Έχω αυτή τη γυναίκα
που μου ζητάει ένα περίστροφο
πριν πιει τα χάπια της.
Βάφεται,
αγοράζει παπούτσια
και κομπινεζόν
που κοστίζουν όσο το νοίκι μου,
της πληρώνω τους καφέδες της
και ξεχνάει πως με λένε
όταν πάει να με συστήσει.
Παραπονιέται για την κοιλιά της
τις πιλάτες της
και τη σαλάτα με κοτόπουλο
που πρήζει το στομάχι της.
Στα μπαρ μιλάει με όλο τον κόσμο
για πράγματα
που δεν σου πάει το μυαλό
ότι συζητάνε οι άνθρωποι.
Γκρινιάζει για τη βροχή
και για τον καράφλα με παιδιά
που θέλει στο κρεβάτι της.
Ανεβάζει σαν μάγισσα
τα απαγορευτικά των μπάτσων
όταν η πόλη τρέμει μετανάστες
και λέει πως η μπεμβέ της
κοιμάται μόνο στα υπόστεγα.
Με μια διαολεμένη πειστική φωνή
μου κάνει νάζια όταν πίνω,
φοράω τα γυαλιά της το πρωί
κοιμάμαι στον καναπέ της το βράδυ
και μου πετάει ένα τυρί
για να χορτάσω σαν σκυλί
κάθε που ο ήλιος
μου δείχνει δυο σαγόνια.
Γυρνάμε σε μέρη που δεν θέλει
σαν πεταμένος άγγελος
βάφει τα φτερά της
μου λέει για το όπλο
που θέλει το μυαλό της
για τα χάπια
που δεν χορταίνουν το κορμί της
για την σίγουρη αυτοκτονία της
με το αίμα να σκουπίζει
το κομπινεζόν της
και στο λαρύγγι απιθωμένη τη στρυχνίνη.
Δεν είναι ώρα για ποιήματα πια.
Ποτέ δεν ήταν.
Κάθε που γέρνω πίσω από το δέρμα
ξέρω πως αυτή η Μαρία
κάποτε
ίσως και να τινάξει τα μυαλά της
στο δωμάτιο με τα δυο σκυλιά της.
Γιάννης Ζελιαναίος
[την ποιητική συλλογή «Μακάριοι οι Σκύλοι του Οινοπνεύματος», εκδόσεις Straw Dogs]