Όταν το καταμεσήμερο του καυτού Ιούλη ο ποιητής Χ.Χ και η κοπέλα του Ψ.Ψ κατεβαίνουν στο λιμάνι, να πάρουν το πλοίο να πάνε διακοπές σε νησί, ο οποιοσδήποτε μπορεί να διαπιστώσει ότι στις παρυφές της πόλης λαμβάνουν χώρα τα εξής διόλου παράξενα γεγονότα: Τα κτίρια δεξιά κι αριστερά της γραμμής του ηλεκτρικού από Πετράλωνα μέχρι Μοσχάτο προβάλλουν όλη την ασχήμια τους, για να αφήσουν να αναδειχθεί αβίαστα και σ’ όλο το εύρος της, η απαράμιλλη ομορφιά τους. Όσο δε πιo παλιά, πιo ερειπωμένα, πιo γκρεμισμένα, πιo άρρωστα, πιo γέρικα είναι τόσο πιo έντονα προβάλλει η ομορφιά τους. Οφείλουμε βέβαια να διευκρινίσουμε ότι εδώ αναφερόμαστε μόνο σε επαγγελματικά κτίρια, παλιά εργοστάσια, παλιές αποθήκες, παλιές βιοτεχνίες και κατ’ ουδένα τρόπο στις καθόλα ερωτικές πολυκατοικίες του Ταύρου, της Καλλιθέας, των Πετραλώνων, του Νέου Φαλήρου και του Μοσχάτου (μην περιμένετε να μιλήσουμε εδώ και για τον Πειραιά και τον Σαρωνικό του). Διότι όποιος τις παρατηρήσει λίγο πιό προσεκτικά, θα αντιληφθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της καθόδου προς το λιμάνι του ποιητή και της κοπέλας του, οι κορμοί των πολυκατοικιών λικνίζονται σαν χαβανέζες χορεύτριες, οι τέντες ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους, οι καμπίνες των ασανσέρ εκτοξεύονται σαν πύραυλοι από τις ταράτσες τους και τα κορίτσια τους στα ανοιχτά παράθυρα χαιρετάνε τους επιβάτες του τραίνου κουνώντας όχι τα μαντήλια τους αλλά τους στηθόδεσμους, από τους οποίους έχουν φροντίσει να απαλλαγούν λίγο πριν το πέρασμά τους. Αυτό μάλιστα ανεξαρτήτως βάρους, μεγέθους, όγκου, γεύσης, σχήματος, οσμής, υφής και χρώματος των εκπληκτικών βυζιών τους. Την ίδια ώρα στην παραλιακή, όλα τα λεωφορεία κινούνται με υπερβολική ταχύτητα, ενώ οι οδηγοί τους χοροπηδώντας πάνω στα καθίσματα, χειραγωγούν με απίστευτη επιδεξιότητα τα τεράστια τιμόνια, φροντίζοντας να μην αποφύγουν ούτε μία λακκούβα από τις λίγες δυστυχώς, που έχουν απομείνει στις μέρες μας στους δρόμους. Οι επιβάτες κρεμασμένοι από τις χειρολαβές, αιωρούνται σαν τις καμπάνες των εκκλησιών όταν βαράνε πανηγυρικά ή πένθιμα ή σαν τα βαγονέτα στις ρόδες των λουνα παρκ όταν γυρνάνε με την μέγιστη ταχύτητα με τους επισκέπτες κρεμασμένους ανάποδα να στριγγλίζουν δαιμονισμένα. Στην παραλιακή επίσης και καθ’ όλο το μήκος της έχουν παραταχθεί ανά τακτά διαστήματα εν πλήρει συνθέσει και εξαρτήσει οι φιλαρμονικές όλων των παράκτιων δήμων. Οι μουσικοί τους κρατάνε τα άρτι γυαλισμένα χάλκινα όσο πιο ψηλά γίνεται να αστράφτουν στον ήλιο και παίζουν με τέτοιο πάθος ώστε όπως σίγουρα θα μαντέψατε δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Διότι το κομμάτι που έχουν διαλέξει για την περίσταση, το κομμάτι της απολύτου σιγής, είναι μακράν το καλύτερο του ρεπερτορίου τους και το μόνο που μπορεί να τους εγγυηθεί την αθανασία εις τους αιώνας των αιώνων. Στην παραλιακή πάλι (εσείς δηλαδή πού αλλού νομίζατε;) εμφανίζονται οσονούπω και ο ποιητής με την κοπέλα του καβάλα στην μηχανή του. Οδηγεί ελαφρά σκυμμένος προς τα εμπρός, σαρώνοντας με το διαπεραστικό βλέμμα του τη λεωφόρο σε όλο το μήκος της, το ύψος, το βάθος και το πλάτος, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, εμπρός και πίσω, εκεί δηλαδή που κάθεται η κοπέλα του κρατώντας τον σφιχτά στην αγκαλιά της (όχι, δεν ανεμίζουνε τα μαλλιά της, γιατί φοράει κράνος που της παραχώρησε ευγενώς ο ποιητής). Δεν χρειάζεται βέβαια να προσθέσουμε, αλλά θα το προσθέσουμε, ότι η μοτοσυκλέτα του ποιητή δεν πατάει στο οδόστρωμα αλλά υπερίπταται της ασφάλτου σε ύψος ενός περίπου μέτρου, κινούμενη με μηδενική ταχύτητα χωρίς να παράγει τον παραμικρό ήχο, γιατί όπως είναι φυσικό δεν δουλεύει η μηχανή της (κατ’ άλλη εκδοχή δεν ακούγεται τίποτα, γιατί ο ποιητής μας έχει κουφάνει όλους). Αντί της μοτοσυκλέτας, η οποία όπως εξηγήσαμε παραμένει εντελώς ακίνητη, όλα τα άλλα, δρόμοι, κτίρια, ουρανός, θάλασσα, άνθρωποι, χρόνος και αυτοκίνητα κινούνται με σταθερή ταχύτητα, πράγμα που μετά από λίγο θα επιτρέψει την άφιξη του ποιητή με την μοτοσυκλέτα και την κοπέλα του στο λιμάνι. Εκεί όπως ήταν εξ’ αρχής αναμενόμενο, επικρατεί αναταραχή και απόλυτο χάος, με τις κινήσεις των πάντων να φανερώνουν πανικό, που είναι αλήθεια ότι δεν οφείλεται τόσο στη παρουσία του ποιητή, όσο στην συνειδητοποίηση υπό των αναχωρούντων του γεγονότος, ότι χωρίς να έχει προηγηθεί κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία, έφτασε η στιγμή που καλούνται να ζήσουν ελεύθεροι, χωρίς δουλειά, χωρίς σκλαβιά, χωρίς καθοδήγηση σε έναν κόσμο που τους είναι παντελώς ανοίκειος και ξένος. Αφού κατάφερε εν πάση περιπτώσει ο ποιητής να βάλει με τα πολλά την μηχανή του στο γκαράζ του πλοίου και μάλιστα στο χειρότερο σημείο, γιατί λογικό είναι να μην τον ξέρουν πολλοί αφού ούτε ο ίδιος ξέρει καλά καλά τον εαυτό του, πράγμα που είναι άλλωστε απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι ποιητής, ανέβηκε με την κοπέλα του στα σαλόνια του πλοίου και βυθίστηκαν σε δύο πολυθρόνες της τουριστικής θέσεως. Διότι παρ’ ότι ακραιφνείς καπιταλιστές ως προς τις πεποιθήσεις (ακραιφνείς γιατί πρόκειται περί πεποιθήσεων βαθιά ριζωμένων σε ένα στέρεο υπόβαθρο αναρχοσοσιαλιστικού ιδεώδους), σιχαίνονται και πάντως αποφεύγουν τα σαλόνια της πρώτης θέσεως. Διότι γνωρίζουν ότι εκεί το μόνο ενδιαφέρον που έχει η ζωή είναι η διαπίστωση της ανάγκης να αρχίσει αμέσως η επανάσταση, πράγμα που όμως ενέχει τον κίνδυνο, να χάσουν μιά ώρα αρχύτερα τη μαγεία των οραματισμών τους. Όπως και να χει το ταξείδι ήταν ήσυχο και ευχάριστο και ο ποιητής και η κοπέλα του έφτασαν στο νησί, όπου την έβγαλαν κοντά στην θάλασσα, κάτω από ένα δέντρο. Κοιτώντας συνέχεια μακριά στο πέλαγο, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τα ιδεογράμματα, που έγραφαν με καπνό μακριά στον ορίζοντα τα φευγάτα πλοία. Οι μόνοι στίχοι που έγραψε στις διακοπές του ο ποιητής ήταν: "Οι μόνοι στίχοι που έγραψα φέτος στις διακοπές μου ήταν: Οι μόνοι στίχοι που έγραψα φέτος στις διακοπές μου ήταν: Οι μόνοι στίχοι που έγραψα φέτος στις διακοπές μου ήταν: Οι μόνοι στίχοι που έγραψα φέτος στις διακοπές μου ήταν...". Όπως ήταν φυσικό ο ποιητής και η κοπέλα του πέρασαν και τις υπόλοιπες διακοπές τους ήσυχα και επέστρεψαν στη δουλειά και τα σπίτια τους κουρασμένοι.
ΥΓ. Οποιαδήποτε ομοιότης με υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
Και θα τις ξεχνάω κάθε μέρα.]