πι πι το
παπί
Τον πατέρα
μου δεν τον γνώρισα ποτέ
έμοιαζε, λένε, αποδημητικός
η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια
δεν «ήτο ηθικόν» να κλωσάει μπάσταρδα
μεγάλωσα σε
ράμφος πελαργού
χωρίς παραλήπτη
κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών
μου έμπηγαν
στον κόκκυγα φτερά παγωνιού
μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ, της γλαυκός
ανεπίδεκτη υιοθεσίας
ανάξια κλουβιού
στολίζω σήμερα σύρματα
ηλεκτροφόρα
μαδώ τα πούπουλά μου
γεμίζω μαξιλάρια βεράντας
ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης
γεννάω τηγανητά αυγά
τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια - σταφιδόψωμα]
μα κάθε μέρα
σχεδόν περνώ και από ’κείνον τον παραμυθά
που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος
***
Συγγένειες
Χιλιάδες νεκροί στο σαλόνι
περιμένουν να ξυπνήσω
Μοιάζουν με τον Πατέρα
Έχουν δερμάτινα χέρια
Λευκό κρανίο
[Ξέρουν πως καπνίζω]
Καμαρώνουν το πρώτο μου δόντι
Τα υπόλοιπα τα σφίγγω
μην πέσουν απ' το στόμα
Τα σφίγγω
μην κλάψει η μάνα μου
που ερμηνεύει τα όνειρα
Δεν τους βλέπεις μαμά;
είναι Χιλιάδες
***
1984
Κρύβομαι κάτω απ' το κρεβάτι
Είμαι τεσσάρων
Χωρίς κυνόδοντες
Με άσπρο δέρμα/Μνήμη από βούτυρο
Μαδάω τ' όνομά μου
Δεν είμαι σίγουρη αν μ' αρέσει
[μ'αρέσει
δεν μ' αρέσει
μ' αρέσει
δεν μ' αρέσει]
ο μπαμπάς είχε τα μάτια μου
και η μαμά ήταν σίγουρα κορίτσι
-βγαίνει απ' τους τοίχους όταν πεινάω-
Δεν με ψάχνει κανείς πια
Είμαι ακόμη τεσσάρων και κάτι
Σ' αυτό το σπίτι
το χτισμένο από τσιμέντο και θάνατο
υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι
για να μπορώ
να κρύβομαι
από
κάτω
Νίκη Χαλκιαδάκη, Ανάσκελη με πυρετό, εκδ. Μανδραγόρας,
2012