωτας. Αυτός ο έρωτας, ο λίγο «βρόμικος», αυτός που, από
γενέσεως κόσμου συγγενεύει με τον θάνατο, αλλά και ο μοναδικός που
μπορεί να σε γλιτώσει απ’ τη μοίρα σου, να σε ταξιδέψει με οτοστόπ μέχρι
την άλλη άκρη της γης, να σε γεννήσει απ’ τη μήτρα της πιο σκοτεινής
σου θάλασσας και να σε ξεράσει, ως μνήμη, στην ακτή της καθημερινότητάς
σου.
«Μπορώ ν’ ανοίξω το σώμα σου / ([…] /
Αύριο / Μια υγρή βόμβα / Βραχυκυκλωμένη στη μήτρα σου / Θα εκραγεί / Κι
εγώ / Που νοστάλγησα το ρολόι μου / Θα σε γυρίσω απ’ την ανάποδη / Με
ανάρμοστη επιείκεια / Στο αρχαίο νησί του εαυτού μου / Σ’ ένα άλλο
φθινόπωρο / Χωρίς μάτια // Τόσο αμαρτωλή / δεν υπήρξες ποτέ» («Καθώς σβήναμε»)
Υπάρχει ένα αποστακτήριο ερώτων, όπου
εργάζονται φιλότιμα, εδώ και χρόνια, αξιόλογοι εργάτες. Ένας απ’ αυτούς,
λοιπόν, και εξαιρετικά επιμελής, είναι ο Σταύρος Σταυρόπουλος. Κάθε
φορά μονογαμικός και κάθε φορά για πάντα. Ακόμα κι αν τα πρόσωπα της
αφοσίωσης αλλάζουν και η ματαίωση παραμονεύει σε κάθε γωνία.
«Βγάζω συνέχεια γυναικεία κραγιόν / Απ’
την τσέπη μου / Και τα χρεώνω σε σένα / Η κάννη κρέμεται / Δίπλα απ’ τη
γλώσσα σου / Σαν πολυβόλο» («Κατάσταση Πραγμάτων»)
Η ποίηση του Σ. Σταυρόπουλου είναι βαθιά
σωματική και ασφαλώς ερωτική, όμως το πρίσμα του έρωτα χρησιμοποιείται
συχνά για να προσδώσει μια προσωπική χροιά σ’ ό,τι κοινό καθορίζει τη
μοίρα μας, το δράμα του «ανωφέλητου» ανθρώπου.
«Αυτές οι μέρες θα είναι δύσκολες /
Νομίζεις ότι θα βρέξει / Αλλά είναι μόνο το τέλος του κόσμου / Ο αέρας
που καπνίζει / Ανακυκλώνει συνέχεια / Έναν παλιό θάνατο […] Ο καιρός των
ανθρώπων τελείωσε / Είπα // Τώρα // Είναι η εποχή της πέτρας» («Τα γόνατά μου»)
Το βλέπουμε αυτό –ή, μάλλον, το διαβάζουμε–
τόσο σε τούτη τη συλλογή όσο και στις προηγούμενες. Θαρρείς και το
αίνιγμα που η δική του Σφίγγα υποβάλλει είναι το «μαζί» μ' όλες της
συνδηλώσεις του. Κι εκείνος δεν μπορεί να βρει ούτε καν μια μοναδική
–έστω και λάθος– απάντηση, μα ούτε και σπαθί να λύσει αυτόν τον γόρδιο
δεσμό που τον ενώνει με το τυραννικό ερώτημα. Μονάχα νέα ερωτήματα, νέα
δεσμά προκύπτουν, κάθε φορά που επιχειρεί να επιλύσει αυτόν τον γρίφο.
«Έχω ταιριάξει τον ήλιο σωστά / στο μουνί
σου / Και προσπαθώ να καώ / [...] Αν σου πω τώρα ότι χάνω το σχήμα μου /
Δεν θα με πιστέψεις / Όμως το χάνω / Όπως χάνει κανείς / Τη μάχη για τη
ζωή του / Στις λεπτομέρειες // Όπως χάθηκε εκείνος ο σκηνοθέτης / [...]
Ανάμεσα σε υπολείμματα / Από τέσσερις διαφορετικές λήψεις / Για να
μπορεί να βλέπει από εκεί / Πανοραμικά // Τη λύπη» («Κατάσταση πραγμάτων»)
Η παρούσα συλλογή/σύνθεση, υπό τον τίτλο Πράξη
εξαφάνισης, χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Οι τέσσερις πρώτες
υποστηρίζονται από τον υπότιτλο «4 εποχές ενός φθινοπώρου» (Η εποχή της
συνήθειας, Η εποχή της σιωπής, Η εποχή της πέτρας και Η εποχή της
βροχής), ενώ η πέμπτη φαίνεται να έρχεται ως επίλογος (Η άλλη εποχή),
παρά το γεγονός ότι κλείνει με το ποίημα «Πρόλογος», που δεξιοτεχνικά
υπονομεύει την ιδέα της γραμμικής ροής του χρόνου και συνεπώς της ίδιας
της σύνθεσης.
«Πάμε σου είπα / Ο καιρός ξεκίνησε / Τώρα πια / Μπορούμε να ζήσουμε // Ήμασταν κι οι δυο νεκροί / Αλλά όμορφοι»
Πολλές φορές, διαβάζοντας τα ποιήματα,
αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός που εξαφανίζεται. Ο ίδιος ο ποιητής (το
ποιητικό εγώ) ή το αντικείμενο/υποκείμενο του έρωτά του; Κάθε φορά έδινα
και διαφορετική απάντηση. Ίσως γιατί κι οι δυο έχουν ήδη εξαφανιστεί ή
είναι καταδικασμένοι να εξαφανιστούν από την έναρξη κιόλας αυτού του
βιβλίου, προκειμένου να επαληθεύσουν τη «μαθηματική πράξη» του τίτλου.
Δεν κατέληξα σε κάποιο συμπέρασμα αλλά δεν έχει και τόση σημασία αυτό,
όσο η πολύ εύστοχη τοποθέτηση του ποιητή από την πρώτη ενότητα, καθώς
πράγματι κάθε «Πράξη εξαφάνισης» ξεκινά με την εποχή της συνήθειας.
Αυτής που έχει τη δυνατότητα να καθιστά μη ορατά τα σημαντικά και να
αναδεικνύει τα ασήμαντα.
Η ποίηση του Σταύρου Σταυρόπουλου είναι
αφοπλιστικά ειλικρινής και άμεση, δεν υποκρίνεται και δεν κοροϊδεύει. Κι
αν ναρκισσεύεται (που ναρκισσεύεται) το ποιητικό εγώ, είναι γιατί
σαγηνεύεται από την εικόνα του ερωτευμένου στη λίμνη που αντικατοπτρίζει
τον έρωτα με όλο του το μεγαλείο. Αυτό που μοιάζει να δικαιολογεί όλα
τ’ αδικαιολόγητα, απ’ όπου κι αν εκκινούν και όλα τα μαρτύρια που
υπομένουμε εξαιτίας του.
Έτσι που στο τέλος ο ποιητής (ακριβώς όπως και
ο κλόουν του Μπελ) παραμένει μόνος, εγκαταλελειμμένος στην πιο δυσοίωνη
μοίρα, έχοντας υποφέρει μυριάδες συλλογικές και ιδιωτικές ατιμώσεις, κι
ωστόσο είναι βέβαιος για κάτι ελάχιστο: Ότι κρατά στα χέρια του και την
καρδιά του τον επίμονο χτύπο μιας υπέρβασης που μπορεί πολλοί να έχουν
συναντήσει, όμως εκείνος επέλεξε να μην τον αγνοήσει.
Χριστίνα Οικονομίδου
Περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες diastixo.gr
27 Σεπτεμβρίου 2017
Τιμή: €10,00