Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΤΑ


 

Ο συγγραφέας δεν αγαπάει, ευγνωμονεί. Δεν είναι άξιος ν’ αγαπηθεί και το γνωρίζει. Δεν ζητάει να τον αγαπούν, θέλει μονάχα οι άλλοι να είναι εκεί, απ’ έξω. Να μπορεί να τους φωνάζει, για να έρχονται και να τους βλέπει. Κι αν αυτοί, από αγάπη γι’ αυτόν, έρχονται, δεν τον ενδιαφέρει: όποιους λόγους και να έχουν, ας έρχονται – ας είναι πάντα εκεί κοντά, απ’ έξω.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Μια κουβέντα που διέλαθε, απαιτώντας τιμή. Μια λέξη – σαν εξεγερσιακό είδωλο – που ξέφυγε από την ανάγκη της αντανάκλασής της, πυροδοτώντας το θαύμα. Μια ρήξη: Καθολική. Ένας εορταστικά αναιδής θρίαμβος του μέρους στην μετωπική του αντιπαράθεση με το όλον. Το σκοτεινό κρίμα του χρόνου. Η έωλη και αήθης διερώτηση του συμβατού. Οι έγχαρτες αποζημιώσεις. Των λέξεων. Οι ένστολες αγκαλιές. Η σπονδυλική στήλη των ανθρώπων. Ένας κόσμος τόσο παλιός, όσο καινούργιος. Τόσο ανεπίτρεπτα ειλικρινής. Τόσο αναγκασμένος. 

Και συνεχίζεται. Μετά το μετά. Για να επαναδιατυπώσει την μοναξιά μιας πορείας σε ορισμό της πορείας. Της μόνης πορείας μετά το όραμα. Μετά το εφόσον. Μετά το ποτέ.

Ο καιρός τελικά δεν τελείωσε. Ας αρχίσουμε να βγάζουμε επιτέλους εισιτήρια. Η επόμενη εκδρομή είναι για το μέλλον.

Ευχαριστώ.
 

Σταύρος Σταυρόπουλος
 
Ευχαριστώ ακόμα: τον Κώστα Βούλγαρη, τον Μάνο Στεφανίδη, την Πόπη Παπαγγελή, τον Βασίλη Χατζηιακώβου, τον Γιώργο Ρούση, τον Δημήτρη Χουρδάκη, τον Βίκτωρα Αναγνωστόπουλο, τον Νίκο Τσουβαλά, τον Γιώργο Κοτανίδη, τον Βάσο Κουτσογιαννόπουλο, και όλο τον κόσμο – επώνυμο και ανώνυμο, που συγκεντρώθηκε χθες βράδυ 28/5 στο Polis Art Café. Ειλικρινά. Και αθόρυβα. Με μικρά γράμματα. Για να μην ακούγεται δυνατά ο θόρυβος των σωμάτων. Για να μην μπερδεύεται η ηχώ τους με την ηχώ των άλλων.


 

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΤΟ POLIS


Αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος τιμωρήθηκε να περπατήσει ως το νερό
 
 

Ένα τοπίο. Φρίκης. Καταργημένος ουρανός. Ο αφηγητής αφήνεται να λειτουργήσει ως δολοφόνος του, αλλά και ως απολογητής του. Υπάρχει μια υποψία ότι τελειώνουν οι λέξεις. Μαζί τους και οι άνθρωποι . Έρχονται από τις επόμενες Σταυροφορίες, για να πεθάνουν. Ο κόσμος χάνεται μέσα σε ένα πανίσχυρο μπλε. Εκεί αποδίδονται τα τελευταία χρώματα, με τιμές ήλιου.

Ο ποιητικός λόγος του Μετά, ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, εξαντλεί όλα τα αναγνωρίσιμα σχήματα για να τα επανεκκινήσει από το σημείο μηδέν. Εκεί που υπάρχουν μόνο ερείπια μέσα στα ερείπια. Ένα σύμπαν πρώην ζωντανό, πρώην ανθρώπινο, πρώην σύμπαν. Εκεί, με οδηγό τη θάλασσα που ξεπλένει, θα επανασυγκολλήσει το τοπίο, θα το τοποθετήσει πάλι σε χρονικό πλαίσιο.

Μια υπόθεση είναι. Ένας μεγάλος θόρυβος. Παρ' όλα αυτά, η αναμέτρηση με τη στιγμή πλησιάζει. Το Μετά δεν είναι παρά ένα τελικό ποίημα για την στιγμή. Μια δωρεά, εν ζωή, της θεάς λύπης - που είναι η θεά τέλος.
 
***


το ακαταλόγιστο σάλιο της θάλασσας
 
συνέχιζε
 
πάνω στα ξέφτια του κόσμου
και τα τρόμαζε
 
όλο τα τρόμαζε
 
σαν επείγον καρδιογράφημα
 
***
 
 
ΜΙΛΟΥΝ:
 
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Ιστορικός Τέχνης
 
ΔΙΑΒΑΖΕΙ:
 
ΠΟΠΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ, Αρχαιολόγος

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ




Το βιβλίο σε λίγο τελειώνει, εσύ καλύτερα να μην αρχίσεις ποτέ. Πότε περίπου αρχίζει το τέλος, σε ποιο ακριβώς σημείο η λογοτεχνία συναντά τη ζωή; Η λογοτεχνία αντιγράφει τη ζωή ή το ανάποδο; Αν θέλεις πες μου γιατί έχω μπερδευτεί.
Νομίζω πως δεν θα αντέξω να μεγαλώσω περισσότερο, οι βασικές επιλογές έχουν γίνει. Είμαι ήδη αρκετά μεγάλος για αναθεωρήσεις, όσο ήταν να ενηλικιωθώ, ενηλικιώθηκα.

Όταν ενηλικιώνεσαι το καταλαβαίνεις γιατί αρχίζουν να σου αρέσουν ο Μπετόβεν, ο Μπράμς, ο Κλώντ Ντεμπισί. Στα εστιατόρια κλείνεις πρώτα τραπέζι, δεν πας σα γύφτος, παραγγέλνεις πάντα δυο ποτήρια κόκκινο γαλλικό κρασί, η μπύρα θεωρείται πλέον αναψυκτικό της εφηβείας σου.
Στις εξόδους σου ντύνεσαι καλά, δεν φοράς μακό ξεβαμμένα μπλουζάκια με την στάμπα των Alex Harvey Band, δεν λες ποτέ σε γυναίκα «πω, ρε πούστη μου». Τα Σαββατοκύριακα πας για ράφτινγκ, δεν ψάχνεις δίσκους στην Ηφαίστου. Έχεις δουλειές που δεν αναβάλλονται, επαγγελματικά ραντεβού. Το καλύτερο λάτιν σου είναι Shakira.  Κάποτε τελειώνουν και οι κιθάρες. Αρχίζουν τα σόλο πιάνο, τα σόλο βιολιά, οι σόλο ενέργειες και ξαφνικά μεγαλώνεις. Μπερδεύεις δεκαετίες. Δεν είσαι πια παιδί. Ξεχνάς την αδύνατη Λίζα.
Βγάζεις το πόστερ του Τζεημς Ντην απ’ τον τοίχο και στη θέση του κρεμάς ένα Σταθόπουλο. Ή μια Σταθοπούλου.

Την ωριμότητα την νιώθεις όταν έρχεται γιατί επελαύνει, πέφτει σαν χιονοστιβάδα που κατεδαφίζει όλα όσα πρόλαβες να οικοδομήσεις την περίοδο της αθωότητας σου. Για όλους υπήρξε τέτοια περίοδος. Αθώα. Ειλικρινής. Απλώς η δική μου ήταν λίγο πιο παρατεταμένη, αρνήθηκε να τελειώσει όταν έπρεπε, δεν ξέρω καν αν θέλω να τελειώσει ποτέ.

Ας είναι. Μ’ αρέσει τελικά που δεν θα τελειώσει, μ’ αρέσει που θα  παρατείνεται επ’ αόριστο, κι ας μη σ’ αρέσει καθόλου η ιδέα. Πάρε τον Σταθόπουλο, σου ταιριάζει άλλωστε, σα ζευγάρι θα είστε, εγώ λέω να  κρατήσω ακόμα τον Τζέημς Ντην.

( από το βιβλίο μου ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, εκδ. Απόπειρα, 2005 )



 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Ι



ΕΡΧΕΣΑΙ καμιά φορά – σπάνια, αλλά έρχεσαι – μεσάνυχτα περασμένα. Δίνεις μία στη πόρτα και μπαίνεις· όπως τότε που επιστρέφαμε φωτεινοί με τα πλοία στα λιμάνια. Κάθεσαι ήσυχα στο κρεβάτι μου και με κοιτάς. Ένας σπασμένος καθρέφτης λάμπει ανάμεσα στους ώμους σου, εκεί που παλιά ήταν το πρόσωπό σου. Βλέπω μέσα τον επίλογο του εαυτού μου. Άρχισα να γερνάω και έχω αποκτήσει άλλες συνήθειες. Κόβω το τσιγάρο, κόβω σελίδες απ’ τα βιβλία μου, κόβω τα νύχια μου κάθε τόσο. Προσπαθώ να κόψω δρόμο ξανά. Εσένα στάθηκε αδύνατον να σε κόψω. Τόσα χρόνια έτρεμε το χέρι μου κάθε που πλησίαζε το νυστέρι. Κι ακόμα βρίσκομαι εδώ και σου μιλάω – δεν έχει σημασία που είναι η φωτογραφία σου - και ρωτάω τα νέα σου, και σου λέω οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν, καταργώντας ο ένας τον άλλον. Δεν ακούς.



Σκέφτομαι ότι για να έρχεσαι, δεν είχες φύγει ποτέ. Πως γίνεται όμως να ξεπορτίζουν νυχτιάτικα οι φωτογραφίες;


ΙΙ



ΕΓΩ τις φωτογραφίες τις προτιμώ αδέσποτες. Και ξενυχτισμένες.




( από το βιβλίο μου Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, εκδ. Απόπειρα, 2010, 2012 )