Όχι, Θάνο. Δεν θυμάται. Δεν υπάρχουν σωστά και λάθος ονόματα. Τελικά. Η απουσία είναι το μόνο σωστό όνομα. Βάλτε. Να πιούμε, να πιούμε, να πιούμε. Μας.
[Προχτές βράδυ, βιαστικά, έπεφταν κι άλλα βήματα, ψιχάλες, από που; από πότε; μπήκα στους "Χάρτες" χαμένα, στον κόσμο άλλοτε, πριν, πρώτα, τότε, συγκεντρωμένα ποτά, επείγοντα, η παρέα στη μέση, καθίστε, καθίστε, και ο Θάνος, βάλτε να πιούμε, έβαλαν, βάλαμε, βάλτε ξανά, ξαναέβαλαν, βάλτε να ζήσουμε, υπήρχαν κρυμένα, κάτω απ' το τραπέζι, κι όλο μεγάλωναν τα κύματα στο μπαρ, κι όλο έσταζε κόσμος, και κόλαγε πάνω στο μακό μου, σαν βρώμικη τσίχλα, τα σημάδια στο πάτωμα αραιά, είχε χυθεί λίγο παρελθόν στις γωνίες, να σκουπίσουμε, φώναξα γρήγορα τη σερβιτόρα, να σκουπίσουμε, εκεί, δεν βλέπεις; το μεγαλύτερο μέρος της καρδιάς μου έχει χωρίσει, στον τοίχο μια φωτογραφία της Τζάνις, έγνεψα γειά σου, λίτλ γκέρλ μπλου, να αλλάζεις την ρύθμιση της καρδιάς πότε πότε, να σε αισθάνεται το νερό, ένιωσα δεκάδες βλέμματα μέσα μου, πήγαιναν κάτω βαθιά, κανένα δεν ήταν δικό μου, ο Θάνος με κοίταξε με μια αγκαλιά, ολομόναχη, τελευταίος σταθμός.]