Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η ΜΠΛΕ ΣΤΑΥΡΩΣΗ




ΙΣΜΗΝΗ Γ. ΛΙΟΣΗ
ARCANA LUSTRA
(ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΦΟΡΕΜΑΤΩΝ)
Εκδ. Τύρφη 2016

Η μπλε σταύρωση(*)

Του Σταύρου Σταυρόπουλου

Ο έρωτας είναι ανθρωποφαγικός. Ένα αιμοδυναμικό, κανιβαλικό υπερθέαμα για την κοινωνία των ματιών.  Μια περιδίνηση στο δέρμα, που έχει ένα αναπόφευκτο και αναπόδραστο πρόταγμα: Την εισφορά σε κόκκαλα που τρίβονται – πολλές φορές χωρίς λόγο – αφήνοντας ελάχιστα ίχνη σάρκας πάνω τους. Αυτά τα υπολείμματα ένωσης ήταν κάποτε τα σώματα – πλήρη – των δύο εραστών που ηττήθηκαν. Όλοι οι εραστές ηττώνται: από την ολιγωρία του μετά, τον αήττητο λόγο της επιθυμίας: «Σ’ έχω φριχτά επιθυμήσει. Σκέφτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή πάνω μου και όλα τα άλλα χάνονται, όπου κι αν βρίσκομαι, ό,τι κι αν κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν υπνοβάτη ή σαν τον τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες του απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος και δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατελείωτα για μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.» Αυτές οι γραμμές βρίσκονται σε μια επιστολή του Γιώργου Σεφέρη γραμμένη στις 29 Σεπτεμβρίου του 1940 και απευθύνονται στην Μάρω Ζάννου, που συνάντησε παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών και αφού εκείνη χώρισε, την παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο, διατηρώντας μαζί της μια βαθειά σχέση έως το τέλος της ζωής του.  Έχει κεντρική σημασία η φράση του Σεφέρη «σαν τον τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες του απλωμένες και με τα μάτια κλειστά». Δίνει, νομίζω, το απόλυτο στίγμα της υπνοβασίας του έρωτα, και υπερθεματίζει, αναγορεύοντας το βασικό ένστικτο σε βασιλιά του νου . 

Δεν ξέρω πόση σημασία έχουν αυτά στην αναψηλάφηση μιας ποιητικής συλλογής ή στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε - όπως ίσως δεν θα οφείλαμε να κάνουμε - κάποια περιφερειακά, αλλά ομόκεντρα νοήματα που εκτίθενται στο βιβλίο. Ή, μάλλον, ξέρω: Το ποίημα, το κάθε ποίημα, είναι μια πράξη έρωτα, που ο ποιητής στρέφει εναντίον του. Και βέβαια, όπως το έχει σωστά διατυπώσει ο Καναβούρης, το ποίημα δεν χρειάζεται αναγνώστες, χρειάζεται αυτόπτες μάρτυρες. Μία τόσο έντονη παρουσία (ή άλλως απουσία που μεταλλάσσεται σε πανίσχυρη παρουσία) στο κέντρο των γεγονότων, που να μην μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Αυτό άλλοι το ερμηνεύουν ως βίωμα, άλλοι ως στάση, άλλοι ως προϋπόθεση γραφής. Ό, τι και αν ισχύει, το ποίημα για να μπορέσει να γραφεί αυτοτελώς χρειάζεται την αδιάκριτη και έως το τέλος υπερπληθωρική συμμετοχή αυτού που το γράφει, στο κέντρο της ουσίας του, που δεν είναι άλλο από την εντός πληγή.  

Τα Μυστικά λημέρια,  ο τίτλος αυτής της συλλογής της Ισμήνης Λιόση, είναι ο τόπος που καταφεύγεις προκειμένου να ξύσεις βασανιστικά την κρούστα του αίματος για να τρέξει ξανά. Το πρώτο επίπεδο αυτού του συμπεράσματος καταδεικνύει έναν μαζοχισμό. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, αποδεικνύει αυτό που ισχυρίζεται ο Μπατάιγ στο εμβληματικό του μελέτημα Περί ερωτισμού ότι, δηλαδή, «μέσω του θανάτου και δη του βίαιου θανάτου αντικαθρεφτίζεται η προσπάθεια απελευθέρωσης του όντος, έτσι όπως έχει εκφραστεί από τις απαρχές της ανθρώπινης δραστηριότητας».  Γιατί, βεβαίως, ο έρωτας είναι πρωτίστως θάνατος. Ένας τερατώδης, σχηματικά τουλάχιστον, θάνατος, που πάντως απελευθερώνει μέσα στην επίγνωση της ατελέσφορης σημασίας του. Το κορμί ενδύεται το κορμί και το αίμα ρέει σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. Ένα πραγματικό Νεκροταφείο φορεμάτων που σ’ αυτή την συλλογή επιθυμιών της Ισμήνης Λιόση αποκτούν μαύρες, γκρι και μωβ αλλοιώσεις, αλλά παραμένουν αθεράπευτα και αμετακίνητα κόκκινες - μέχρι τον τελευταίο βαθμό μιας ιερής αιμομιξίας. 

φαίνεται δεν χρειάζεται
πέπλα φορέματα σάρπες
αν και πάντα ντυμένη με γούνες και
αρχαία μυστικά μαγγανείας
με την καλύτερη στύση της νυκτός συνευρισκόταν

Η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ σε μια αναπάντεχη ανάλυσή της για τον Σαντ προχωρά στην ακόλουθη κρίση: « Το ιδιάζον που τον χαρακτηρίζει είναι η τάση μιας βούλησης να πραγματώσει τη σάρκα χωρίς να χαθεί μέσα σ’ αυτήν.» Η εντύπωσή μου από αυτή την συλλογή ποιημάτων της Ισμήνης Λιόση είναι ότι κινούνται προς την αντίστροφη κατεύθυνση:   Η ποιήτρια θέλει - και επιτυγχάνει - να πραγματώσει τη σάρκα και να χαθεί η ίδια μέσα σ’ αυτήν, να μην αφήσει τίποτα απ’ τον εαυτό της να υπάρξει, εκτός από ένα κενό φόρεμα, διαφορετικών κάθε φορά αποχρώσεων, που στερείται δέρματος, γιατί, απλώς, το δέρμα έχει εξαφανιστεί. Η σάρκα έχει λιώσει. Τα ποιήματά της λειτουργούν ως ιερά κόκκαλα,  ως ό, τι μένει, δηλαδή,  να υπάρχει μετά την σκανδαλώδη και πολυποίκιλη ανθρωποφαγία μεταξύ δύο σωμάτων που ανθίστανται αλλά και προκαλούν συγχρόνως την πράξη του θανάτου, «γραμμένη σαν μοίρα στο δέρμα.»  Το ρήμαγμα ή το ρήγμα αυτό οδηγεί κάποτε στην φαντασιακή του αναδίπλωση, στην ανάπλαση των νεκρών κυττάρων της μνήμης, και έτσι  προκύπτουν τα ποιήματα. Εστίες που ταλανίζονται αιωρούμενες ως γάντζοι, με όλες τις τρυπημένες κούκλες τους, με όλες τις πλανημένες καρδιές τους, με όλα τα βότανα του έρωτα, ενισχύοντας μια παράξενη ανθοφορία από περασμένους κήπους και ωραία πένθη.

Όπως το λέει η ίδια:
Εκεί εγώ.
Εγώ τετέλεσται.

Το καθημαγμένο σώμα, λησμονημένο, βουλιάζει τελικά με μεγαλοπρέπεια κάτω από το βάρος της απώλειας του άλλου. Το  Arcana Lustra είναι ένα ποιητικό corpus αναρριχημένο από τα έγκατα του παρελθόντος, με τουλάχιστον τρία χέρια και με αποκλειστικό στόχο να ζήσει τον θάνατό του. Να τον σκοτώσει για να σκοτωθεί ξανά.
Αυτός όμως είναι και ο σκοπός της ποίησης.

 (*) Ο τίτλος είναι παράφραση της τριλογίας του Χένρι Μίλλερ, Η ρόδινη σταύρωση (Sexus, Nexus, Plexus)

Σταύρος Σταυρόπουλος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟΝ "ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ"
http://www.oanagnostis.gr/%ce%b7-%ce%bc%cf%80%ce%bb%ce%b5-%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%8d%cf%81%cf%89%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%8d%cf%81%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%85%cf%81%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85/

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ - Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ Jazz Point


REQUIEM FOR A DREAM.

[Ολόκληρη η παρουσίαση - performance που έγινε στο JAZZ POINT (Ακαδημίας 18, Σύνταγμα - Νίκος Μαργαρίτης) για την ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ ( Smili publications - Εκδόσεις Σμίλη) την Τρίτη 23 Μαίου 2017, στα πλαίσια του κύκλου Booknotes / Soundtracks της λογοτεχνίας.
Έπαιξαν οι μουσικοί: Yiorgos Kostopoulos - Γιώργος Κωστόπουλος (κοντραμπάσο) και Niko Ba - Νίκος Μπακόπουλος (σαξόφωνο). Στην ερμηνεία των ποιημάτων ήταν η ηθοποιός Serafita Grigoriadou. Την λογοτεχνική ανάλυση κάλυψε η συγγραφέας και θεωρητικός του κινηματογράφου Ειρήνη Σταματοπούλου.

Τον γενικό συντονισμό της βραδιάς είχε η συγγραφέας Maria Yiayiannou.

Video: Christos Mathioudakis]





Σάββατο 20 Μαΐου 2017

ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ / SOUNDTRACKS ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


BOOKNOTES
SOUNDTRACKS ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Π Ρ Α Ξ Η  Ε Ξ Α Φ Α Ν Ι Σ Η Σ

Την Τρίτη 23 Μαίου στο JAZZ POINT (Ακαδημίας 18, Σύνταγμα, τηλ. 210 3235911) τα ποιήματα της ΠΡΑΞΗΣ συναντούν με σεβασμό τον Γιώργο Κωστόπουλο στο κοντραμπάσο και τον Νίκο Μπακόπουλο στο σαξόφωνο σε ένα μουσικό αυτοσχεδιαστικό διάλογο με την φωνή της ηθοποιού Serafita Grigoriadou. Η γενική επιμέλεια είναι της Maria Yiayiannou και η υποστήριξη της Book Press.
Το λογοτεχνικό μέρος θα καλύψει η συγγραφέας και θεωρητικός του κινηματογράφου Ειρήνη Σταματοπούλου.

Μια ιδιαίτερη βραδιά, τιμητική για μένα. Στο κέντρο της Αθήνας.
Στις 9 μ.μ.

[ΥΓ. Η πρόσκληση αναφέρει την εκδήλωση ως μια "μουσική πράξη επανεμφάνισης εποχών και ερώτων". Μπορεί. Κανείς δεν ξέρει ποτέ τίποτα. Η αλήθεια είναι πάντα απόρρητη.]

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΘΕΩΡΗΣΤΕ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ




Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;

Edgar Allan Poe ~ A Dream Within a Dream
Μτφ: Κώστας Ουράνης

Στα «Πρωτόκολλα ονείρων» (ελληνική έκδοση Αλεξάνδρεια 2009 – μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου) που περιλαμβάνονται στους τόμους των Απάντων του, ο Adorno προτάσσει το ακόλουθο κείμενο, εισάγοντας τον αναγνώστη στη διαδικασία της αποκρυπτογράφησής τους: «Τα πρωτόκολλα ονείρων, διαλεγμένα από ένα εκτενές απόθεμα, είναι αυθεντικά. Τα κατέγραφα κάθε φορά, αμέσως μετά το ξύπνημα, και για την δημοσίευσή τους διόρθωσα μόνο τις πιο αισθητές γλωσσικές ατέλειες.» Για να καταλήξει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα: «Ορισμένες εμπειρίες ονείρων μου δίνουν την αφορμή να υποθέσω ότι το άτομα βιώνει τον θάνατό του ως κοσμική καταστροφή.» Αυτή η προκλητική αποστροφή του μικρού προλόγου με τον οποίον ο Theodor Adorno συνόδευσε την έκδοση των ονείρων του, μου δίνει την αφορμή να μιλήσω εκτενέστερα για το βιβλίο «Ονειροπαγίδα» της πολύ σπουδαίας Αργεντίνας πεζογράφου Ana Maria Shua (γεν. Μπουένος Άιρες, 1951), από μια άλλη οπτική – αυτήν της κειμενικής αξιοποίησης μιας βιωματικής οντολογίας, όπως την ονόμασε ο Γιώργος Χειμωνάς, ενός «ονειρικού λόγου», ο οποίος φυσικά και εντάσσεται στα ευρύτερα πλαίσια της λογοτεχνίας του φανταστικού και στις πρώτες υπερρεαλιστικές συνθήκες του 1920, διατηρεί όμως, αφ’ εαυτού του μια μοναδική αυθυπαρξία και δυναμική, τόση που να μπορεί αυτή την στιγμή να επηρεάζει σημαντικά και σχεδόν αναπόφευκτα τον χώρο της διεθνούς πεζογραφίας. Η ίδια ονομάζει τα κείμενα αυτού του βιβλίου Μικροδιηγήματα (έχει γράψει άλλα 4 νομίζω αυτού του ιδιώματος της μικρής φόρμας και  περισσότερα από 35 βιβλία με πεζογραφήματα, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων) – εγώ όμως θα προτιμούσα εδώ, τον όρο Μονογράμματα, minima moralia, που θα απέδιδε ίσως καλύτερα την ακατέργαστη, πρωτογενή ύλη των ονείρων και την μεταφορά τους σε λογοτεχνική δομή. 

Ας κάνω εδώ μια μικρή παράκαμψη, αξιοποιώντας την αποφθεγματική φράση του Nitsche από το «Θέληση για δύναμη»:  «Το τίμημα να είναι κανείς καλλιτέχνης είναι ότι αυτό που όλοι οι μη καλλιτέχνες ονομάζουν μορφή το αντιλαμβάνεται ο ίδιος ως περιεχόμενο Στην «Ονειροπαγίδα» της Shua, όπως και σε πολλά διηγήματα του Borges, του Casares, αλλά και του Cortazar – σε πιο εκτεταμένη εκδοχή, γίνεται μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το όνειρο και όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτό, ως λογοτεχνική μορφή, γεγονός που συμβαίνει κατά κόρον και διαπερνά οριζοντίως και καθέτως όλον τον λεγόμενο «μαγικό ρεαλισμό». Η Ana Maria Shua σε αυτά τα 250 αριθμημένα αντίτυπα ονείρων του βιβλίου της La suenera – (επιλεγμένη μετάφραση στα ελληνικά, Ονειροπαγίδα – αλλά μπορεί και ονειροπόληση ή και υπνηλία – σε αντίστιξη με το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά, «Τα όνειρα της αυπνίας») δημιουργεί μορφικά προσανάμματα που εκτινάσσουν την φαντασία, με έναν εκθαμβωτικό τρόπο, δημιουργώντας ένα πανίσχυρο πεζογραφικό σύμπαν, από συγκολλήσεις, παρεκβάσεις και παράλογους συνειρμούς που απλώς επιβεβαιώνουν το αυτονόητο: Μόνο αναποδογυρίζοντας την ροή της πραγματικότητας, μπορείς να την καταστήσεις δελεαστικότερη. Το ποιητικό στοιχείο κυριαρχεί στις σύντομες, συνήθως κοφτές αφηγήσεις, παραχωρώντας το έδαφος σε παράλληλες σχεδιάσεις ιδεών και ανακατασκευές – που κάνουν, με αρκετή δόση χιούμορ, την λειτουργία του λόγου να διαφοροποιείται από τα καθορισμένα πλαίσια μιας νοητικής διεργασίας, αποσπώμενος περισσότερο και σχεδόν βιαίως, σε απώτατα σύμβολα υποσυνείδητης εγρήγορσης – κατά την φράση του Bergson: «δεν έχουμε ποτέ συνείδηση της δύναμης που αναπτύσσεται μέσα μας, έχουμε πάντα συνείδηση της κίνησης του οργάνου, που αυτή η δύναμη δραστηριοποιεί.» 

Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που δραστηριοποιείται – και μάλιστα περίτεχνα, στην περίπτωση της Shua, είναι η αξιοποίηση κάποιων αυτοβιογραφικών στοιχείων, μέσω της δύναμης της ονειροφαντασίας.  Είναι σαν να διαθέτουμε μινιατούρες ιδεών από τον χώρο της ακατέργαστης σκέψης και να τις διασκευάσουμε σε προχωρημένα και ανοιχτά σε όλα τα ενδεχόμενα απορροφήματα επικοινωνίας. Η Shua κοινωνεί το πρωτόλειο ερέθισμα ( η «Ονειροπαγίδα» είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε, άρα η κατάσταση γραφής του δεν είναι σε καμία των περιπτώσεων εμπλεκόμενη με τους θεωρητικούς κανόνες και τα συμπαρομαρτούντα της εμπειρίας της γραφής), με μια οξυδέρκεια που ξαφνιάζει για την αγνότητά της. Αυτή είναι και η δυναμική της πεζογραφίας της «Ονειροπαγίδας», αυτά τα θραύσματα ύπνου που μονολογούν με μια μεταλλική, μυστηριώδη φωνή, που είναι τόσο εθιστική, ώστε σου είναι αδύνατον να την προσπεράσεις.  Γράφει ο Ludwing Wittgenstein, προτρέποντάς μας στην παραδοξότητα και την ανατροπή του ισχύοντος: «Σκέψου τον αινιγματικό χαρακτήρα του ονείρου. Ένα τέτοιο αίνιγμα δεν έχει κατ’ ανάγκην λύση. Μας μπερδεύει, κεντρίζοντάς μας την περιέργεια. Είναι σαν να υπάρχει ένα αίνιγμα σε αυτό. Γιατί το όνειρο να είναι πιο μυστηριώδες από το τραπέζι; Γιατί να μην είναι και τα δύο εξίσου μυστηριώδη;» Προφανώς, εδώ έχουμε να κάνουμε με την σαφέστερη διατύπωση μιας επανεπινόησης, μιας επανεφεύρεσης των ίδιων των πραγμάτων, των νοημάτων, ακόμα και της κεντρικής σημασίας των λέξεων. 

Ο Walter Benjamin στον «Μονόδρομο», προειδοποιεί  πως δεν πρέπει κανείς το πρωί όταν σηκώνεται να διηγείται νηστικός τα όνειρά του, για να μην αφήσει την μέρα να επέμβει και να χαλάσει την αυθεντικότητα της εσωτερικής περισυλλογής, που είναι το όνειρο.  Έτσι αποφεύγει τη ρήξη, ανάμεσα στον κόσμο της μέρας και στον κόσμο της νύχτας ή άλλως, ανάμεσα στον κόσμο της ισχύουσας πραγματικότητας και στον αυτοδύναμο κόσμο του ονείρου.  Βάζει αυτό ως οδόσημο πραγματικής λειτουργίας – το φαγητό, όπου συμμετέχει η κανονικότητα, προδίδοντας τα λόγια και της εικόνες του ονείρου, το οποίο, μέσα στις επόμενες ώρες, έχει σχεδόν σβήσει ολοκληρωτική. Είναι γνωστή η φράση της Virginia Wolf: «Αληθινό είναι μόνο ό,τι ονειρευόμαστε.» Και η σπουδαία αργεντίνα πεζογράφος ονειρεύεται, ονειροπολεί, ονειροκυριαρχείται.  Σε ανοιχτή ακρόαση, με τεντωμένες τις κεραίες του μελλοντικού, του υπερκείμενου, των αιρέσεων της νύχτας. Αυτή η ονειροπόλησή της μας παρέχει την αναγνωστική πληρότητα, να θεωρήσουμε, διαβάζοντας ακόμα και αποσπασματικά – πράγμα το οποίο εγώ προτείνω - , ότι είμαστε κι εμείς μέρος της δικής της αφήγησης, είναι και τα δικά μας όνειρα που συμμετέχουν στο βιβλίο, είναι ένας τρόπος, ένας ακόμα τρόπος, να νικήσουμε ή να αντέξουμε, αυτό που καθημερινά εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια της, βομβαρδίζοντας το μυαλό μας με συμμετοχική βία. Η «Ονειροπαγίδα» της Shua είναι ένας θρίαμβος των κρυμμένων λέξεων από την αρχή, ένας απολαυστικός εκταφιασμός όλων όσων έχουμε, ελαφρά τη καρδία και με βολική ευκολία, θάψει στα μύχια του υποσυνείδητού μας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε αυτό που νομίζουμε ότι συγκροτεί ζωή.     

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω  το μότο που προτάσσεται στο βιβλίο, από την μονογραφία του Max Brod για τον Kafka, γιατί είναι απολύτως ενδεικτικό για ό, τι ακολουθεί: «Ένα βράδυ που ο Κάφκα με επισκέφτηκε (τότε ζούσα ακόμα με τους γονείς μου), μπαίνοντας σπίτι, ξύπνησε τον πατέρα μου που κοιμόταν στον καναπέ. Αντί συγγνώμης, ύψωσε τα χέρια καθησυχαστικά και είπε με απέραντη απαλότητα, ενόσω διέσχιζε το δωμάτιο στις μύτες των ποδιών του: Παρακαλώ, θεωρήστε ότι είμαι ένα όνειρο.»

Σταύρος Σταυρόπουλος

ANA MARIA SHUA

ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ

Απόπειρα 2015
Μτφ. Άννα Βερροιοπούλου
 


LINK ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ BOOK PRESS