Με τα
χρυσά δόντια μιας απλωμένης
Σαν το
χνότο στα χειμωνιάτικα τζάμια
Θλίψης
Με τους
στόνους των τροχών
Και
τους λυγμούς των μπουλονιών
Στις
κολυμπήθρες των τορναδόρων
Λουσμένη
με το αίμα όρχεων
Την ώρα
που άναβαν φωνές
Στου
σούρουπου τα δέντρα
Την ώρα
που χάνονταν στη θάλασσα
Των
τραγουδιών το χιόνι
Και
έκλαιγε η ομίχλη των μανιταριών
Στα
ρείθρα των λεωφόρων
Έγειρε
από την κανάτα σου
Ο αφρός
του μανδραγόρα
Να
γίνει μυζήθρα στου δυσλεξικού δάσκαλου
Τα
ματογυάλια
Που
σάρωναν τους μαλακούς βυθούς
Της
κόλασης
Με του
σώβρακου τα πορτοκάλια
Γι’
αυτό δεν θα σε συγκρίνω με ευκάλυπτους
Γι’
αυτό τα σουραύλια δεν θα σιγήσουν
Αν δεν
μαδήσουν σαν λεπιδόπτερα
Οι
τρίχες του ανθού σου
Να
πλέξουνε παλτά ιαγουάρων
Με το
ζουμί αιμοσφαιρίων
Στην
πέτρα του Λιβάνου
Να
περάσουν οι μονόκεροι
Από τις γρίλλιες των παντζουριών
Στη θάλασσα των χρυσανθέμων
Κι’ ας μείνουν ασυγκίνητα τα πορτοφόλια
Της ρουτίνας των σιδηροδρόμων
Αφού θα σκάσουν σαν μαστοί τα μπρίκια
Των κονδυλοφόρων.
Και ο καπνός της νύχτας
Θα ανεβαίνει κάθε βράδυ
Αργά στον ουρανό
Μαζί με τα όνειρα φυλών
Που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε
Ούτε πως αφανίστηκαν
Ούτε γιατί υπήρξαν
Παναγιώτης Γαλανόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου