Ψεύτικος Σεπτέμβρης, 2014
Τα μπλε
φωτάκια στο Σύνταγμα. Το λευκό Χριστουγεννιάτικο δέντρο - κενό. Τα βιβλιοπωλεία
της Αθήνας. Στην πλατεία κάνει κρύο. Στο σπίτι περισσότερο. Λίγο πιο κάτω, σ'
ένα στενό δρομάκι στη Νίκης, ένα μπουρδέλο ψυχής. Λευκές νύχτες. Ένα σκιάχτρο που κάηκε, ταΐζοντας
τους λύκους του. Πρίγκιπες που περνούνε. Πηδάνε και φεύγουνε. Κάποιοι
γαμιούνται με κλειστά μάτια. Χύνουν. Κάποιοι περιμένουν το απροσμέτρητο τίποτα.
Κάποιοι γιορτάζουν. Κάποιοι πίνουν. Κάποιοι πεθαίνουν - άστεγη ύπαρξη. Κάποιοι
απλώς υπάρχουν. Γέλα ψυχή μου. Γέλα, κυλάει ο καιρός. Οι δρόμοι της πόλης
ασήμαντοι. Πάνε με τους ανθρώπους. Χωρίς καληνύχτα. Τα τραγούδια έχουν σωπάσει.
Περίεργες λίμνες που μέσα τους τελειώνουν όλοι οι κραδασμοί της αγάπης. Αμνιακά
υγρά. Τρέχουν. Τα χύσια. Πόνος. Σημάδια οι σκέψεις, άγρια πουλιά. Κανείς δεν
γεννήθηκε φέτος εκτός από μένα. Ο Χριστός με προτίμησε. Μου έδωσε το ξύλο. Το
έχω καρφώσει εδώ, στο σαλόνι μου, μπροστά στο έπιπλο με τους δίσκους και τα
βιβλία. Να το κοιτώ. Το αποστηθίζω. Μοιάζει οδυνηρό, αλλά δεν είναι. Είμαι εγώ.
Και είμαι καλά. Σε μένα. Εκεί μακριά. Αλλά μέσα. Το λένε εντός. Εκ μέρους μου.
Αλήθεια.
Θυμάμαι τον
Ιούδα. Κρεμάστηκε, νομίζω. Δώρο, η μάσκα. Έβαλε βιαστικά το φόρεμά της και
βγήκε στην νύχτα. Εξαφανίστηκε, να μην την δουν. Ικανοποιημένη. Χωρίς χρώμα.
Χωρίς πόλη. Καμία πόλη δεν υπάρχει στα σύννεφα.
Γέλα ψυχή
μου.
ΥΓ. Βρήκα
κάποτε, στις προσφορές της πλατείας, την ζωή μου. Την πήρα και την στόλισα σ'
ένα βάζο. Το πότιζα κάθε μέρα να μην μαραθεί. Εκείνη ήπιε όλο το νερό. Μετά το
αίμα μου. Μετά κατάπιε το σπίτι. Τους τοίχους, τα σεντόνια, τα χρώματα. Τα
μάτια μου. Όταν δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο φαγώσιμο, άνοιξε την πόρτα και
έφυγε. Εγώ δεν είμαι ποιητής. Γέλα ψυχή μου.
Χρόνια αληθινά
σε όλους. Καλή πρωτοχρονιά.
Σ.Σ.