Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

ΑΓΝΟΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ




Ήμουν πάντα του δικού μου προσώπου. Το τρίτο πρόσωπο όρθωνε πάντοτε ανάμεσα σε μένα και τις λέξεις έναν απροσπέλαστο τοίχο ∙ κανείς δεν μπορούσε να φτάσει επιτυχώς στον προορισμό του: Ούτε εγώ στις λέξεις, ούτε οι λέξεις σε μένα. 

Ήμουν πάντα του δικού μου προσώπου. Το φορούσα εγωιστικά, με φανατισμό, όπως φορούν οι άλλοι τις περικεφαλαίες τους. Σε όλες τις εκστρατείες που κυριαρχεί η βαρβαρότητα. Όταν σκοτώνεις όμως, πρέπει ο άλλος να μπορεί να βλέπει τα μάτια σου. 


ΣΣ

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

ΡΑΓΙΣΜΕΝΕΣ ΑΓΚΑΛΙΕΣ



Πέδρο Αλμοδοβάρ, Ραγισμένες αγκαλιές

Ο συγγραφέας που δεν έβλεπε ήταν δυο
Άπλωσε τα κατεστραμμένα του χέρια
Σαν αγκαλιά
Να γράψει το τελευταίο φιλί
Και έτρεχε αίμα
Απ’ τις σκισμένες φωτογραφίες

Στην αριστερή του παλάμη τα μάτια της
Γλίστρησαν μ’ ένα σκοτεινό νόημα
Χάιδεψε τους βολβούς
Μέχρι που έγιναν κάμερες
Με ψηλά τακούνια

Κοιτάει προς το μέρος μου τώρα;
Ρώτησε τον μοντέρ με αγωνία
Ακούμπησε το κεφάλι του υπάκουα
Στο μέρος που του υπέδειξε ο βοηθός
Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο
Είχε δάκρυα
Που δεν μπορούσε να κλάψει

Έβρεχε σε όλο τον περασμένο έρωτα
Κολύμπησε στο σελιλόιντ
Και βγήκε μονός δίπλα της
Ήταν ένας αυτός
Και μία αυτός
Πάλι δύο

Απλώς η ζωή τον λυπήθηκε
Και του χάρισε τα μάτια της

Οι ταινίες πρέπει να τελειώνουν είπε
Έστω και στα τυφλά

ΣΣ

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

ΑΤΥΧΗΜΑ



Lovers, Rene Magritte

Οι παπαρούνες είχαν μόλις ξεθαρρέψει
Έβαφαν το κοντό φουστάνι σου ως το λαιμό
Τα σύννεφα έπλεκαν κάτι σαν στεφάνι
Κάποιος κάλεσε το ασθενοφόρο

Δεν υπάρχει καμία αγάπη εδώ
Να κοίτα και μόνος σου
Είναι τόσα ακόμα που πρέπει να μάθεις
Για τα τροχαία από έρωτα
Είπα στον άνθρωπο με την άσπρη μπλούζα
Που έψαχνε για θύμα εναγωνίως
Κι απομακρύνθηκα

Άφησα την αγάπη μου κάτω στην άσφαλτο
Να καίει από ακατάσχετο πόθο
Ή άλλου είδους αιμορραγία
Κανένας νεκρός
Ούτε καν τραυματίας
Υπέγραψα στα γρήγορα
Το μαύρο δελτίο συμβάντων
Στον χοντρό αστυνομικό με το κόκκινο πρόσωπο
Και τις χειροπέδες στα μάτια

Ο κόσμος σιγά σιγά αραίωσε
Σε λίγο άκουγα μόνο τον απόηχο
Που έφερναν οι φωνές τους στα αυτιά μου
Η σύγκρουση ήταν σελίδα μυθιστορήματος
Δεν υπήρχε

Κοίταξα πάλι τον άδειο δρόμο
Και τον ήλιο που έπεφτε πίσω απ’ το βουνό

Η σελήνη δεν έβλεπε τίποτα

Η αγάπη μου σηκώθηκε
Τίναξε τα σκισμένα της ρούχα
Έπεσαν κομμάτια ονείρου

Φίλησα το τραυματισμένο της μάγουλο
Και κατευθυνθήκαμε νότια
Μ’ έπιασε απ’ τον δεξί ώμο
Τα κορμιά μας έκαιγαν πάνω στη μηχανή
Η θάλασσα φαινόταν ακόμα μακριά
Σαν γράμμα της παιδικής ηλικίας

Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή
Παραμένουν αόρατα για τους περισσότερους
Της είπα τυφλός από έρωτα

Πάμε τώρα να καταπιούμε
Και τα υπόλοιπα θαύματα

ΣΣ

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΑΓΚΑΛΙΑ




Μαζεύτηκαν μετά σαν φίδι γύρω απ’ τα χνώτα τους κουλουριασμένοι, και σιγά σιγά καταστάλαζε η μορφή τους από σταγόνες, γενναία. Την κάπνιζε ο ήλιος σαν δέρμα αλλόκοτο και το νερό παραμέρισε. Άνοιξε σαν γκρεμός στα δυο. Ήταν ένα βουνό με υδάτινο τρίχωμα, κανένας δεν το είχε δει αυτό το κομμένο από τότε που ο καιρός τελείωσε, κανένας ποτέ δεν είχε δει τέτοια σιωπηλή ομορφιά ραντισμένη.

Είδα το βουνό, σαν τεράστια αγκαλιά νερένια.


(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ που ετοιμάζεται)