καταφερτζήδες τα ξαδέλφια μου βολεύτηκαν μια χαρά
έστησαν δουλειές παντρεύτηκαν έφτιαξαν οικογένεια
μεγάλωσαν παιδιά έχτισαν σπίτια και τώρα με ύφος
ξιπασμένου μαλάκα διανοούμενου καμαρώνουν όποτε
συναντιόμαστε σε γάμους ή κηδείες ντυμένοι κουστούμι
γραβάτα στη τρίχα για να μοιάζουν σαν θεοί
παπουτσωμένοι και ευτυχισμένοι
κατά τα φαινόμενα
κούραση όπως όταν βγάζεις νερό από βαθύ πηγάδι
για τη μανούλα μου το απειροελάχιστο σύνολο όλων
αυτών που έζησα αιχμάλωτος ανάμεσα σε στοίβες
από βιβλία και ξένα περιοδικά πελαγωμένος στη πιο
λεπτή ειρωνεία συνέχεια να γουρλώνω τα μάτια
και να ψάχνω τις απλές χαρές ενός τυπικού αιγόκερου
ακούγοντας με προσοχή χαρισματικά μέντιουμ
και διπλωματούχους αστρολόγους να μιλάνε
για το μέλλον μου με μουσική μπράμς
για υπόκρουση στις τέσσερις το πρωί
στη τηλεόραση
από μικρό παιδί με έδερναν ρίγη ευαισθησίας
όταν παρατραβούσα το σχοινί το έδενα κορδόνι
και ύστερα το έκανα κομποσκοίνι γιατί λάτρευα
τις ζωγραφιές στα μοναστήρια αν και δεν ήταν
γραφτό μου μικρός μικρός να καλογερέψω
άτιμη οδός μιχαήλ βόδα έγινα αυτό που είσαι
ένα εκτεθειμένο σημείο ξεχασμένης εφηβείας
και όλες οι σπουδαίες αποφάσεις που πήρα
τι ήθελα να γίνω όταν κάποτε θα μεγαλώσω
παρασύρθηκαν από τον άνεμο σαν ένα
ξεφούσκωτο μπαλόνι και δεν πρόφτασα
να κάνω ούτε τα μισά απ΄όσα είχα υπολογίσει
ήταν λάθος μου να πάρω τοις μετρητοίς
σαχλαμάρες που άκουγα μονότερμα
στα ρεμπετάδικα της κοκκινιάς
από πολύ μεγάλους μάστορες
πως τάχα σε ετούτη τη ζωή
καμιά ζωή δεν πάει χαμένη
Βάσος Γεώργας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου