Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΟΥΤΕ ΚΙ ΕΓΩ



ΗΡΘΕ ξανά, για να τελειώσει τα πράγματα. Στη σκηνή. Φαρδύ, ριχτό παντελόνι, πουκάμισο λευκό. Σιδερωμένο. Φρύδια λειψά. Τα σκαμμένα από τον χρόνο μέρη του προσώπου θυμίζουν πολύ Μπέκετ.
Είναι και το βλέμμα. Βυθός. Εκείνης της κερδισμένης σημασίας. Χαραγμένο, σαν υδατογράφημα. Κοιτάζει ευρυγώνια. Αντικαθιστά το μπάσο, το σαξόφωνο, το βιολί, το φλάουτο, τα ντραμς. Σαν να λέει, τα είδα όλα, τα βαρέθηκα, φέρτε μου τώρα έναν δρόμο. Ανοιχτό. Να γυαλίζει μακριά ο ορίζοντας. Να 'χω μια διαδρομή. Να πηγαίνω.

ΜΟΝΟΣ. Ο ίδιος του ο εαυτός δεν τον αφήνει παρά να είναι ο εαυτός του. Απόλυτα άσπρος. Μια κιθάρα. Ενα πιάνο. Σκηνικό φωτοστέφανο. Τα τραπέζια κοντά. Κι αυτή η φωνή. Μπροστά. Αρρωστη. Ουρλιαχτό, ψίθυρος. Ερωτικό συλλάβισμα. Προσευχή. Μαθήματα πόνου.
Ο θάνατος μέσα της γεννάει ζωή. Νότες. Και μετά, ξανά. Θάνατος. Και ξανά. Νότες.

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ. Σσσς. Περιμένω στην πόρτα και αναρωτιέμαι πότε θα 'ρθεις να με ζεστάνεις. Ποτέ. Κομμάτια μήλου, κρασί. Μια γραμμή ζωής. Το σαξόφωνο εννοείται. Να προσέχεις, το σκοτάδι είναι της ψυχής.

Η ΜΑΡΙΑ έχει αλλάξει ζωές. Η άλλη, απλώς δεν είχε. Πώς μπόρεσες να τ' αφήσεις να συμβεί; Μπόρεσε. Είμαι τόσο κοντά στο φως. Και με τυλίγει. Η μουσική περιγράφει τον εαυτό μου. Τον αγκαλιάζει. Απαγγέλλει αργά τη λύπη.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ, φτύνοντας τους στίχους. Εναν έναν. Τους καθαρίζει στο λαρύγγι του και πετάει τις συλλαβές. Σαν γρέζια. Ασυνείδητη ζωή. Λαχανιασμένη. Οι λέξεις δεν μιλούν. Εχουν μόνο ευγένεια. Ετσι θριαμβεύουν.

ΠΕΡΑΣΑΝ τόσα χρόνια. Στην έκσταση μιας αναμονής. Χαράματα χρόνια. Ούτε κάθεται ούτε φεύγει. Μια θεϊκή σιωπή. Θεός είναι η σιωπή του Σύμπαντος και άνθρωπος η κραυγή που δίνει νόημα σ' αυτή τη σιωπή. Λέξεις του Σαραμάγκου.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ μεγαλώνει. Διαμαρτύρεται, βγαίνει έξω. Απλώνεται στην Ηπείρου. Βραχνιασμένη. Ανάγλυφο χιόνι. Γίνεται σεντόνι πάνω στην κρούστα του δρόμου. Οι τοίχοι γεμίζουν νοήματα. Τους ξύνει για να τους ντύσει αλλιώς. Αλλο χρώμα, άλλο υλικό.

ΕΙΜΑΙ άνθρωπος. Δολοφόνος, άγγελος, δικτάτορας, σωτήρας, πρόσφυγας. Ολα μαζί.
Μιλάει πεισματικά. Τα παλιά λόγια. Δύση είναι ο Μάικ και η Σούζι. Η Αλις έχει φύγει. Εμεινε αυτή η δύναμη. Να ιστορεί, τραυλίζοντας. Την αδυναμία διάρκειας. Αφοσιωμένη φιλία.
Εχω την εντύπωση ότι γράφω τα τραγούδια του, χωρίς να το ξέρει. Κι εκείνος, τα βιβλία μου. Χωρίς να το ξέρω.

ΜΕΤΑ μίλησε: Φόρεσα τις διαθέσεις μου, σαν τόσο διαφορετικά κουστούμια, μα η σωστή δεν υπήρχε. Δεν βρέθηκε ποτέ τριγύρω. Δεν ξέρω πια προς τα πού να τραγουδήσω.

ΟΥΤΕ κι εγώ, είπα.

ΑΛΗΘΕΙΑ. Ούτε κι εγώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=231785

Δεν υπάρχουν σχόλια: